Monthly Archives: Μαΐου 2011

Βυζαντινή Διπλωματία

Ο Μανουὴλ δὲν ἦταν ὁ μόνος αὐτοκράτωρ ποὺ ταξίδεψε στὴ Δύση ἀναζητῶντας ἀρωγή. Ἐδῶ ὁ Ἰωάννης Η΄ στὸν ἴδιο "ἄχαρο" ρόλο.

 

«Μανουήλ Β΄Παλαιολόγος…

ἀναζητῶντας ἐρείσματα στὴ Δύση»

Τὸ ὁδοιπορικὸ ἑνὸς αὐτοκράτορος

(ἐργασία ποὺ ἐκπονήθηκε στὰ πλαίσια σεμιναρίου, τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Προγράμματος Σπουδῶν: Μεθοδολογία κριτικῆς καὶ ἔκδοσης τῶν Ἱστορικῶν Πηγῶν, στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας, ἐν ἔτει 2008, γιὰ τὸ σεμινάριο ποὺ δίδαξε ἡ βυζαντινολόγος Σοφία Μεργιαλή, με τίτλο «Βυζαντινή Διπλωματία»)

Τοῦ Ἰωάννη Δ. Κηπουροῦ (Ἱστορικοῦ)  

i.Ὁ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος καὶ ὁ «κόσμος» του. Ἡ Εὐρώπη τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος  – ἱστορικὴ προσέγγιση καὶ κριτικὴ διείσδυση –

Ὁλόκληρος ὁ ΙΔ΄ αἰώνας ὑπῆρξε γιὰ τὸν χῶρο τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς περίοδος συνεχῶν ἀναταράξεων, πολιτικῶν, κοινωνικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀναβρασμῶν.

Τὸ ἄλλοτε ἑνιαῖο βυζαντινὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἀξίωνε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ χαρακτηρισμὸ οἰκουμενικό, διασπάστηκε σὲ πολὺ μικρὰ κρατίδια, τὰ ὁποῖα μὲ τὴ σειρά τους δὲν ἐξαρτιόνταν ἀπὸ τὸ κέντρο, τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ κάθε ἕνα φρόντιζε νὰ ἐξασφαλίζει τὴν ἐπιβίωση του ἐνῶ τὸ κέντρο δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ προστατεύει τὰ ἐπιμέρους κρατίδια.

 Οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν Ἀνδρονίκων Παλαιολόγων1 τῆς δεύτερηςκαὶ τρίτης δεκαετίας τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος ποὺ ἔπληξαν τὴν αὐτοκρατορία (1321, 1322, 1327, 1341), ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἔριδα ποὺ ἀνέκυψε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ (Ἡσυχασμός) σημάδεψαν αὐτὸν τὸν αἰῶνα καὶ ὁδήγησαν τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ὁριστική της δύση. Μπορεῖ ἡ πτώση νὰ καθυστέρησε ἕως τὰ 1453, ὡστόσο ἡ διαδικασία τῆς σήψης ἄρχισε πολὺ νωρὶς καὶ μάλιστα τὸν αἰῶνα ποὺ ἐξετάζουμε ἡ κατάσταση ἤδη θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς μὴ ἀναστρέψιμη2.

 Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ μεσαιωνικὴ Εὐρώπη πλήττεται ἀπὸ θρησκευτικές, πολιτικὲς ἔριδες καθὼς καὶ ἀπὸ ἐπιδημικὲς ἀσθένειες. Ἐὰν οἱ Εὐρωπαῖοι ἀποφάσισαν νὰ στραφοῦν στὰ ἐδάφη τῆς Ἀνατολῆς στὰ τέλη τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος ἐγκαινιάζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ σταυροφορικὸ κίνημα, στὸν ΙΔ΄ αἰ. παρατηρεῖται μία ἀναδίπλωση καὶ μία παύση στὴν «πρὸς Ἀνατολᾶς» ἐπέκταση. Φαίνεται πὼς ἦταν ἡ ἀνοδικὴ πορεία τῆς εὐρωπαϊκῆς οἰκονομίας στὰ τέλη τοῦ ΙΑ΄ αἰ., ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ πληθυσμιακὴ αὔξηση, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν φεουδαρχῶν γιὰ ἐπέκταση τῶν ἐπιχειρηματικῶν δραστηριοτήτων τους καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἔξαρση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, ποὺ ἔστρεψαν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν στὴν ἀνατολή3.

Ὡστόσο, ὁ ΙΔ΄ αἰ. ἐπέβαλλε διαφορετικὲς συνθῆκες, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους ὑπαγόρευσαν νέες, περισσότερο «ἀμυντικές» ἐπιλογές. Ἡ ἔναρξη τοῦ ἑκατονταετοῦς πολέμου4 στὰ 1337 -ἔπαυσε στὰ 1453- ἀνάμεσα στὸν θρόνο τῆς Γαλλίας καὶ στὸ βρεττανικὸ βασίλειο γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ γαλλικοῦ βασιλείου, ἀλλὰ καὶ σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο ἡ «ἔξωση» τοῦ παπικοῦ θρόνου στὴν Αβινιὸν μὲ τὸ συνακόλουθο δυτικὸ σχίσμα5 (1305-1415), περιόρισαν τὴν Εὐρώπη στὴν προσπάθεια ἐπίλυσης τῶν ἐσωτερικῶν της προβλημάτων μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἄμβλυνση τοῦ ἐνδιαφέροντός της γιὰ ἐπέκταση στὰ ἀνατολικά, καὶ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀδιαφορία γιὰ τὸν ὀθωμανικὸ κίνδυνο ποὺ βρισκόταν πρὸ τῶν πυλῶν. Ὅπως εἶναι γνωστὸ στὰ 1529 οἱ Ὀθωμανοὶ ἔφθασαν στὴ Βιέννη καὶ λίγο ἔλειψε νὰ ἐπεκταθοῦν στὴν Κ. Εὐρώπη. Ἴσως αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν εἶχαν προβλέψει οἱ ὁμόπιστοι Δυτικοὶ ἢ ἁπλὰ εἶχαν ἄλλες προτεραιότητες.

Σὲ ὅλα αὐτὰ, θὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ κατάσταση τῶν ἐπιμέρους εὐρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, ἀπόρροια τῶν κοινωνικῶν δομῶν τοῦ ὕστερου μεσαίωνος.  Ἡ αὐξημένη θνησιμότητητα σὲ μικρὲς ἡλικίες εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα  τὴ γένεση ἑνὸς προβληματικοῦ στὴ σύστασή του πληθυσμοῦ, ἀποτελούμενου ἀπὸ μὴ παραγωγικὲς δυνάμεις. Ἀφενὸς νήπια, ἀφετέρου ὑπερήλικες ποὺ δὲν τροφοδοτοῦσαν τὴν παραγωγὴ μὲ ἐργατικὰ χέρια. Ἐντούτοις, ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐρώπης στὴν ὕστερη μεσαιωνικὴ περίοδο αὐξήθηκε ὑπέρμετρα καὶ μόνο οἱ συχνὲς ἐπιδημίες ποὺ γιὰ περίπου τρεῖς αἰῶνες ἔγιναν ἐνδημικές, ὡς ἐξισορροπητικὸς μηχανισμὸς τῆς φύσης, κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὸ ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ στὰ ἴδια ἐπίπεδα6. Μάλιστα, ἡ «βουβωνική» πανώλη τοῦ 13487 καὶ 1351 ἐξόντωσε 25 ἑκ. ἀνθρώπους, ὅταν τὸ σύνολο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πληθυσμοῦ ἦταν 80 ἑκ.8 .

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο εἶναι κάπως φυσιολογικὴ ἡ σχετικὴ ἀναβλητικότητα τῶν Δυτικῶν, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Βυζαντίου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ κίνδυνος τῆς ὀθωμανικῆς ἐπέλασης φαινόταν βέβαιος.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ τελευταῖοι βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἦταν διατεθειμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ κλίνουν τὴν κεφαλή τους ἐμπρὸς στὴν καθολικὴ ἀποστολικὴ Ἕδρα, ἐὰν ὁ καθολικὸς κόσμος ἔστελνε βοήθεια στὴν περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη.

 Πρῶτος, ὁ Ἰωάννης Ε΄, πατέρας τοῦ Μανουὴλ  προσπάθησε νὰ ὑπαγάγει τὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ στὴν ἀποστολικὴ Ἕδρα. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ὡς ἐγγύηση στὴ δέσμευση που ἀνελάμβανε, προετίθετο νὰ στείλει τὸν μικρὸ τότε Μανουὴλ στὴ Δύση, ὥστε νὰ μεγαλώσει λαμβάνοντας «δυτική» παιδεία. Οἱ συνεννοήσεις διεκόπησαν καὶ ἔτσι ἀπεφεύχθη ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Δύση9. Χρειάστηκε νὰ περάσει καιρὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Ἕλληνας αὐτοκράτορας θὰ ταξίδευε γιὰ τὴ Δύση. Στὸ μεταξὺ ἡ μεταστροφὴ τοῦ πατρός του στὸν καθολικισμὸ στὰ 1369 δὲν εἶχε κανένα πολιτικὸ ἀποτέλεσμα παρὰ μόνο παρέμεινε μία καθαρὰ ἀτομικὴ πράξη10. Ἀντίθετα, ὁ Μανουὴλ  φαίνεται πὼς εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ μάταιο μίας θρησκευτικῆς ἑνώσεως11 καὶ πολὺ ὀρθολογιστικὰ ἄσκησε τὴ διπλωματία, ἡ ὁποία, ἴσως ἦταν ἡ μόνη λύση γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν στὴ Φερράρα – Φλωρεντία (1439) ὁδήγησε σὲ μία νέα καὶ ὕστατη σταυροφορία· ὁ Ἰωάννης Η΄ μαζὶ μὲ δυτικὲς καὶ βαλκανικὲς δυνάμεις ἀντιμετώπισε ἀνεπιτυχῶς τὴ στρατιωτικὴ δύναμη τοῦ Μουρᾶτ Β’ στὴ μάχη τῆς Βάρνας (1444). Ἡ μάχη εἶχε δραματικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὸ συγκριτικὸ ὀλιγάριθμο δυτικὸ στράτευμα ποὺ δοκίμασε ἀνάλογη ἥττα μὲ αὐτὴ τῆς Νικόπολης. Καὶ ὁ τελευταῖος «μὴ ἐστεμμένος» βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ, Κωνσταντίνος Δράγασης, στήριξε τὴν ἰδέα τῆς ἐπιβίωσης τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν Ἕνωση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν ἔμελλε νὰ ἀποκτήσει ποτὲ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο παραμένοντας μία πράξη ἀμιγῶς τυπική, μία ἐκδήλωση ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς12.

Ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἀναλυθεῖ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ αὐτοκρατορικὴ ἰδέα τῆς ἀντίληψης τοῦ τότε γνωστοῦ, ἀνεπτυγμένου13 κόσμου. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ἐπιμερισμένο σὲ πολλὲς ἡγεμονίες, τίθεται τὸ ἐρώτημα ποιὸς ἄρχει ὅλους, ποιὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἐξουσίας. Ἕως καὶ τὰ μέσα τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνος ἡ διεθνῆς κοινότητα γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς μία πλασματικὴ συγγένεια14, ὅπου συνυπάρχει ὁ χριστιανικὸς κόσμος μὲ τὸν μουσουλμανικό, καὶ αὐτοὶ οἱ δύο μὲ τὸν ὑπόλοιπο γνωστὸ κόσμο. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς συγγένειας προεξάρχει ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ὡς ἄμεσος κληρονόμος τῆς ρωμαϊκῆς podestas καὶ ὡς «πατέρας» ὅλων τῶν ἐκχριστιανισμένων κρατῶν στὰ βόρεια καὶ ἀνατολικὰ σύνορα. Ὁ αὐτοκράτωρ διαθέτει «ἀδέλφια» καὶ αὐτὰ εἶναι οἱ ρῆγες τῶν σπουδαίων κρατῶν τῆς Ἑσπερίας. Στὴν κατηγορία τῶν «φίλων» ἀνήκουν ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες ἔχουν ἰσχὺ ἀλλὰ δὲν εἶναι χριστιανοί. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτά, σ’ ἕνα γράμμα τοῦ 1432, ὁ Ἰωάννης Η΄ ἀποκαλεῖ τὸν μεγάλο βεζύρη «φίλε τῆς βασιλείας μου» καὶ τὸν σουλτάνο «ἀδελφό»15 

 Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων εἶχε πιὰ περιοριστεῖ σημαντικά˙ ὁ αὐτοκράτορας εἶχε χάσει μαζὶ μὲ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ἐπικράτειάς του καὶ τὴν αἴγλη ποὺ τὸν περιέβαλε. Αὐτὸ ἀποτυπώνεται μὲ τὴ μεγαλύτερη γλαφυρότητα καὶ παραστατικότητα στὴ φράση τοῦ νομικοῦ Ἀδὰμ τοῦ Usk16, ὅταν ἀντίκρισε τὸν Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο στὸ παλάτι τοῦ Ἑρρίκου Δ΄ τῆς Ἀγγλίας: «Τί ἀπέγινες παλαιὰ δόξα τῆς Ρώμης;». Σὲ αὐτὴ τὴ φράση συμπικνώνεται ὁ οἶκτος καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ Ἀδὰμ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος. Φαίνεται, τρόπον τινά, ὄτι οἱ δυτικοὶ ἀνεγνώριζαν στὸν βυζαντινὸ ἡγεμόνα τὴν παρέλευση ἑνὸς περασμένου μεγαλείου, κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔμμεση ἀναγνώριση μιᾶς προϊούσης ἔνδοξης πορείας.

ii. Διπλωματία (προσδιορισμὸς τῆς ἔννοιας). Ἡ διπλωματία στὰ χρόνια τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου

            Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἐπιχειρήθηκε νὰ δωθεῖ μὲ βραχύτητα τὸ σκηνικό, πάνω στὸ ὁποῖο ἔλαβαν χώρα οἱ τελευταῖες σκηνὲς λίγο πρὶν τὴν Ἅλωση17, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς ἐπικρατοῦσες συνθῆκες σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἰδιαίτερα δε, στὴ Δύση.

            Ἐπὶ τῆς παρούσης, μέλλει νὰ ἐξεταστεῖ τὸ κυρίως θέμα ποὺ πραγματεύεται ἡ παροῦσα ἐργασία˙ πρόκειται γιὰ τὴ διπλωματία κατὰ τὴν ὕστατη αὐτὴ φάση τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα ἄσκηση τῆς διπλωματίας τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου, ἡ ὁποία παρουσίασε ἀρκετὲς καινοτομίες ὡς πρὸς τὶς μεθόδους της18.

            Σὲ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ διατυπώσω ἕναν πρῶτο ὁρισμὸ τῆς ἔννοιας «διπλωματία», μία προσέγγιση κατὰ τὸ δυνατὸν πλήρης. Σύντομα, θὰ ὁρίζαμε ὡς διπλωματία τὴν ἄσκηση τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς19, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ εἰδικὰ ἐκπαιδευμένα καὶ μὲ ὁρισμένα προσόντα ἐντεταλμένα ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία ἢ πρεσβεία. Τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ πρέσβεις γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου τους εἶναι τὰ διπλώματα/ἔγγραφα (i documenti)20, τὰ ὁποῖα ὡς προϊόντα τῆς αὐτοκρατορικῆς γραμματείας διαθέτουν νομικὴ ἰσχὺ καὶ ἐκφράζουν τὴ δήλωση βούλησης τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει εἶναι καὶ ὁ οὐσιαστικὸς ἐκδότης αὐτῶν, ὁ auctor. Σὲ αὐτὸν τὸν ὁρισμὸ θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε τοὺς ὅρους ἐθιμοτυπία, πρωτόκολλο καὶ τάξις. Ἡ ἄριστη γνώση αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων θὰ πολλαπλασίαζε τὶς πιθανότητες γιὰ ἐπιτυχὴ ἄσκηση τῆς διπλωματίας.  Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαία ἡ προτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος τῆς ἐποχῆς τῆς πρώτης ἀναγέννησης τῶν γραμμάτων στὸ Βυζάντιο, Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, γιὰ τὴ συγκρότηση τῶν excerpta καὶ τῶν πολύτιμων ἔργων  διπλωματίας καὶ τοῦ αὐλικοῦ πρωτοκόλλου. Τόσο σπουδαία θεωροῦσε τὴ γνώση αὐτῶν τῶν ζητημάτων, ποὺ ἀφιέρωσε ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα του, στὸν γιό του Ρωμανό21.

            Μετὰ τὴ διατύπωση τοῦ ὁρισμοῦ τῆς διπλωματίας θὰ πρέπει νὰ ὁρίσουμε κάποιες περιοριστικὲς παραμέτρους, τὶς ὁποῖες ἐπιβάλλει τὸ ἴδιο τὸ θέμα γιὰ τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο ἡ διπλωματία ἐκπορευόταν διὰ μέσου εἰδικῶν, ἐντεταλμένων ὀφφικίων τῆς βυζαντινῆς διοίκησης, ὅμως σύντομα, τόσο ἡ ἐδαφικὴ συρρίκνωση τοῦ κράτους, ὅσο καὶ ἡ ἀλλαγὴ στὸν διπλωματικὸ τομέα ἐπέφερε ἀλλαγὲς στὰ πρόσωπα καὶ στὰ προσόντα, ποὺ ὄφειλαν νὰ κατέχουν τὰ πρόσωπα γιὰ νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν αὐτοκράτορα στὶς Αὐλὲς τῶν ξένων ἡγεμόνων. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ ἄσχετη ἀπὸ τὴν γενικότερη ὑποτίμηση ἀξιωμάτων καὶ τίτλων κατὰ τὴν  ὕστερη βυζαντινὴ περίοδο22.

            Εἰδικότερα στὸν Ψευδο-Κωδινό, στὸ κεφάλαιο «Περὶ τῆς ὑπηρεσίας ἑκάστου τῶν ὀφφικίων» πολλὰ ὀφφίκια ἀναφέρονται μὲ τὴν ὀνομασία τους, ἀλλὰ δηλώνονται ὡς «ἀνεπίγνωστα» σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπηρεσία ποὺ συνεπάγονταν23.  Ὡστόσο, μᾶς εἶναι γνωστὰ κάποια ὀφφίκια, τὰ ὁποῖα σχετίζονταν μὲ τὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις καὶ ἐπαφές24 γι’ αὐτὸ καὶ δὲ θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ σὲ αὐτά. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθεῖ πὼς γιὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Μανουὴλ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χρόνια τῆς διακυβέρνησης τῶν τελευταίων Παλαιολόγων ἐν γένει, ἰσχύει, ὅτι τὸ πλέον βασικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ χαρακτηρίζει κάποιον γιὰ νὰ ἐκπροσωπεῖ τὸν αὐτοκράτορα σὲ διπλωματικὲς ἀποστολὲς ἦταν ἡ «καλὴ πίστη», δηλαδὴ ὁ βαθμὸς ἐχεμύθειας ποὺ χαρακτήριζε τὸν διπλωμάτη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἀπολάμβανε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα˙ μάλιστα, θὰ ἤμασταν πολὺ κοντὰ στὴν πρακτική, ἐὰν ὑποστηρίζαμε πὼς ὁ διπλωμάτης τῶν τελευταίων αἰώνων τοῦ Βυζαντίου ἔπρεπε νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν οἰκεῖο κύκλο τοῦ αὐτοκράτορος. Καὶ παρόλο ποὺ οἱ πηγὲς χαρακτηρίζουν τοὺς διπλωμάτες ποικιλώνυμα, εἶναι γνωστὴ σὲ μᾶς σήμερα ἡ ταυτότητα ἀρκετῶν. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸ προφὶλ25 τοῦ βυζαντινοῦ πρέσβη, πρεσβευτῆ, ἀποκρισιαρίου, ἢ λεγάτου τῆς περιόδου τοῦ Μανουὴλ Β΄, εἶναι δυνατὸ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀνθρώπους ἔμπιστους τοῦ κύκλου του, συχνὰ μὲ κοινὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ ἔφεση στὴ λογιοσύνη. Λόγιος ὧν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, φαίνεται πὼς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ «στρατολογήσει» πρεσβευτὲς ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, παρόλο ποὺ ἄλλοι ἐκπρόσωποι τοῦ οἴκου τῶν Παλαιολόγων ἐστράφησαν σὲ ἀνάλογη ἐπιλογή, καθὼς γνώριζε πὼς ἡ προσέγγιση τῶν ἑτέρων ἡγεμόνων τῆς δύσης θὰ ἐνεῖχε τὸ στοιχεῖο τοῦ ρεαλισμοῦ ἐφόσον δὲν εὐαγγελιζόταν οὐνιτικὲς θεωρίες26.

            Κατὰ συνέπεια, διαμορφώθηκαν ἄλλα προσόντα καὶ ἰδανικὰ ποὺ ὄφειλε νὰ πληρεῖ ἕνας διπλωμάτης τῆς Αὐλῆς τοῦ λογίου αὐτοκράτορος. Ἀπὸ τὴν ἐν ἐξάρσει διπλωματικὴ δραστηριότητα τῶν χρόνων τοῦ Μανουὴλ, ἡ ὁποία μᾶς εἶναι ἀσφαλῶς γνωστή, συνάγουμε στοιχεῖα ἐπιχειρῶντας τὴν ἀνασύσταση τοῦ μοντέλου τοῦ βυζαντινοῦ πρεσβευτῆ σὲ αὐτοὺς τοὺς χαλεποὺς καιρούς27. Καὶ ἐπειδὴ οἱ τακτικὲς ποὺ ἀκολουθήθηκαν κάθε φορὰ δὲν εἶναι ἄσχετες ἀπὸ τὸ γενικότερο κλίμα τῆς ἐποχῆς, ὀφείλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα μέσῳ τοῦ πρίσματος τῆς κοινωνίας. Ἤδη στὰ 1397, ὁ βυζαντινὸς λόγιος καὶ ὁμώνυμος τοῦ αὐτοκράτορος, Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς, βρίσκεται στὴ Δύση καὶ προωθεῖ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα σὲ μία πρώτη προσπάθεια δημιουργίας  πρώιμης Ἀναγέννησης τῶν γραμμάτων˙ τὴν ἴδια στιγμή, ἀσυναίσθητα μᾶλλον παρὰ ἐνσυνείδητα, ἐργάζεται γιὰ τὴ διάδοση τοῦ «φιλελληνισμοῦ» -θὰ λέγαμε καταχρηστικὰ καὶ μὲ κάποια τάση νεολογισμοῦ- σχηματίζοντας πνευματικοὺς πυρῆνες ἑλληνικῆς παιδείας, φροντίζοντας παράλληλα καὶ γιὰ τὴν ἐξοικείωση τῶν δυτικῶν λογίων μὲ τὴ βυζαντινὴ παράδοση. Ὅμως, ἐὰν ἐνσκήψουμε πάνω ἀπὸ τὶς τριάντα περίπου διπλωματικὲς ἀποστολὲς τῆς βασιλείας τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου θὰ διαπιστώσουμε τὰ ἑξῆς γενικὰ γιὰ τὸ προφὶλ τοῦ πρεσβευτῆ: ἡ οἰκειότητα μὲ τὸν αὐτοκράτορα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐξοβελίζει ἀπὸ τὶς διασωθεῖσες πηγὲς τά, ἐνδεχομένως, ὑπαρκτὰ ὀνόματα τῶν ἀξιωμάτων. Συνεπῶς, σιωπούντων τῶν πηγῶν, οἱ πρεσβευτὲς τοῦ Μανουὴλ μᾶς εἶναι γνωστοὶ μόνο μὲ τὰ οἰκογενειακά τους ὀνόματα. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι οἱ περισσότεροι ἐξ’ αὐτῶν μιλοῦσαν μὲ εὐχέρεια τὴ λατινική. Οἱ περισσότεροι δε, ὅσον ἀφορᾶ τὴν κοινωνική τους προέλευση, κατάγονταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες. Ἡ φιλικὴ διάθεση πρὸς τὸν καθολικισμὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα φαίνεται πὼς λειτουργοῦσαν ὡς ἐπιπλέον προσόντα γιὰ τὸν ὑποψήφιο πρεσβευτή, ὅπως περίτρανα μαρτυρᾶ ἡ περίπτωση τοῦ Χρυσολωρᾶ28.

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πλέον ἀπαιτητικὰ προσόντα ποὺ ὄφειλε νὰ διαθέτει ὁ πρέσβης, τὰ καθήκοντα καὶ ἡ παρεμβατικότητά του ἦταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἐξαιρετικὰ περιορισμένη. Φαίνεται πὼς ἡ ὕπαρξή του ἦταν χρήσιμη μόνο γιὰ τὴ διασάφηση τῶν ἐγγράφων, τῶν ὁποίων ἦταν κομιστής, ἐνῶ δὲν ὑπῆρχε περιθώριο γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν προσωπική του βούληση. Μάλιστα, ἦταν ἤδη προετοιμασμένος γιὰ νὰ ἀπαντήσει πάνω σὲ συγκεκριμένα ζητήματα ποὺ τυχὸν θὰ ἀνέκυπταν. Βεβαίως, δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ παρεκτροπές, ἀλλὰ αὐτὲς ἀποτελοῦσαν πάντοτε μεμονωμένες περιπτώσεις. Ὁ πρεσβευτὴς ἐφοδιασμένος μὲ τὶς ἐμπιστευτικὲς ἐπιστολές του (Litterae credulitatis) ὄφειλε νὰ μεταφέρει μὲ σαφήνεια καὶ διακριτικότητα τὸ desideratum τοῦ αὐτοκράτορος29.

iii. Ὁ Μανουὴλ ὡς διπλωμάτης. Οἱ ἐπαφές του μὲ τοὺς Δυτικοὺς  ἡγεμόνες

            Μετὰ τὴν ἐξέταση τῶν γενικότερων συνθηκῶν στὸν τομέα τῆς διπλωματίας στὰ χρόνια τοῦ Μανουὴλ Β΄, κρίνεται σκοπίμως ὀρθὸ τὸ πέρασμα στὸ προκείμενο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς διπλωματικῆς δραστηριότητος τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἡ, ἂν μὴ τί ἄλλο, μετάλλαξη τῆς βυζαντινῆς διπλωματίας σὲ μία δραστηριότητα αὐστηρῶς προσωπική.

            Οἱ ἀφηγηματικὲς πηγὲς τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου θὰ λέγαμε ὅτι σιωποῦν ὡς πρὸς τὴν περιγραφὴ τῶν διπλωματικῶν ἐνεργειῶν.

            Μόνο ὁ ἱστορικὸς Δούκας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται κάπως διεξοδικὰ στὴ φυγὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Δύση, τὴν ὁποία παρουσιάζει σχεδὸν ὡς τὴν ὕστατη λύση καθὼς ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ προτιμοῦσε νὰ φύγει σὲ ἀναζήτηση βοήθειας παρὰ νὰ δεῖ τὴν Πόλη νὰ ἁλώνεται στὰ χρόνια τῆς βασιλείας του30. Μάλιστα δε, ὁ Δούκας φαίνεται πὼς ἐξέτασε ἰδιαίτερα τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἀπέδωσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Μανουὴλ στὶς δυσμένειες ποὺ ἔπλητταν τὴν Κωνσταντινούπολη31.  Σχετικὰ μὲ τὰ ὅσα μᾶς ἀφηγεῖται γιὰ τὸ ταξίδι στὴ Δύση (1399 – 1402), θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε τὴν ἄποψη ὅτι εἶναι μᾶλλον ἐπιγραμματικός, ἀφοῦ σύντομα ἀναφέρεται στὴν πορεία τοῦ αὐτοκράτορος μέσα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη32, χωρὶς νὰ μᾶς δώσει τὴν ἐλάχιστη πληροφορία γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ταξιδίου. Ἔπειτα, δίδεται ἡ ἐντύπωση μίας μικρῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν χωρῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πέρασε ὁ Μανουὴλ, ἰδίως σὲ ὅ, τι ἀφορᾶ στὴ Γερμανία. Ἐμεῖς γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα σήμερα, ὅτι οἱ πόλεις ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παλαιολόγος ὕστερα ἀπὸ παρότρυνση τοῦ Γάλλου στρατάρχου Μπουσικῶ ἦταν οἱ ἑξῆς: Βενετία, Πάδουα, Βιτσέντσα, Παβία, Μιλάνο, Ρώμη, Παρίσι καὶ Λονδῖνο33.

            Σὲ ὅ, τι ἀφορᾶ στοὺς λοιποὺς συγγραφεῖς ἱστορικοὺς τῆς ὕστερης περιόδου, δὲ μᾶς δίδουν πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα μας. Ἀξίζει ὡστόσο νὰ ἀναφερθεῖ ἡ περιγραφὴ τοῦ Ἰωάννη Κανανοῦ γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ 1422 ἀπὸ τὸν Μουρὰτ  τὸν Β΄. Ἡ γλαφυρότητα τῆς ἀφήγησης μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ Πόλη λίγο πρὶν τὸ θάνατο τοῦ Μανουήλ. Ἡ περιγραφὴ εἶναι ἰδιαιτέρως χρήσιμη, διότι περιγράφει τὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς ὀθωμανοῦ ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς «ἀποκρισιαρίους», ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος34.

            Περισσότερο ὁμιλητικὲς γιὰ τὸ ὑπὸ διαπραγμάτευση ζήτημα εἶναι οἱ ἐπιστολὲς καὶ οἱ συμφωνίες ποὺ συνῆψε ὁ Μανουὴλ μὲ τοὺς ξένους ἡγεμόνες. Παρέχουν πλούσιο ὑλικὸ καὶ τὸ κυριότερο, ἄμεσο ὑλικό. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀποδεικνύονται ἰδιαιτέρως χρήσιμες οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Μανουήλ, οἱ ὁποῖες δημοσιεύονται ἀπὸ τὸν G. Dennis, καθὼς ἐπίσης καὶ κάποιες ἐπίσημες «βασιλικὲς γραφές» πρὸς τοὺς ρῆγες τῆς Δύσης στὰ πλαίσια τῆς διπλωματικῆς ἐπικοινωνίας. Τὰ γράμματα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστά, προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία πρὶν ἀκόμα ξεκινήσει τὸ ταξίδι του στὶς Αὐλὲς τῆς Δύσης καὶ ἐκτείνονται ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀποστολῆς. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕφος στὸ ὁποῖο εἶναι γραμμένες, προκύπτει πὼς ὁ συγγραφέας τους διέθετε παιδεία ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἦταν καὶ ἕνας ἄνθρωπος μὲ εὐαισθησίες ποὺ θὰ εἶχε συχνὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποστραφεῖ σὲ κάποιον οἰκεῖο του γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ ἁπλᾶ συναισθήματα τῆς ἐλπίδος, τῆς χαρᾶς, ἀκόμη καὶ τῆς ἀνασφάλειας ποὺ τοῦ ἐπιφύλασσαν κάθε φορὰ οἱ ἐπαφές του μὲ τοὺς διπλωματικοὺς ἑταίρους35.  Δικαιολογοῦνται λοιπὸν τὰ λόγια τοῦ Μακαρίου Μακρῆ στὴ «Μονῳδία πρὸς τὸν αὐτοκράτορα κὺρ Μανουὴλ τὸν Παλαιολόγον», τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὸν αὐτοκράτορα «τῶν ἱερῶν δογμάτων ἀκρίβεια, τῆς ἀνωτάτου φιλοσοφίας ἡ στάθμη, τῶν ἀρίστων καὶ καλλίστων λόγων ὁ γνώμων, τῆς ἀρετῆς ὁ κανών κ.ἄ. .»36.

            Ἤδη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1400 τὸ ταξίδι τοῦ αὐτοκράτορος πρὸς δυσμᾶς εἶχε ἀρχίσει καὶ ὁ Μανουὴλ ἀκολούθησε τὴν πορεία του στὰ δυτικὰ ἐδάφη, ὅπως αὐτὴ διὰ βραχέως λόγου, σημειώθηκε παραπάνω. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄρχισε καὶ ἡ διπλωματικὴ προσπάθεια, ἡ ὁποία, σαφῶς, περιελάμβανε τήρηση αὐλικοῦ πρωτοκόλλου, λεπτοὺς χειρισμοὺς καὶ ἁρμόζουσα φιλοξενία. Στὶς 3 Ἰουνίου ὁ Μανουὴλ ἔφθανε στὴ Γαλλία37 στὴν Αὐλὴ τοῦ βασιλέως Καρόλου VI, τοῦ οἴκου τῶν Valois. Ἡ ὑποδοχὴ ὑπῆρξε θερμὴ καὶ οἱ ὑποσχέσεις ἐνεθάρρυναν τόν «ἀποκαμωμένο» αὐτοκράτορα, ἀντανάκλαση τῆς ἐλπίδος τοῦ ὁποίου, συντυχαίνουμε στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἐξέπεμψε τὸ θέρος τοῦ 1400 ἀπὸ τὸ Παρίσι στὴ Β. Ἰταλία. Ἀποδέκτης τοῦ γράμματος ἦταν ὁ φίλος καὶ κατὰ τὴ βασιλικὴ βούληση πρέσβης τοῦ Μανουήλ, Χρυσολωράς38.

            Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ Παρίσι, ὁ εὐγενὴς στὸ γένος αὐτοκράτωρ γοήτευσε τοὺς Γάλλους μὲ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς του καὶ μέσῳ τῶν συζητήσεων κατάφερε νὰ προκαλέσει τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ παροχὴ βοήθειας στὴν ἄμοιρη Κωνσταντινούπολη39.

            Ὡστόσο, δὲν ἦταν μόνο ὁ Γάλλος βασιλιὰς ποὺ προσφέρθηκε νὰ παράσχει βοήθεια στὸν Μανουήλ.  Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισαν οἱ ἐπαφὲς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος μὲ τὸν ἀραγώνα βασιλέα Μαρτίνο Ι μέσῳ τῆς διπλωματικῆς δράσης τοῦ βυζαντινοῦ πρεσβευτοῦ Ἀλεξίου Βρανᾶ40. Ὁ Μανουὴλ φανερὰ ἀπελπισμένος καὶ καταβεβλημένος, ἀπὸ τὴ σκιὰ ποὺ ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τόν, ἕως τότε, θεοφρούρητο οὐρανὸ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀπεφάσισε νὰ προβεῖ σὲ καινοτόμα σχέδια προσέγγισης τῶν Ἱσπανῶν ἡγεμόνων. Ἐγκαινιάζει τὴ διπλωματία τῶν «λειψάνων», ἡ ὁποία τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐρευνητῶν.

            Ὅμως, ποιὰ ἦταν ἡ σχέση τῶν λειψάνων μὲ τοὺς Βυζαντινούς; Πράγματι, οἱ Βυζαντινοὶ ἀπὸ τὰ πρώτα χρόνια τῆς ἵδρυσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἔδειξαν κάποια συνέπεια ὡς πρὸς τὴ συλλογὴ ἁγίων λειψάνων, καθὼς ἐπίσης καὶ μία εὐλαβικὴ στάση ὡς πρὸς τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις ποὺ αὐτὰ κόμιζαν. Ἀλήθεια ἢ ψέμματα, θὰ ἦταν μεγαλύτερη ἀσέβεια, ἐὰν ἀπορρίπταμε δια μιᾶς, τὴν πεποίθηση καὶ τῆς πιὸ μικρῆς  μειονότητας ποὺ εἶχε τὴν τάση  νὰ ἐναποθέτει τὶς ἐλπίδες της σὲ κάτι ὑπερβατικό. Ἔτσι, τὰ λείψανα ἐξελίχθηκαν σὲ παράγοντα τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ ἴδιον τῶν ἴδιων τῶν Βυζαντινῶν. Τὰ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ θεμελιώσουν, νὰ ἐγκαινιάσουν, νὰ ἐξορκίσουν, νὰ προστατεύσουν μὰ καὶ γιὰ νὰ διαπραγματευθοῦν, ὅπως ἀπέδειξε ὅτι εἶχε τὸ σθένος νὰ κάνει ὁ Μανουήλ41. Παρὰ τὴ συναισθηματικὴ σχέση ποὺ διατηροῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ μὲ τὰ λείψανα, καὶ δη μὲ ἐκεῖνα τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, ὁ Μανουὴλ ἄρχισε νὰ μοιράζει πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ στοὺς ξένους ἡγεμόνες ζητῶντας ὡς ἀντάλλαγμα στρατὸ καὶ χρήματα. Σὲ αὐτὴν τὴν τακτική, τὸν ὤθησε ἀσφαλῶς ἡ δεινὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ἡ αὐτοκρατορία. Τεμάχιο ἀπὸ τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ δώρισε στὸν πάπα Βονιφάτο ΙΧ, στὴ βασίλισσα Μαργαρίτα τῆς Δανίας42, στὸν βασιλέα Ἑρρίκο τῆς Ἀγγλίας καὶ στὸν Μαρτίνο τῆς Ἀραγωνίας. Φαίνεται ,ἀκόμη, ὅτι ὁ Μανουὴλ εἶχε μία ἰδιαίτερη συμπάθεια στὸν μανδύα τῆς αἱμορροούσης γυναικός, τὴν ὁποία θεράπευσε ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ στὸν ἄρραφο χιτῶνα, δύο «λείψανα» ποὺ προσφέρθηκαν ὡς δῶρα σὲ ξένους ἡγεμόνες43 44.

            Ἐπωφελούμενος ἀπὸ ἕναν περιοδικὸ παροξυσμὸ παραφρασύνης τοῦ Γάλλου βασιλέως, ὁ Μανουὴλ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Λονδῖνο μέσῳ Καλαί. «Ἐνδιάμεσος», ἀνάμεσα στὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα καὶ στὸν Ἄγγλο βασιλέα ἦταν ὁ Peter Holt, ἡγούμενος τοῦ Κοινοῦ τοῦ Νοσοκομείου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰρλανδία. Μετὰ ἀπὸ τρία περίπου χρόνια (1404), ὁ Μανουὴλ ἔμμελε νὰ συμμαχήσει μὲ τοὺς Ἰωαννῖτες ἱππότες τῆς Ρόδου σὲ μία προσπάθεια ἀπώθησης τῶν Τούρκων45. Ὕστερα ἀπὸ πολυκύμαντο ταξίδι ἔφθασε στὸ Ντόβερ, ἀπ’ ὅπου προωθήθηκε στὸ Λονδῖνο γιὰ νὰ περάσει τὰ Χριστούγεννα στὸ Ἔλθαμ, παρέα μὲ τὴ βασιλικὴ συντροφιὰ τοῦ Ἑρρίκου τοῦ IV, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε ἀντιμετωπίσει μία ἐχθρικὴ ἐπίθεση τῶν Σκώτων ποὺ ἀνάγκασε τὸν Μανουὴλ νὰ καθυστερήσει τὴν ἄφιξή του στὴν Ἀγγλία46. Οἱ ὑποσχέσεις ἐξακολούθησαν νὰ δίδονται ἀφειδῶς, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε πλέον ἀνάγκη ἀπὸ ἔμπρακτη συμπαράσταση47. Θὰ μποροῦσε κανεῖς νὰ ὑποθέσει, ὅτι ἡ Πόλη εἶχε μείνει ἔξω ἀπὸ τὴ σφαῖρα προστασίας τῆς πολιούχου Θεοτόκου καὶ ὅτι ὁ Θεὸς τὴν εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Συνόδου τῆς Λυῶν στὰ 1274, τότε ποὺ ἡ ὀρθόδοξη αὐτοκρατορία ἔκλινε τὸ γόνυ ἐμπρὸς στὴν ἀποστολικὴ Ἕδρα.

Ἐντούτοις, ὁ Μανουὴλ ἀπὸ τὸ Λονδῖνο συνέχισε νὰ διατηρεῖ ἀλληλογραφία μὲ τὸν Χρυσολωρᾶ, ἄνθρωπο ἐξαιρετικῆς ἐμπιστοσύνης ὅπως προκύπτει ἀπὸ μία σωζόμενη ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως συντάχθηκε μετὰ τὸ βασιλικὸ δεῖπνο ποὺ παρασχέθηκε στὸν Μανουήλ, στὸ ἀνάκτορο τοῦ Ἔλθαμ. Τὰ λόγια τοῦ αὐτοκράτορος εἶναι μεστὰ ἀπὸ ἐπαίνους ποὺ ὑμνοῦν τὸ Βρεττανὸ βασιλιά. Ἀσφαλῶς, τὰ λόγια τοῦ Μανουὴλ ἀντικατόπτριζαν τὶς μεγάλες προσδοκίες τοῦ αὐτοκράτορος, ὅπως αὐτὲς γεννήθηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Ἑρρίκου. Πράγματι, οἱ διαταγὲς τοῦ Ἑρρίκου ὑπαγόρευαν στοὺς ἐπισκόπους καὶ στοὺς ὑπηκόους τὴ συλλογὴ χρημάτων γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ρωμανίας. Ἕνα χρηματικὸ ποσὸ ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ γιὰ τὸν παραπάνω σκοπό ἀπὸ τὸν Ριχάρδο προκάτοχο τοῦ Ἑρρίκου, δὲν ἔφθασε ποτὲ στὸν παραλήπτη του. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἑρρίκος ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Ριχάρδου δίνοντας στὸν Μανουὴλ 3,000 μάρκα. Ἡ ὕπαρξη μίας ἀπόδειξης ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει αὐτὴν τὴ δωρεά, μὰ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε, ἐὰν ὁ αὐτοκράτωρ κατάφερε νὰ ἀποσπάσει κάτι περισσότερο ἐκμεταλλευόμενος τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ἑρρίκου. Ὡστόσο, εἶναι πιθανὸν πὼς ὁ Ἑρρίκος κράτησε μέρος τῶν χρημάτων ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ τὸν Μανουῆλ ἐξαιτίας τῆς ἐλλείψεως χρημάτων στὸ χρηματοκιβώτιο τῆς Ἀγγλίας48.

Ἡ εἴδηση τῆς μάχης τῆς Ἄγκυρας, καθὼς καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Βαγιαζὶτ ἀπὸ τὸν Τιμούρ, ἔφερε τὸν Μανουὴλ στὴ Γαλλία στὶς 25 Φεβρουαρίου 1402. Ἀπὸ ἐδῶ ἤλπιζε σὲ βοήθεια τῶν Ἄγγλων, ὅμως σύντομα ἀντιλήφθηκε πὼς δὲν εἶχε νὰ περιμένει τίποτε περισσότερο. Ἔγραψε στὸν ἀνιψιό του Ἰωάννη Ζ΄, στὸν ὁποῖο ἐξέθετε τὰ γεγονότα. Ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του θέλησε νὰ γράψει στὸν Βρεττανὸ βασιλέα ἀπὸ τὸ θέατρο τῶν ἐπιχειρήσεων, μὰ καὶ πάλι δίχως ἀποτέλεσμα. Γιὰ τὸν Μανουὴλ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Χάριν ἀναθέρμανσης τῶν σχέσεων μὲ τὴ Γένουα, ὁ Μανουὴλ ἐπέλεξε νὰ ἐπιστρέψει ἀκολουθῶντας τὸ δρομολόγιο μέσῳ Γενούης, Βενετίας καὶ Μορέως. Οἱ Βενετοὶ τοῦ ἐπεφύλαξαν θερμὴ ὑποδοχὴ ἐλπίζοντας πάντα πὼς δὲ θὰ ἔκανε κατάχρηση τῆς φιλοξενίας τους49. Βιάζονταν νὰ ὁδηγήσουν τὸν Μανουὴλ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νὰ ὑπογράψουν συνθήκη μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Βαγιαζίτ, Σουλεϊμάν (1403).

Μολαταῦτα, μέσα στὸ 1403 εἶναι γνωστὲς περὶ τὶς δεκατρεῖς πρεσβεῖες στὴν Ἀγγλία γιὰ ἀποστολὴ βοήθειας καὶ αὐτές, χωρὶς τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Ἡ ἐμμονὴ τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴ διορατικότητά του˙ γνώριζε ὅτι ζοῦσε μία ἀνάπαυλα, μία ἥσυχη περίοδο πρὶν τὴ μεγάλη καταιγίδα. Ὅμως, ἔμελλε νὰ εἶναι ὁ Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ποὺ ὄφειλε νὰ κυβερνήσει τὸ πλοῖο μέσα στὴ δύνη, λίγο πρὶν ἡ ὀθωμανικὴ λαίλαπα βυθίσει τὸ ἤδη χιλίων ἐτῶν σκαρὶ τῆς Πόλης. Μία καταστροφή, ἡ ὁποία, παρ’ ὅλες τὶς διαστάσεις της, ὁδήγησε στὴ γένεση τοῦ μεταβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.

Ἐπίλογος

            Τὸ ζήτημα τῆς παρουσίασης τοῦ ὁδοιπορικοῦ τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου στὶς Αὐλὲς τῶν ἡγεμόνων τῆς Δύσης παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν παρουσίαση ποὺ προηγήθηκε.

            Οὐσιαστικά, καθὼς δείξαμε, ἡ ἐποχὴ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος σηματοδοτεῖ τὴν ἀλλαγὴ στὸν τομέα τῶν διπλωματικῶν ὑποθέσεων, μία ἀλλαγὴ ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὶς γενικότερες συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε, ὄχι μόνο στὸ οἰκεῖο βυζαντινὸ περιβάλλον, ἀλλὰ καὶ στὶς Αὐλὲς τῶν ἀπομακρυσμένων βασιλείων τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλιας.

            Σημειώσαμε διαφοροποιήσεις ὡς πρὸς τὶς ἐπαφὲς καὶ τὶς διπλωματικὲς ἀποστολές. Γνωρίσαμε πόσο σπουδαῖος παράγων ὑπῆρξε ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ καλλιέργεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐγγύτητα μὲ τὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ εἰσδύσει κανεῖς στὸ αὐτοκρατορικό «διπλωματικὸ σῶμα».

            Ἴδιον τῆς περιόδου ποὺ ἐξετάστηκε εἶναι καὶ ἡ στροφὴ πρὸς μία μορφή «ἐσωτερισμοῦ», ἀφοῦ εἴμαστε μάρτυρες βασιλέων ποὺ μύχια τουλάχιστον, πίστευαν στὴν ἐσωτερικὴ δύναμη τῶν λειψάνων, ὡς κομιστὲς καλῆς τύχης καὶ προστασίας τῶν βασιλείων τους.

            Ἐπρόκειτο λοιπὸν γιὰ μία ἱστορικὴ περίοδο ἀλλαγῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ἐξαιρετικῆς σημασίας, κατὰ τὴν ὁποία οἱ βασιλεῖς ἀφήνουν  τὸ βασίλειό τους καὶ ταξιδεύουν σὰν ἁπλοὶ ταξιδευτὲς σὲ μακρινὲς Αὐλὲς πρὸς ἀναζήτηση βοήθειας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ βασιλείου τους.

            Ὁ οἰκουμενικὸς χαρακτήρας τῆς αὐτοκρατορίας ἔχει χαθεῖ καὶ ἡ σωτηρία βασίζεται πιά, στὴν εὐγενικὴ διάθεση τῶν ἀλλοεθνῶν. Μήπως θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε καὶ κάποιον ὑφέρποντα καιροσκοπισμὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ βοήθειας ἀπὸ τὴ Δύση; Τὸ πιθανότερο μία δόση συνειδητοποίησης γιὰ τὸν ἐλοχεύοντα κίνδυνο… ἐνδεχόμενη πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ σήμαινε ταυτόχρονα καὶ ἀπειλὴ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη, γιὰ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ οἰκουμένη, ὅπως ἀπέδειξε πολὺ ἀργότερα ἡ πολιορκία τῆς Βιέννης στὰ 1529, ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς.


1 G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. γ’, Ἀθήνα 2001, σσ. 191-231. Στὸ ἑξῆς: Ostrogorsky, Ἱστορία. Σχετικὰ μὲ τὴ γενικότερη κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος, ἐπίσης, βλ.: D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου 1261 – 1453, Ἀθήνα (1996). Στὸ ἑξῆς:Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες. Ἰδιαίτερα, τὸ ἐκτενὲς κεφάλαιο γιὰ τοὺς δυναστικοὺς πολέμους: «Ἡ θανάσιμη ἀσθένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἡ ἐποχὴ τῶν ἐμφυλίων πολέμων 1321 –1354»

2 Πράγματι, οἱ προηγηθεῖσες σταυροφορικὲς ἐνέργειες, οἱ πιέσεις στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, οἱ ἀναταραχὲς ποὺ προκαλοῦσαν τὰ βαλκανικὰ βασίλεια στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου καὶ ἡ ὅλο καὶ περισσότερη ἀνάμειξη τῶν ἀλλογενῶν στὰ ζητήματα τῆς αὐτοκρατορίας συνετέλεσαν στὴ δημιουργία ἑνὸς νοσηροῦ καὶ δυσφορικοῦ περιβάλλοντος. Κατὰ μία ἄποψη, ἡ ἐξόριστη αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας ἦταν κατὰ πολὺ ὑγιέστερη σὲ σχέση μὲ τὴν παλινορθωμένη στὰ 1261 αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὸν Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγο.  Ἤδη ἀπὸ τὸ 1082, ἡ Γαληνοτάτη δημοκρατία τοῦ Ἁδρία κατάφερε νὰ ἐπιτύχει σημαντικὰ ἐμπορικὰ προνόμια καὶ ἔκτοτε ἄρχισε ἡ βαθμιαία ἄνοδος τῶν Βενετῶν, ἡ ὁποία κορυφώθηκε ἀσφαλῶς στὰ 1204. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι, ἂν καὶ ἀρχικὰ ἡ Βενετία ἦταν ὁ ἀποδέκτης χρυσόβουλλων ὁρισμῶν – γεγονὸς ποὺ δηλώνει τὴν ἀνωτερότητα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας – σύντομα οἱ σχέσεις τῶν δύο κρατῶν ἐρρυθμίζοντο μὲ συνθῆκες, ὅπως συμβαίνει μεταξὺ «ἴσων» κρατῶν.

3 Μ. Σ. Κορδώσης, Ἡ κατάλυση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ ἡ φραγκικὴ κυριαρχία ὡς τὸ 1261, πανεπιστ. παραδόσεις, Ἰωάννινα 1986, σ. 17

4 D. Nicholas, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου–Κοινωνία, Διακυβέρνηση καὶ σκέψη στὴν Εὐρώπη 312-1500, Μ.Ι.Ε.Τ. , Ἀθήνα 1999, σσ. 631 κ.ἑ. . Στὸ ἑξῆς: Nicholas, Ἐξέλιξη.

5  Ἀ. Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ παπισμοῦ, Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὡς τὸ 1453, [μτφρ. Στέφανος Εὐθυμιάδης], Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2003, σσ. 532-565. Στὸ ἑξῆς: Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολή. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ.: Nicholas, Ἐξέλιξη, σ. 673

6 C. M. Cipolla, Ἡ Εὐρώπη πρὶν τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση-κοινωνία καὶ οἰκονομία 1000-1700 μ.Χ., Ἀθήνα 1988. Στὸ ἑξῆς: Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση

7 Nicholas,  σσ. 574 κ.ἑ. . Ἡ βουβωνικὴ πανώλη προῆλθε ἀπὸ τὴν Κίνα καὶ ἐνέσκηψε πάνω στὴν Εὑρώπη μέσῳ Γένουας. Μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ψύλλους ποὺ ζοῦσαν παρασιτικὰ στὶς ράχες τῶν καφὲ ἀρουραίων τῶν καραβιῶν.

8 Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, , σ. 212

9 Οἱ ἐπικρατοῦσες συνθῆκες ὁδήγησαν στὴ δημιουργία μίας μερίδος, ἡ ὁποία ὑποστήριζε τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν (οὐνία). Ὁ λόγιος Δημήτριος Κυδώνης (μεταφραστὴς τῆς Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου) ὑπῆρξε θερμὸς ὑποστηρικτὴς τῆς οὐνίας.

10 Ostrogorsky, Ἱστορία, σσ. 234-235

11 Ὁ Μανουὴλ στὸν ἐπικήδειό του λόγο πρὸς τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ἐπισημαίνει πὼς μία ἐνδεχόμενη θρησκευτικὴ ἕνωση ἀνάμεσα στὴ δυτικὴ καὶ στὴν ἀνατολικὴ Ὁμολογία πίστεως, ἴσως καὶ νὰ ἔσωζε πρόσκαιρα τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, μία τέτοια ἕνωση θὰ προκαλοῦσε σχίσμα καὶ διχασμὸ μέσα στοὺς κόλπους τοῦ πλέον περιορισμένου βυζαντινοῦ κράτους μὲ ἄμεση σχεδὸν συνέπεια τὴν ἔκρηξη ἐμφύλιας διαμάχης. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ρωμαῖος ἀυτοκράτορας ἀποδείχθηκε προφητικότατος. Μόλις στὰ 1407, διεῖδε τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εῖχε ἡ Ἕνωση στὴ Φερράρα – Φλωρεντία στὰ 1439. Γιὰ τὰ παραπάνω βλ.: Αdam William Hellebuyck, Foreign Relations and the End of Byzantium: The Use of Personal Diplomacy during the Reign of Constantine XI Palaiologos (1448 – 1453), a “ thesis” submitted for the degree of Bachelor of Arts, University of Michigan / Department of History (March 27, 2006), σ. 52, ὑπ. 134

12 Οἱ παραπάνω ἀναφορὲς τῶν μετὰ τὸν Μανουὴλ αὐτοκρατόρων, παρατίθενται γιὰ ἕναν καὶ μόνο λόγο ˙ ἡ πρόθεσή μου εἶναι ἁπλῶς νὰ παραθέσω ἐδὼ τὸ γενικότερο κλίμα στὸ ὁποῖο ἔδρασαν τὰ ἡγεμονεύοντα πρόσωπα τοῦ Οἴκου τῶν τελευταίων Παλαιολόγων, εἴτε πρόκειται γιὰ πρόσωπα πρὶν τὸν Μανουὴλ, εἴτε ἀφορᾶ σὲ προσωπικότητες ποὺ τὸν διαδέχτηκαν στὸ θρόνο τῆς συρρικνωμένης πλέον αὐτοκρατορίας.

13 Μὲ τὸν ὅρο «ἀναπτυγμένο κράτος» ἀναφέρομαι στὶς ὑπολογίσιμες στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, τόσο στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καὶ στὰ δυτικά.

14 Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τὸ πολίτευμα καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας 324 – 1204. Κράτος – Διοίκηση – Οἰκονομία – Κοινωνία, Ἀθήνα 2004, σσ. 191 – 196  

15 Τ. Λουγγής, «Ἀρχὲς καὶ πρακτική», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 6 – 13

16 Βασιλικὴ Βλυσίδου, «Αὐτοκρατορικὸς τίτλος καὶ διπλωματία», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 14 – 19

17 Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ «μὴ χαρακτηρισμός» τῶν ὕστατων στιγμῶν ὡς δραματικῶν, διότι θεωρῶ δραματικότερες τὶς στιγμὲς ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἅλωση. Ἡ βία, ἡ ἐρήμωση, ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ πνεύματος μὲ τὴν παράλληλη καταστροφὴ χειρογράφων καὶ ἀριστουργημάτων τέχνης εἶναι μόνο μία μικρὴ ἀναφορὰ στὰ δεινὰ ποὺ βίωσε ἡ Βασιλεύουσα.

18Οὐσιαστικὰ δὲν πρόκειται γιὰ καινοτομίες, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβλημένες ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες συνθῆκες τακτικές.

19 Ὁ ὁρισμὸς βρίσκεται ἀρκετὰ κοντὰ μὲ ὅ, τι ὁρίζει ὡς διπλωματία ὁ Ν. Οἰκονομίδης σὲ κείμενό του μὲ τίτλο: “Βyzantine diplomacy, A. D. 1204 – 1453: means and ends”, σ. 74:  “Diplomacy, a tangle of traditions and institutions, is one, most important, instrument for conducting foreign affairs.”Στὸ ἑξῆς: Οikonomides, “means”. Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε στό: Byzantine diplomacy. Papers from the Twenty – fourth Spring Symposium of Byzantine Studies, Cambridge 1992. Στὸ ἑξῆς:  Byzantine diplomacy.

20 Α. Pratesi, Genesi e forme del documento medievale, Roma 1987: σύμφωνα μὲ τὸν Cesare Paolo, ἔγγραφο εἶναι μία γραπτὴ μαρτυρία ἑνὸς γεγονότος, δικαιϊκῆς φύσεως, κατὰ τὴ σύνταξη τῆς ὁποίας τηρήθηκε ὁρισμένη καὶ καθορισμένη μορφή, μὲ σκοπὸ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν πρόσκτηση ἀποδεικτικῆς ἰσχύος.

21 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio, C.F.H.B. 1, Dumbarton Oaks Washington, D.C., 1967. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὁ Κωνσταντίνος παραθέτει στὸ γιό του διδασκαλία, ὥστε μέσα ἀπὸ αὐτὴ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀπαραίτητη πεῖρα καὶ γνώση μὲ ὠφέλιμο ἀπόσταγμα αὐτῶν, τὶς βέλτιστες καὶ ἀζήμιες βουλὲς γιὰ τὸ ἔθνος του. Ἀνάλογης σημασίας ἦταν καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ “De cerimoniis aulae byzantinae”, ἔργου

ἀπαραίτητου γιὰ τὴ γνώση τῆς ἐθιμοτυπίας τοῦ Ιου αἰῶνος ὅπως καὶ ὁ Ψευδο-Κωδινὸς γιὰ τὴν τάξη κατὰ τὴν παλαιολόγεια περίοδο.

22 Ostrogorsky, Ἱστορία, τ. γ’, σσ. 123 – 124. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σὲ τίτλους καὶ ἀξιώματα κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου σκεπάζεται ἀπὸ ἀχλή. Αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη ἄρχεται ἀπὸ τὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο ὅπου πολλὲς ἀξίαι διὰ λόγου (μὲ ἔκδοση σχετικοῦ ἐγγράφου) περιέπεσαν στὴν τάξη τῶν ἀξιῶν διὰ βραβείων, δηλαδὴ ἔγιναν ἁπλοὶ τίτλοι μὲ ἐπίδοση τιμητικῶν διασήμων, ἀλλὰ κενοὶ σὲ περιεχόμενο καὶ ἁρμοδιότητες.

23 Ψευδο – Κωδινός, Traite des offices, ed. J. Verpeaux,  Paris 1966

24 Οikonomides, “means”, σσ. 78 – 81. Μάλιστα, οἱ ἀπεσταλμένοι διπλωμάτες τῶν τελευταίων Παλαιολόγων συχνὰ δὲν διέθεταν κάποιον τίτλο γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι γνωστοὶ σὲ μᾶς μὲ τὰ οἰκογενειακά τους ὀνόματα.

25 Sophia Mergiali Sahas, “A Byzantine ambassador to the West and his office during the fourteenth and fifteenth centuries: a profile”, Byzantinische Zeitscrift 94, 2001, σσ. 588 – 604, 2001. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “ambassador”.

26 Mergiali, “ambassador”, σσ. 598 – 599

27 ὅ.π., σσ. 598 – 602

28 Τῆς ἰδίας, “Manuel Chrysoloras (ca. 1350 – 1415), an Ideal Model of a Scholar – Ambassador”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 3 ,1998, σσ. 1 – 12. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “Chrysoloras”.

29 Ζ. Οὐνταλτσόβα, Γ. Λιτάβριν, Ἰ. Μεντβέντιεφ, Βυζαντινὴ Διπλωματία, [μτφρ. Παναγιῶτα Ματέρη – Δημήτρης Πατέλης], Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1995, σσ. 124  – 125. Στὸ ἑξῆς: Οὐνταλτσόβα, Διπλωματία. Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ ἐφοδιασμὸς ἑνὸς ἀτόμου μὲ πληρεξουσιότητες, σήμαινε τήν, αὐτομάτως, κατάργηση τῶν πληρεξουσιοτήτων τοῦ προηγούμενου πρέσβη.

30Δούκας, Istoria Turco – Bizantina (1341 – 1462), Scriptores Byzantini 1, [edr. Grecu,V] Academia Republicae popularis Romanicae, Bucharest 1958. Στὸ ἑξῆς: Δούκας, Turco – Bizantina

31 ὅ.π., 13.7: «Ἡ δὲ Πόλις οὐκ εἶχεν οὔτε τὸν θερίζοντα οὔτε τὸν ἀλοῶντα, ἀλλὰ τῷ μεγέθει τοῦ λιμοῦ, ἐστενοχωρεῖτο καὶ ἀπεβάλλετο τὴν ψυχήν. Ἐγένετο οὖν λιμὸς ἰσχυρὸς ἔνδον τῆς Πόλεως ἀπὸ τε σίτου, οἴνου, ἐλαίου καὶ ἑτέρων εἰδῶν. Πρὸς δὲ χρείαν ἄρτου καὶ πάσης ἄλλης κατασκευῆς, ἣν ὑπουργοῦσι μαγείρων παῖδες, ἐνδείας οὔσης ξύλων, κατέῤῥιπτον τοὺς ἐξαισίους οἴκους καὶ τὰς δοκοὺς κατέκαιον». Ἡ κατάσταση βέβαια αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὴ στενὴ πολιορκία ποὺ ἄσκησε στὴν Πόλη ὁ Βαγιαζὶτ  Κεραυνός, (13.5): « Εἰ οὐ βούλει ποιῆσαι καὶ δοῦναι μοι, ὅσα σοι προστάσσω, κλεῖσον τὰς θύρας τῆς Πόλεως καὶ βασίλευε ἐν μέσῳ αὐτῆς˙ τὰ δὲ ἐκτὸς αὐτῆς ἐμὰ πάντα εἰσίν.».

32 ὅ.π., 14.5: «Ἐλθὼν δὲ ἐν τοῖς παραλίοις τοῦ Πέλοπος ἀφῆκε τὴν δέσποιναν σὺν τοῖς τέκνοις ἐκεῖ˙ εἶχε γὰρ τὸν Ἰωάννην βρέφος καὶ τὸν Θεόδωρον νήπιον. Καταλείψας δὲ αὐτοὺς …, αὐτὸς ἐν μιᾷ τῶν μεγάλων νηῶν εἰσελθὼν ἔπλει εἰς Βενετίαν, ἀπὸ δὲ Βενετίας εἰς Μεδιόλανα, Γένουαν, Φλωρέντζιαν, Φεραρίαν καὶ ἅπασαν Ἰταλίαν διελθών, ἀπὸ Προβέντζας ἐχώρει εἰς Γερμανίαν ἤτοι Φραγγίαν˙ καὶ πάντες οἱ ῥηγάδες καὶ δοῦκαι καὶ κόντιδες ἐτίμων αὐτὸν καὶ ὡς ἡμίθεον δώροις ἠμείβοντο. Διελθὼν δὲ πᾶσαν Φραγγίαν καὶ εἰς τὰ τῶν Ἀλαμανῶν ὅρια περάσας, πάλιν ἦλθεν εἰς Βενετίαν … .».

33 Σοφία Μεργιαλὴ – Σαχάς, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο τῆς αὐτοκρατορικῆς διπλωματίας: ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας στὸ ρόλο τοῦ πρεσβευτῆ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰ.», Βυζαντιακὰ 25, Θεσσαλονίκη 2005. Στὸ ἑξῆς: Μεργιαλή, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο».

34 Κανανός, L’ assedio di Constantinopoli, [edr. Pinto], 1977

35 G. Dennis, The letters of Manuel II Palaeologus [Text, Translation, and Notes] , Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Washington, 1977. Στὸ ἑξῆς: Dennis, Letters.

36 Ἀ. Ἀργυρίου, Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, Κέντρο Βυζαντινῶν Ἑρευνῶν, Θεσσαλονίκη, 1996, σσ. 221 – 226

37 J.W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391 – 1425). A Study in Late Byzantine Statemanship, Rutgers University Press, New Brunswick / New Jersey, 1968. Ἀναλυτικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν Ἀποστολὴ τοῦ Μανουὴλ ἀλλὰ καὶ πραγμάτευση τοῦ θέματος τῶν ἐπαφῶν. Στὸ ἑξῆς: Barker, Statemanship. Γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Μανουὴλ στὸ Παρίσι καὶ στὸ Λονδῖνο, βλ. ἐπίσης: G. Schlumberger, Un Empereur de Byzance à Paris et à Londres, Paris, 1916

38 Dennis, Letters, σ. 98 Στὴν ἐπιστολὴ ἐπεξηγοῦνται οἱ λόγοι ποὺ ἀνάγκασαν τὸν αὐτοκράτορα νὰ καθυστερήσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ γράμματος.Ἐπίσης, ὁ Μανουὴλ ἀναφέρεται σὲ δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισε στὸ ταξίδι, ἀλλὰ καὶ στὴν πρόθυμη διάθεση τῆς εὐγενοῦς Αὐλῆς καὶ τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας γιὰ νὰ συνεπικουρήσουν μία ὁμόπιστη δύναμη ποὺ βρισκόταν σὲ δύσκολη θέση.

39 Barker, Statemanship, σ. 175. Ἐπίσης βλ. και: Ἀ. Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι Μανουὴλ Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ, Ἀθῆναι 1913. Στὶς σελίδες 38 καὶ 39 τοῦ συγκεκριμένου πονήματος, ὁ Μομφερρᾶτος περιγράφει τὴ διαμονὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Γαλλία. Στὸ ἑξῆς: Moμφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι

40 Barker, Statemanship, σ. 176

41 Sophia Mergiali – Sahas, “Byzantine emperors and holy relics”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik  51 Band, Wien 2001. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “ holy relics”.

42 G. Dennis, “Official documents of Manuel Palaeologus II”, Byzantion 41, 1971, σσ. 45 – 58. Βλ. και: Τοῦ ἰδίου, “The unknown documents of Manuel II Palaeologus”, Travaux et Mémoires 3, Paris 1968

43 Sophia Mergiali-Sahas, “An ultimate wealth for inauspicious times: holy relics in rescue of Manuel II Palaeologus’ reign”, Byzantion (tome LXXVI) 2006. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “in rescue”.

44 Περὶ τῆς αἱμορρούσης γυναικός: Ματθαῖος 9 : 20, 22   Μᾶρκος 5 : 25, 29   Λουκᾶς 8 : 43, 48

45 Z. N. Tσιρπανλής, Ρόδος καὶ οἱ νότιες Σποράδες στὰ χρόνια τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν (14ος – 16ος αἰ.), Ρόδος 1991, σ. 47

46 D. M. Nicol, “A Byzantine emperor in England, Manuel ll’ s visit to London in 1400 – 14001”, University of Birmingham Historical Journal, Vol. XII, No. 2, 1970, σ. 204 – 225. Στὸ ἑξῆς: Nicol, “England”. Σὲ αὐτὴ τὴ συνάντηση δόθηκε ἡ εὐκαιρία στὸν Μανουὴλ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ θαυμάσει τὰ νέα λάβαρα καὶ τὰ βεξιλλιολογικὰ σύμβολα τοῦ βρεττανικοῦ βασιλείου. Ὡστόσο, τὸ διαρκῶς συρρικνούμενο βυζαντινὸ κράτος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ υἱοθετήσει τὸ δυτικῆς ἀσφαλῶς προέλευσης, πολύπλοκο σύστημα τῆς «ἐθνικῆς οἰκοσημολογίας». Εἰκάζω πὼς μόνο στὴν πρώϊμη βυζαντινὴ περίοδο καὶ ἴσως στὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο τῶν βυζαντινῶν Σχολῶν, χρησιμοποιοῦνταν οἰκόσημα γιὰ τὴ διάκριση τῶν δήμων (Βένετοι, Πράσινοι, Λευκοί, Ρούσιοι) καὶ τῶν Ταγμάτων. Περὶ τῆς ὑπάρξεως ἢ μη, Βυζαντινῆς ἑραλδικῆς βλ.: Ν. Οἰκονόμου, «Εἶχον οἱ Βυζαντινοὶ οἰκόσημα;», Δελτίον Ἑραλδικῆς καὶ Γενεαλογικῆς Ἑταιρείας 6, Ἀθῆναι 1986

47 Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι, σ. 47

48 Nicol, “England”, σσ. 216 – 219. Βλ. ἐπίσης: D. M. Nicol, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

49 Τοῦ ἰδίου, Βυζάντιο καὶ Βενετία, Ἀθήνα 2004, σσ. 438 – 439

Βραχυγραφίες – Βιβλιογραφία

 Ἀ. Ἀργυρίου, Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, Κέντρο Βυζαντινῶν Ἑρευνῶν. Θεσσαλονίκη, 1996

Α. W. Hellebuyck, Foreign Relations and the End of Byzantium: The Use of Personal Diplomacy during the Reign of Constantine XI Palaiologos (1448 – 1453), a “ thesis” submitted for the degree of Bachelor of Arts, University of Michigan / Department of History (March 27, 2006)

 Α. Pratesi, Genesi e forme del documento medievale, Roma 1987

Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τὸ πολίτευμα καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας 324 – 1204. Κράτος – Διοίκηση – Οἰκονομία – Κοινωνία, Ἀθήνα 2004

Βασιλικὴ Βλυσίδου, «Αὐτοκρατορικὸς τίτλος καὶ διπλωματία», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 14 – 19

Barker, Statemanship

J.W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391 – 1425). A Study in Late Byzantine Statemanship, Rutgers University Press, New Brunswick / New Jersey, 1968

Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση

C. M. Cipolla, Ἡ Εὐρώπη πρὶν τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση-κοινωνία καὶ οἰκονομία 1000-1700 μ.Χ., Ἀθήνα 1988

D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες

D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου 1261 – 1453, Ἀθήνα 2001

______, Βυζάντιο καὶ Βενετία, Ἀθήνα 2004

______, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

 Nicol, “England”

______, “A Byzantine emperor in England, Manuel ll’ s visit to London in 1400 – 14001”, University of Birmingham Historical Journal, Vol. XII, No. 2, 1970

 ______, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

Dennis, Letters

G. Dennis, The letters of Manuel II Palaeologus [Text, Translation, and Notes] , Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Washington, 1977

______,  “The unknown documents of Manuel II Palaeologus”, Travaux et Mémoires 3, Paris 1968

Δούκας, Turco – Bizantina, Δούκας, Istoria Turco – Bizantina (1341 – 1462), Scriptores Byzantini 1, [edr. Grecu,V] Academia Republicae popularis Romanicae, Bucharest 1958

G. Schlumberger, Un Empereur de Byzance à Paris et à Londres, Paris, 1916

Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Ρόδος καὶ οἱ νότιες Σποράδες στὰ χρόνια τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν (14ος –16ος αἰ.), Ρόδος 1991

Κανανός, Lassedio di Constantinopoli, [edr. Pinto], 1977

Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio, C.F.H.B. 1, Dumbarton Oaks Washington, D.C., 1967

Μ. Σ. Κορδώσης, κατάλυση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ φραγκικὴ κυριαρχία ὣς τὸ 1261, πανεπιστ. παραδόσεις, Ἰωάννινα 1986

Mergiali, “ambassador”

Sophia Mergiali Sahas, “A Byzantine ambassador to the West and his office during the fourteenth and fifteenth centuries: a profile”, Byzantinische Zeitscrift 94, 2001, σσ. 588 – 604, 2001

Mergiali, “Chrysoloras”

______,“Manuel Chrysoloras (ca. 1350 – 1415), an Ideal Model of a Scholar – Ambassador”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 3 ,1998, σσ. 1 – 12

Μεργιαλή, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο»

______, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο τῆς αὐτοκρατορικῆς διπλωματίας: ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας στὸ ρόλο τοῦ πρεσβευτῆ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰ.», Βυζαντιακὰ 25, Θεσσαλονίκη 2005

Mergiali, “ holy relics”

______, “Byzantine emperors and holy relics”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik  51 Band, Wien 2001

Μergiali, “in rescue”

______,“An ultimate wealth for inauspicious times: holy relics in rescue of Manuel II Palaeologus’ reign”, Byzantion (tome LXXVI), 2006

Moμφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι

Ἀ. Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι Μανουῆλ Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ, Ἀθῆναι 1913

Ν. Οἰκονόμου, «Εἶχον οἱ Βυζαντινοὶ οἰκόσημα;», Δελτίον Ἑραλδικῆς καὶ Γενεαλογικῆς Ἑταιρείας 6, Ἀθῆναι 1986

Nicholas, Ἐξέλιξη

D. Nicholas, ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου–Κοινωνία, Διακυβέρνηση καὶ σκέψη στὴν Εὐρώπη 312-1500, Μ.Ι.Ε.Τ. , Ἀθήνα 1999

Οikonomides, “means”

Ν. Οikonomides, “Βyzantine diplomacy, A. D. 1204 – 1453: means and ends”, Byzantine diplomacy. Papers from the Twenty – fourth Spring Symposium of Byzantine Studies, Cambridge 1992

Οὐνταλτσόβα, Διπλωματία

Ζ. Οὐνταλτσόβα, Γ. Λιτάβριν, Ἰ. Μεντβέντιεφ, Βυζαντινὴ Διπλωματία, [μτφρ. Παναγιῶτα Ματέρη – Δημήτρης Πατέλης], Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1995

Ostrogorsky, Ἱστορία

G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. γ’, Ἀθήνα 2001

Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολή

Ἀ. Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ παπισμοῦ, Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὣς τὸ 1453, [μτφρ. Στέφανος Εὐθυμιάδης], Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2003

Τ. Λουγγής, «Ἀρχὲς καὶ πρακτική», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), 6 –13

Ψευδο – Κωδινός, Traite des offices, ed. J. Verpeaux,  Paris 1966 


Πώς να διαβάσουμε μια επιγραφή; Επιγραφικά σύμβολα

1. [   ]      Αποκατάσταση από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία δεν έχουν διασωθεί στην επιγραφή.

πρδ. Αθ[ηναί] οις

2. (   )      i. Προσθήκη από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία λησμόνησε ο χαράκτης.

πρδ. Αθ(η)ναίων

ii. Ανάλυση συντομογραφιών.

iii. Διόρθωση από τον εκδότη γραμμάτων που χάραξε λάθος ο χαράκτης.

πρδ. ΜΝΕΥΛΟΣ   Μ(εν)ύλος

3.<   > ή [[   ]]      Οβελισμός. Εξάλειψη από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία εχάραξε ο χαράκτης εσφαλμένως.

πρδ. ΑΘΗΘΗΝΑΙΩΝ   Αθη[[θη]]ναίων

4.     Σε πλαισιο: απόξεση γραμμάτων από τους αρχαίους.

5.     Στιγμή κάτω από έναν ή περισσότερους χαρακτήρες: γράμματα που δεν σώζονται ολόκληρα, αλλά αναγνωρίζονται.

6.     Χαρακτήρας εντός αγκυλών και με μία στιγμή από κάτω: δηλώνεται έτσι γράμμα, από το οποίο σώζονται ελάχιστα ίχνη και η ανάγνωσή του είναι αβέβαιη.

7.    ……..      Λείπουν τόσα γράμματα, όσες και οι τελείες.

8.     _ _ _ _ _ _       Λείπει απρσδιόριστο αριθμός γραμμάτων.

9. ca. 5l.      Circa 5 litterae: λείπουν περίπου 5 γράμματα.

10.     vacat ή V, VV: κενός χώρος μέσα στο κείμενο ή κενός χώρος αντίστοιχος προς ένα, δύο ψηφία.

Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται σε πολλές δημοσιεύσεις επιγραφών.

Πανεπιστημιακές σημειώσεις από το μάθημα της Επιγραφικής (διδάσκουσα, Βάσα Κοντορίνη). Ιωάννινα 2004.


A. CAPPELLI. DIZIONARIO DI ABBREVIATURE LATINI ED ITALIANI. Milano, 1912

Ένας χρήσιμος σύνδεσμος που παρέχει τη δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονται για τη λατινική παλαιογραφία να βρουν την ερμηνεία τυχόν δυσανάγνωστων και δυσερμήνευτων βραχυγραφιών.

http://www.hist.msu.ru/Departments/Medieval/Cappelli/