Χρυσός-Άργυρος-Μόλυβδος

Από τα παρόντα υλικά κατασκευάζονταν τα μολυβδόβουλλα, τα αργυρόβουλλα και τα χρυσόβουλλα.  Οι σφραγίδες, πέρα από την ασφάλεια που παρείχαν σε σφραγισμένα, κλειστά έγγραφα, προσέδιδαν ακόμη νομική ισχύ και εγκυρότητα. Σε αυτήν την περίπτωση, το έγγραφο δεν ήταν απαραίτητα κλειστό. Η σφραγίδα επικρεμόταν με ένα νήμα από το έγγραφο, τη λεγόμενη μήρινθο. Ως υλικό κατασκευής της σφραγίδας ήταν ο πηλός και το κερί, όμως συχνότερα εχρησιμοποιείτο ο άργυρος, διότι ήταν εύκολο να βρεθεί και επίσης, εξαιρετικά μαλακός. Σπανιότερα, απολύονταν έγγραφα, φέροντα βούλλες από χρυσό και άργυρο. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των χρυσοβούλλων, ο αυτοκράτωρ απέλυε έγγραφα παροχής προνομίων προσαρμόζοντας στην άκρη του εγγράφου την χρυσή του βούλλα, όμοια με νόμισμα, και ανάλογης αξίας με ένα, δύο, τρία ή τέσσερα σολδία (μονοσολδία, δισολδία, τρισολδία, τετρασολδία). Αυτή η διάκριση ως προς τη βούλλα που συνόδευε το κάθε έγγραφο, γίνεται κατανοητή, εάν ληφθεί υπόψη η έννοια της παγκόσμιας συγγένειας και η ιεράρχηση της τότε διεθνούς κοινότητος. Κάθε βασίλειο, ανάλογα με την πολιτική του και τη στρατιωτική του ισχύ -και εν γένει την επιρροή του-, ακόμα και την πίστη που αυτό πρέσβευε, ετίθετο σε μία νοητή αξιολογική κλίμακα, βάσει της οποίας, κάποιο βασίλειο εθεωρείτο πνευματικό τέκνο, πνευματικός αδελφός του βυζαντινού κράτους ή απλώς φίλος του. Ανάλογα, διαφοροποιούνταν και οι τίτλοι των εγγράφων που αποστέλλονταν στους ξένους ηγεμόνες. Συνεπώς, η χρήση διαφορετικής βούλλας που προσαρμοζόταν στα έγγραφα εξαρτιόταν άμεσα από τον αποδέκτη και τη θέση που αυτός κατείχε στα πλαίσια της οικουμενικής συγγένειας των βασιλικών Οίκων.