Author Archives: Ιωάννης Κηπουρός

About Ιωάννης Κηπουρός

Ιστορικός

Οι επιγραφές στα χρυσά νομίσματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων

Οι επιγραφές στα χρυσά νομίσματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων

Εξέλιξη, Πολιτική, Προπαγάνδα

του Ιωάννη Δ. Κηπουρού, Ιστορικού

(Περίληψη εργασίας που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων το 2005,

σε σεμινάριο που δίδαξε ο βυζαντινολόγος, επίκ. καθ. Χρήστος Σταυράκος).

Το βυζαντινό νόμισμα πέρα από την αυτονόητη χρήση του ως μέσο συναλλαγής, διεκπεραίωνε και μία ακόμη σημαντική λειτουργία: με την απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων, προσώπων μελών των διαφόρων δυναστικών οικογενειών, καθώς  και με την αναγραφή ποικίλων επιγραφών, το βυζαντινό νόμισμα, ως αντηρίδα του οικοδομήματος που ονομάζεται βυζαντινή αυτοκρατορία, στήριξε τη δυναστική και αυτοκρατορική ιδεολογία του κράτους.

   Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έκοψαν νομίσματα σε χρυσό,  άργυρο και χαλκό. Και παρότι τα αργυρά νομίσματα ήταν αποτελεσματικότερα, όσον αφορά την άσκηση της προπαγάνδας, αυτά κυκλοφορούσαν με μεγαλύτερη συχνότητα ανάμεσα στα πλήθη, τα χρυσά με τη σειρά τους, αποτελούσαν ένδειξη σταθερότητας της εξουσίας.

   Στα χρόνια του πρώιμου Βυζαντίου, ο χρυσός solidus, ή σολδίον, ήταν το νόμισμα που χρησιμοποιούταν για την κάλυψη των διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών του κράτους. Οι καθημερινές εμπορικές συναλλαγές εκπληρώνονταν με τη χρήση ευτελέστερων νομισμάτων, κυρίως χάλκινων. Το χρυσό νόμισμα, ακολουθώντας  μία κυκλική πορεία, αφού πρώτα γινόταν η διάθεσή του στην αγορά, κατέληγε και πάλι στο αυτοκρατορικό ταμείο με τη συλλογή των φόρων. Το βάρος ενός καλοδιατηρημένου σολδίου κυμαινόταν ανάμεσα σε 4,45γρ. και 4,50γρ. . Εντούτοις, η περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο υπήρξε και αυτή θύμα της σταδιακής παρακμής του κράτους, γνωρίζοντας συνεχείς μειώσεις σε περιόδους κρίσης.

   Ήδη ο 6ος αιώνας φέρνει στο προσκήνιο νομίσματα περιεκτικότητας 23, 22 και 21 καρατίων. Αυτά δεν θα πρέπει να θεωρηθούν υποτιμημένα. Σύμφωνα με μία εμπεριστατωμένη γνώμη (Adelson), χρυσά νομίσματα ελαφρώς μειωμένης περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο, εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτήν την παρατήρηση, αυτά τα νομίσματα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κυκλοφόρησαν για να εξυπηρετήσουν τις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση.

   Υποδιαιρέσεις του σολδίου, ήδη από τη βασιλεία του Αναστασίου του Α΄ (491-518μ.Χ.), ήταν το σημίσιο (semissis), το οποίο αντιστοιχούσε στο 1/2 της αξίας του σολδίου και το τριμήσιο (tremissis), αντίστοιχα, στο 1/3 της αξίας του χρυσού βυζαντινού νομίσματος. Αυτές οι αξίες συνέχισαν να κυκλοφορούν έως τα μέσα του 8ου αιώνα. Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρωνύμου, η συχνότητα αυτών των υποδιαιρέσεων μειώθηκε και τον 10ο αιώνα έχουν πάψει πια να βρίσκονται σε κυκλοφορία.

   Τον 10ο αιώνα κυκλοφόρησαν  ελαφρύτερα χρυσά νομίσματα 22 καρατίων. Αυτά ήταν τα τεταρτηρά και χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με τα «ιστάμενα», τα κανονικά, δηλαδή, χρυσά νομίσματα. Η πατρότητα αυτής την νομισματικής αλλαγής ανήκει στον Νικηφόρο Φωκά και είχε δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα.

   Καθώς φαίνεται, η ομοιότητα των τεταρτηρών με τα ιστάμενα δημιουργούσε προβλήματα. Στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ δόθηκε η λύση στο πρόβλημα της διάκρισης των δύο νομισμάτων. Αυξήθηκε η διάμετρος των ιστάμενων από 19/20 χιλιοστά σε 25/27 χιλιοστά. Για άλλη μία φορά όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επρόκειτο για μία υποτίμηση. Πραγματική υποτίμηση συνέβη στα χρόνια του Μιχαήλ Ε΄ και επί βασιλείας Κωνσταντίνου Θ΄, περίοδο κατά την οποία τα νομίσματα άγγιξαν τα 18 καράτια.

   Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), η περιεκτικότητα σε χρυσό του βυζαντινού χρυσού νομίσματος, συνέχισε να υφίσταται διαρκείς μειώσεις. Η υποχώρηση έφθασε στα 8 καράτια και μόνο με τη νομισματική ρύθμιση του Αλεξίου Α (1092), το χρυσό νόμισμα βελτιώθηκε, αποκτώντας περιεκτικότητα 20 1/2 καρατίων. Αυτά τα νέα νομίσματα, που απείχαν από τα χρυσά νομίσματα των 24 καρατίων, ήταν τα «υπέρπυρα». Το υπέρπυρον ή αλλιώς βυζάντιον (έτσι ονομαζόταν στη Δύση, besant), αποτέλεσε το πρότυπο του κατοπινού βενετικού χρυσού δουκάτου και, έμμεσα, το πρότυπο όλων των ευρωπαϊκών χρυσών νομισμάτων, παραμένοντας σε κυκλοφορία και μετά τα χρόνια, που ακολούθησαν την κατάρρευση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι πηγές ομιλούν για υπέρπυρα στην Κρήτη και στα Επτάνησα του 16ου αιώνα.

   Αυτά σύντομα, σχετικά με την ποικιλία των χρυσών νομισμάτων κατά τον ρού της βυζαντινής Ιστορίας, όσον αφορά το όνομα και το βάρος τους, την περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο. Όσον αφορά στις απεικονίσεις και στις επιγραφές τα πράγματα παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

   Αν και η επιγραφική και η εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων δεν παρουσιάζει την ποικιλία και τη σημειολογία των αρχαίων νομισμάτων -σε αυτά αφθονούν οι μυθολογικές παραστάσεις, που επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες- , παρόλα αυτά παρατηρείται κάποια εξέλιξη, ανάλογα, κάθε φορά με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

   Η γλώσσα τω επιγραφών των πρώιμων βυζαντινών νομισμάτων είναι η γλώσσα της βυζαντινής διοίκησης, δηλαδή η λατινική. Μόλις τον 7(ο) αιώνα η επιγραφές εξελληνίζονται σταδιακά, μιας και η γλώσσα όφειλε να προσαρμοστεί στο όργανο επικοινωνίας της πλειονότητας των βυζαντινών. Παρά τον εξελληνισμό των νομισματικών επιγραφών, μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, απαντούν συχνά, αδιακρίτως, λατινικοί και ελληνικοί χαρακτήρες ακόμη και μέσα στην ίδια επιγραφή.

   Στους οπισθότυπους, στα πρώιμα νομίσματα, οι χαρακτήρες είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος συγκριτικά με τους χαρακτήρες που βρίσκονται στην εμπρόσθια όψη. Στην στερεότυπη επιγραφή των οπισθότυπων των σολδίων «VICTORI AAVCCC», το «U» διατηρεί την παλαιά του μορφή, δηλαδή ως εξής: «V». Η μορφή αυτού του χαρακτήρα παίρνει σταδιακά τη μορφή ενός μικρογράμματου ύψιλον σε μεγάλο μέγεθος, με μία προέκταση της αριστερής κάθετης κεραίας (ч). Μία συγκριτική εξέταση των λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις: το «Α» και το «Β» είναι όμοια και στις δύο γλώσσες. Μόνο το «Β» διαφοροποιείται κάποιες φορές παίρνοντας τη μορφή ανάποδου «Β», με τους δακτυλίους στραμμένους προς τα αριστερά ή τη μορφή ενός μικρογράμματου λατινικού «μπ» (b). Οι υπόλοιποι χαρακτήρες διατηρούν τη μορφή που έχουν στη λατινική γλώσσα, με μερικά εναλλακτικά σχήματα, τα οποία συναντάμε σποραδικά. Στον ύστερο 7(ο) αιώνα, το «Ε» εκτείνει τη μεσαία κεραία του. Το «G» κατά κανόνα έχει τη μορφή του σεληνόσχημου «C» ή απλούστερα τη μορφή μίας κάθετης κεραίας. Με την κανονική του μορφή απαντάει στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού του B΄. Το «H» ή «h» απαντάει στα χρόνια του Ηρακλείου, ιδιαίτερα με τη δεύτερη μορφή. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει σύγχιση με το ελληνικό «ήτα». Το «L», ακόμη και όταν το συναντάμε σε λατινικές επιγραφές έχει συχνά την όψη του ελληνικού, κεφαλαιογράμματου «Λ» (HERACΛΙ CONSVΛΙ). Το «Μ» έχει τη μορφή μικρογράμματου λατινικού, ενώ άλλοτε συγχέεται με το «n» (InPER). Στα χρόνια του Αρτεμίου, το «R» έχει τη μορφή του ελληνικού ομόηχου γράμματος.

   Ως προς την τοποθέτηση και την κατεύθυνση των επιγραφών στην επιφάνεια του νομίσματος, αυτές συνέχισαν να αναγράφονται κυκλοτερώς για το διάστημα από τον 8(ο) μέχρι τον 11(ο) αιώνα και το μέγεθος της γραμματοσειράς παρέμεινε μικρό, ενώ κάτά τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα έγινε αισθητά μικρότερο. Επιγραφές σημειώνονται σε στίχους, συνηθίζονται κυρίως στα αργυρά και στα χάλκινα νομίσματα. Επιγραφές σε στήλες βρίσκομε σε νομίσματα της Σικελίας στα χρόνια των Ισαύρων, η κυκλοφορία τους όμως διακόπηκε στις αρχές του 9ου αιώνα και επανατέθηκαν σε κυκλοφορία επί Κομνηνών.

   Από τον 7(ο) αιώνα και εξής, παρατηρείται μία τάση αντικατάστασης λατινικών χαρακτήρων από ελληνικούς. Δείγματος χάρη η αντικατάσταση των F, L, R από τα αντίστοιχα ελληνικα, Φ, Λ, Ρ. Περί τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα συναντάμε ελληνικές επιγραφές με λατινικά γράμματα: NICA, CVRIE. Ακόμη και λέξεις γραμμένες με λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες ταυτόχρονα: PATHR. Ενδεικτική είναι η επιγραφή που απαντάει σε σολδίο του Νικηφόρου: NICHFOP΄CE bASIL AЧGG’b’R’. Την ίδια επιγραφή συναντάμε και με την εξής μορφή: NIKH+OΡ’ ΚΑΙ RACIΛ’ΑVΓ’R’P’. Από τα υπόλοιπα γράμματα το «Ν», απαντάει και ως ανάποδο, «И». Είναι αξιοπρόσεχτη και η ποικιλομορφία που παρουσιάζει και το γράμμα «Τ». Αναγράφεται ως «Τ» και ως μικρογράμματο ελληνικό με την απόληξη της κάθετης κεραίας στραμμένης προς τα αριστερά. Ένας άλλος τύπος που συναντάμε σε νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ θέλει την κάθετη κεραία του γράμματος σπαστή.

   Μόνο κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή οι ελληνικές επιγραφές καταφέρνουν να εκτοπίσουν τα λατινικά γράμματα, τόσο ηχητικά, όσο και μορφολογικά. Αυτή η αντικατάσταση είχε αρχίσει ήδη στα 1060. Ο χαρακτήρας των επιγραφών χαρακτηρίζεται από λακωνικότητα και από την ατελή, συντετμημένη μορφή των λέξεων, προφανώς προς εξοικονόμηση χώρου.

   Σε επίπεδο περιεχομένου, η επιγραφές επιστρατεύτηκαν για να εκφράσουν την αυτοκρατορική ιδεολογία του Βυζαντίου. Πρώτα πρώτα, στα πρώιμα νομίσματα ο αυτοκράτορας είναι Dominus, δηλαδή Άρχων, Κύριος και παντοτινός Αύγουστος, perpetuus Augustus. Κατόπιν, εφόσον έγινε κατανοητό ότι οι επιγραφές όφειλαν να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές, ο αυτοκράτορας έλαβε το προσωνύμιο «Δεσπότης» και τον τίτλο «Βασιλεύς». Ας εξετάσουμε όμως τις περιπτώσεις θεματικά.

 Λατινικές επιγραφές κοσμικού χαρακτήρα

 α. Ο τύπος «Dominus Noster (όνομα αυτοκράτορα) Perpetuus Augustus» (Κύριέ μας,…, Αιώνιε, Σεβαστέ)

   Αυτός ο χαρακτηρισμός αποδίδεται στους αυτοκράτορες του πρώιμου Βυζαντίου και αποτυπώνεται στα χρυσά νομίσματα. Αρχικά το «dominus» συνδέεται με την παραδοχή του αυτοκράτορα ως Θεού και έχει ως ελληνικό ισοδύναμο τον τίτλο «Δεσπότης». To “dominus noster” ακολουθεί το όνομα του αυτοκράτορα πότε σε πτώση ονομαστική και πότε σε δοτική. Στη δεύτερη περίπτωση, ίσως θα πρέπει να εννοηθεί ένα συνοδευτικό επιφώνημα, λόγου χάρη, “Vita et Victoria”, όπως συμβαίνει σε χάλκινο νόμισμα του Ιουστίνου του Β΄, στο οποίο διαβάζουμε και την επιγραφή: DN Ioustino et Sofie Ag, φράση που συμπληρώνεται στο έξεργο με τη λέξη “ Vita”.

   Το “perpetuus”, δηλ. «αιώνιος», χαρακτήριζε αρχικά τη διάρκεια μίας θέσης, ενός αξιώματος. Στη συνέχεια, κατά το β΄μισό του 5ου αιώνα εκτοπίζει το ύστερο ρωμαϊκό “pius felix” (ευσεβής και δίκαιος) και εισάγεται από τον Λέοντα τον Α΄ στις επιγραφές των νομισμάτων. Άλλλωστε, ο χαρακτηρισμός του αυτοκράτορα ως “perpetuus augustus” ήταν αρκετά διαδεδομένος τρόπος προσφώνησής του από τους υποτελείς.

   Ο τίτλος “augustus” απενεμήθη για πρώτη φορά το 27π.Χ. στον Οκταβιανό και τον συναντάμε έως και τον 7ο αιώνα. Αρχικά δε συνδέεται με την εξουσία. Στη συνέχεια, κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, ο τίτλος και τα παρεπόμενά του εμφανίζονται σε έγγραφα και νομίσματα, μέχρι την οριστική εγκατάλειψή του  επί της βασιλείας Ηρακλείου, και την αντικατάστασή του από το ελληνικό «βασιλεύς».

   Ο τύπος “dominus noster… perpetuus augustus” επιγράφεται σε χρυσά σολδία, κάποτε με μικρές παραλλαγές. Τυπική επιγραφή αυτού του μοτίβου είναι αυτή που διαβάζουμε σε σολδίο του Αναστασίου του Α΄: “DNANSTASIVSPPAUC”.

   Άλλοτε πάλι σημειώνεται και ένα δεύτερο όνομα πλάι στο όνομα του αυτοκράτορα. Πρόκειται για τον συναυτοκράτορα ή μελλοντικό διάδοχο: “D N IVSTIN E T  IVSTINIAN PPAVC”.

    Εναλλακτικά, ο τύπος της συγκεκριμένης επιγραφής εντοπίζεται και με την εξής μορφή: “dd NN NERACLIUS ET HERA CONST PP AV”. Όπου διπλά όμοια γράμματα, δηλώνεται ο πληθυντικός, λόγου χάρη “domini, nostri…”.

    Από μία τελευταία παραλλαγή αυτής της επιγραφής εκπίπτει το “noster”. Σε νόμισμα του Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου (578/82) διαβάζουμε την εξής επιγραφή: “dmTib CONSTANT PP AVI”.

 β. Ο τύπος “Victoria Augustorum” στον οπισθότυπο.

(=Η Νίκη των Αυγούστων)

   Ο τύπος αυτός συναντάται σε οπισθότυπους νομισμάτων και συνήθως, συντετμημένος: “VICTORIA AAVCCC”. Σε αυτή τη μορφή το εντοπίζουμε σε σολδίο και σε σημίσιο. Το πλήρες ανάπτυγμα της επιγραφής το συναντάμε σε τριμήσιο. Άλλες επιγραφές με τις οποίες υποθέτω ότι συνδιαλέγεται το “ Victoria Augustorum” είναι το “ Gloria Romanorum” (από τα χρόνια του Ιουστίνου του Α΄) και το “Salus et Gloria Romanorum” (από χρυσό μετάλλιο του Ιουστινιανού του Α΄). Πέρα από την ηχητική ομοιότητα, πρόκειται επίσης για επιγραφές οπισθότυπων, στις οποίες έχουμε σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή, προηγείται, αφενός, η Νίκη των Αυγούστων ως προϋπόθεση για να επέλθει η Δόξα και η Σωτηρία των Ρωμαίων, ως αποτέλεσμα.

   Μία μικρή παραλλαγή, πιθανότατα, ενδεικτική της μεταβολής, όσον αφορά τη θέαση του αυτοκρατορικού ιδεώδους, συμβαίνει στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄(578/82) και Μαυρικίου (582/602). Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες χαράζουν στα νομίσματά τους το “Victoria”, όμως κρατούν τη Νίκη, ως προσωπικό επίτευγμα και όχι, ως συλλογική κατάκτηση, όλων των Αυγούστων. Έτσι διαβάζουμε σε νομίσματα των δύο «εγωκεντρικών» αυτοκρατόρων: “VICTORTI[B]ERIAUS” και “VICTORImAVRICIAVS”.

 γ. Consul (=ύπατος)

   Ο τίτλος αποδιδόταν στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή και αποτελούσε μία εκ των υψηλοτέρων τιμών. Αποδιδόταν και στον αυτοκράτορα, αν και δεν συνεπαγόταν περαιτέρω πολιτική δύναμη. Η παρουσία του δεν έπαψε να υφίσταται και κατά τη βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία χρησιμοποιείται χωρίς ιδιαίτερη έκταση τον 7ο και 8ο αιώνα. Τον 9ο αιώνα εξαφανίστηκε οριστικά. Σε νομίσματα συναντάμε τον τύπο σε μία κοπή του Ηρακλείου (608/10), πριν την επίσημη ανάρρησή του στο θρόνο. Η επιγραφή που προέρχεται από χρυσό σολδίο είναι της μορφής: DNERACLI CONSVLI/VICTORIA CONSVLI.

δ. Imperator (=Αυτοκράτωρ)

   Κατά την περίοδο της Ηγεμονίας, το “Imperator” ήταν ένα προσωνύμιο. Τον πρώτο αιώνα γίνεται προσφώνηση, η οποία προπορευόταν όλων των άλλων τίτλων. Στην Ανατολή, το “Imperator”, γίνεται εξαρχής αντιληπτό ως τίτλος και την ύστερη εποχή είναι χαρακτηρισμός του βασιλέως. Το συναντάμε σε χάλκινο νόμισμα του Φωκά: “dnFOCA InPERV”, αν και αυτή η αποτύπωση πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα του νομισματοκοπείου και σε παρανόηση του τύπου “perpetuus”. Επίσης, ο τύπος απαντά και επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄(866/67): “+MIhAEL IMPERAT’”. Έκτοτε ο τύπος δεν συναντάται παρά με το ελληνικό ισοδύναμο «αυτοκράτωρ».

 Λατινικές επιγραφές με θεολογικό, θρησκευτικό περιεχόμενο

 Α. Servus Christi (=δούλος Χριστού)

    Στα τέλη του 7ου αιώνα από την πρώτη βασιλεία του Ιουστινιανού Β΄ (685/95), έχουμε μία επιγραφή από νόμισμα που φέρει την προτομή του Χριστού και τον τίτλο, “D Ioustinianus Servus Christi”. Αυτή η επιγραφή, που παρουσιάζει την αντίληψη της πραγματικής υποταγής στον αληθινό άρχοντα Χριστό, ήταν μία αντίδραση του Ιουστινιανού στην πράξη του χαλίφη ‘Abd Al−Maliq, ο οποίος χρησιμοποίησε τον τίτλο “Abdallah”, δηλαδή «υπηρέτης του Θεού». Μετά από αυτό, ο τύπος “Servus Christi” δε χρησιμοποιήθηκε ξανά. Δεν το συναντάμε στη δεύτερη βασιλεία του Ιουστινιανού και στους χρόνους άλλων αυτοκρατόρων . Από μία άλλη οπτική το “Servus Christi”, αποτελεί θα έλεγα ένα είδος προδρόμου της ελληνικότερης επιγραφής CVRIE BOHΘH Tο Cο DOVLO. Είναι εύλογο πως τέτοιο τύποι, στήριζαν το θρησκευτικό βάθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η σύνδεση του αυτοκράτορα με το Θεό και προάγεται ένα μοντέλο βάσει του οποίου ο εικονιζόμενος και αναγραφόμενος αυτοκράτορας υποτάσσεται στο Θεό, όπως κατ’ αναλογία υποτάσσεται ο υπήκοος στον αυτοκράτορα.

   Επίσης, από τον Ιουστινιανό Β΄ έχουμε και την επιγραφή “Multos Annos”, (για πολλά χρόνια), η οποία εκτοπίζει το “perpetuus”. Η καινούργια επιγραφή θυμίζει τις επευφημίες του πλήθους κατά τη διαδικασία της στέψης του αυτοκράτορα .

 Β. Ihesus Cristos Rex Regnantium (Ιησούς Χριστός Βασιλεύς Βασιλέων)

   Η επιγραφή εντοπίζεται σε solidi στους οπισθότυπους και εμφανίζεται με τον Ιουστινιανό Β΄. Η μορφή της είναι IhS CRISTOREX REGNANTIЧM και τη συναντάμε με μικρές παραλλαγές σε χρυσά νομίσματα του Βασιλείου Α΄ (867/886), του Αλεξάνδρου (912/13), του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Βασιλείου Β΄, του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, του Μιχαήλ Ζ΄ (1071/78). Η επιγραφή από νόμισμα της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄, παρουσιάζει για πρώτη φορά τη βραχυγραφία “IhS”, σύμφωνα με το Βρετανικό κατάλογο των βυζαντινών, αυτοκρατορικών νομισμάτων. Από νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ και του Κωνσταντίνου Ζ΄, εντοπίζουμε την επιγραφή με τη μορφή IhSXΡREXREϞNANTIЧM.

 Ελληνικές επιγραφές με κοσμικό χαρακτήρα

 Α. Βασιλεύς   

   Από τη βασιλεία του Ηρακλείου και εξής γίνεται με περισσότερο εντατικούς ρυθμούς η προσπάθεια εξελληνισμού της αυτοκρατορίας. Οι τίτλοι “Imperator”, “Caesar”, “Augustus” τίθενται στο περιθώριο και αρχίζουν να βρίσκονται σε χρήση οι ελληνικοί ισοδύναμοι. Από τότε, ο τίτλος «βασιλεύς», αρχίζει να χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην επίσημη τιτλοφορία όπως μας βεβαιώνει επίσημη μαρτυρία. Ενσωματώνεται στον επίσημο αυτοκρατορικό τίτλο πιθανότατα μετά την επιστροφή του Ηρακλείου από τον Περσικό πόλεμο του 629. Περίπου 100 χρόνια μετά πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος σε μιλιαρέσιο του Λέοντος Γ΄, όπου πατέρας και γιος περιγράφονται ως “bASILIS”. O οπισθότυπος χάλκινου νομίσματος του Λέοντος Δ΄, φέρει την επιγραφή, Ba, και πιθανότατα αυτή η συλλαβή να σημαίνει «βασιλεύς». Σε χρυσό νόμισμα, ο τύπος εισάγεται από τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄ σε βραχυγραφία με τη μορφή , bAS’. Έπειτα από αυτό, συναντάμε το «βασιλεύς», σε όλα τα νομίσματα και σε όλες τις αξίες. Από τις αρχές του 9ο  αιώνα (812) το βρίσκουμε και με τη γενική «Ρωμαίων», τύπος που απαντά σε σφραγίδες ήδη από τον 8ο αιώνα. Αυτό συμβαίνει για τη διάκριση των Ελλήνων ηγεμόνων από τους Φράγκους ηγεμόνες. Ο πλήρης τύπος «Βασιλεύς Ρωμαίων», πρωτοεμφανίζεται σε μιλιαρέσιο του Μιχαήλ Α΄ (811/13).

 

Β. Αυτοκράτωρ

 

   Εξαιτίας της ευρύτερης χρήσης του τίτλου «βασιλεύς», το «αυτοκράτωρ» έμεινε τον 8ο αιώνα στο περιθώριο και σπάνιζε ακόμα και στις επίσημες προσφωνήσεις. Σπάνιος είναι και ο τίτλος στα νομίσματα. Από τον 9ο αιώνα στο τίτλο του βυζαντινού μονάρχη προστίθεται και ο όρος «αυτοκράτωρ», ο οποίος χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τον τίτλο του βασιλέως. Ο τύπος αυτής της επιγραφής απαντά σε νόμισμα του Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη (1041/42) στον εμπροσθότυπο νομίσματος ενώ ο ίδιος τίτλος βρίσκεται και στον οπισθότυπο αργυρών νομισμάτων του Νικηφόρου Β΄ Φωκά και του Ιωάννη Τζιμισκή. Ο τίτλος την ύστερη Βυζαντινή εποχή στα χρόνια των Παλαιολόγων, βρίσκεται στον πληθυντικό μαζί με τη γενική «Ρωμαίων» στα αργυρά νομίσματα του Ανδρόνικου Β΄ και Μιχαήλ Θ΄. Περιστασιακά, βρίσκουμε τον τίτλο «αυτοκράτωρ» και σε ένα «βασιλικό» του Ανδρόνικου Γ΄ και σε μερικά «σταυράτα» του Μανουήλ Β΄.

 Γ. Δεσπότης

   Το «δεσπότης», ελληνικό ισοδύναμο του “dominus”, δεν έχει την ίδια σημασία με το «βασιλεύς». Αρχικά υφίσταται ως επίθετο ένδειξης σεβασμού και γρήγορα γίνεται από μόνος του ένας αυτόνομος τίτλος. Ίσως ο τίτλος επικράτησε να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον διάδοχο στο θρόνο όσο ο κυρίως βασιλεύς ήταν ακόμα στη ζωή. Συχνά χρησιμοποιείται ο τίτλος σε νομίσματα παράλληλα με τον τίτλο «βασιλεύς». Έτσι από νόμισμα του Νικηφόρου Α΄ έχουμε τις επιγραφές που αναφέρουν στον εμπροσθότυπο το Νικηφόρο με το τίτλο «βασιλεύς» και τον Σταυράκιο με τον τίτλο «δεσπότη». Η παρουσία των δύο τίτλων στο ίδιο νόμισμα πρέπει να σχετίζεται με την ορολογική διάκριση των συμβασιλέων, έτσι ο μεν αρχαιότερος ονομάζεται «βασιλεύς», ο δε συμβασιλεύς «δεσπότης». Το ίδιο συμβαίνει και σε solidus από την Κωνσταντινούπολη από τη βασιλεία του Μιχαήλ Β΄ Αμορίου (820/29). Από την ίδια βασιλεία ωστόσο, υπάρχει επαρχιακό νόμισμα που ονομάζει και τους δύο φερόμενους στην επιγραφή, βασιλείς (mIXAHLba/ΘEOFLObA).

   Ο τίτλος «δεσπότης» συναντάται και ως προσδιορισμός της Θεοδώρας περί το 842, σε χρυσό solidus. Η επιγραφή είναι «Θεοδώρα Δέσποινα» για τον εμπροσθότυπο και «Μιχαήλ και Θέκλα» για τον οπισθότυπο.

    Μετά τον Θεόφιλο, ο τίτλος τέθηκε εκτός χρήσης για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο τίτλος επανήλθε και γνώρισε χρήση κυρίως μέσα σε επιγραφές που αποτελούν επικλήσεις βοήθειας στη Θεοτόκο. Στα χρόνια των Κομνηνών, το «δεσπότης», το συναντάμε σε επιγραφές κατακόρυφης διάταξης:

                   Α          Τ

                 ΛΕ         ω

                  ΖΙ        ΚΟ

                  Ω        ΜΝΗ                                                                      

                 ΔΕC     Ν

                  ΠΟ       ω

                  Τ      

    Ανάλογες είναι και οι επιγραφές από τις βασιλείες του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και του Μανουήλ Α΄. Από το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, παραθέτω ενδεικτικά την επιγραφή που σημειώνει:

                                                                                                ΜΑ             ΠΛ

                                                                                                ΝŎ            Λ[Ι]Ο

                                                                                                ΗΛ            ΛΟ

                                                                                                ΔΕC           ΓΟ

                                                                                                ΠΟΤ            C

 Δ. Αύγουστος / Αυγούστα

   Ο εξελληνισμένος πλέον τίτλος «Αύγουστος» συναντάται σε χάλκινο folli του Θεοφίλου στον οπισθότυπο του νομίσματος. Η επιγραφή αναγράφεται σε τέσσερις στίχους και είναι της μορφής ΘEOFILE AVϞOVSTE SVNICAS. Περί το 912/13, ο ίδιος τίτλος, σε ονομαστική πτώση αυτή τη φορά, εμφανίζεται σε solidus του Αλεξάνδρου με τη μορφή ΑЧϞЧSTOS. Νωρίτερα, περί το 790, σε solidus που φέρει στη μία όψη τον Κωνσταντίνο και στην άλλη την Ειρήνη, υπάρχει η επιγραφή CONSTANTINOS bAS / HRHNI AVCUTA. Ο Λέων Δ΄, είχε στέψει συμβασιλέα το γιο του Κωνσταντίνο, ο οποίος μετά το θάνατο του πατέρα του κυβέρνησε υπό την επιτροπεία της μητέρας του, Ειρήνης της Αθηναίας. Στα χρόνια της μονοκρατορίας της Ειρήνης απουσιάζει από τα νομίσματα εντελώς το όνομα του Κωνσταντίνου και η Ειρήνη αυτοαποκαλείται βασίλισσα και στις δύο όψεις του νομίσματος.

Ε. Επιγραφές, που τονίζουν την συνέχεια μίας βασιλικής οικογένειας

   Για να εξασφαλιστεί η δυναστική σταθερότητα, έγινε συνήθεια από νωρίς, ήδη συμβαίνει στα χρόνια του Ηρακλείου, να ορίζεται ο διάδοχος του θρόνου πριν ο βασιλικός θρόνος μείνει κενός από ενδεχόμενο θάνατο του βασιλέως. Γι’ αυτό συναντάμε νομίσματα που απεικονίζουν συνήθως τον πατέρα με τον γιο, πράγμα που ενισχύει τη «συνέχεια», στη σκέψη των υπηκόων.

   Ένας άλλος τρόπος που ενισχύει τη «συνέχεια» της βασιλικής οικογένειας είναι και η αναγραφή σε νόμισμα των ονομάτων μίας δυναστικής γενιάς από τον «πάππο» έως και το νεώτερο, τελευταίο της δυναστείας που κυβερνά μία δεδομένη στιγμή. Τέτοιο παράδειγμα είναι η επιγραφή LEOn PAPʹ CONSTANTIhOS PATHR / LEONVSS ESSON CON STANTINOSOhEOS, και εξαιτίας του ότι δεν βρήκα κάποια άλλη  επιγραφή ανάλογη σε μορφή και περιεχόμενο, κάνω αυτή την ξεχωριστή μνεία. Πρόκειται για solidus από τη βασιλεία του Λέοντος Δ΄ και το ανάπτυγμα της επιγραφής είναι «Λέων πάππος, Κωνσταντίνος πατήρ, Λέων υιός και εγγονός, Κωνσταντίνος ο νέος». Αυτή είναι λοιπόν η επιγραφή, όπου παρουσιάζονται τέσσερις αυτοκράτορες ενώ παράλληλα επισημαίνεται η μεταξύ τους σχέση. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται η βασιλεία τους.

 Ελληνικές Επιγραφές με θεολογικό θρησκευτικό περιεχόμενο

 Α. κ Θεο / ν Χριστ

    Στο βυζάντιο, η ιδέα της από Θεού προέλευσης της εξουσίας ήταν ιδιαίτερα προσφιλής και αυτή η ιδέα αποτυπώνεται και εμπράκτως στα έγγραφα, τις σφραγίδες και τα νομίσματα.

   Από τις πρώτες επιγραφές που απηχούν τέτοια νοήματα είναι το «κ Θεο»( αργότερα το «ν Θε» ) που εισήχθη για πρώτη φορά στο μιλιαρέσιο του Λέοντος Γ΄ περί το 720 μ.Χ.  Πάλι σε αργυρό νόμισμα στον οπισθότυπο, από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ε΄ απαντά η επιγραφή «Κωνσταντίνος και Λέων εκ Θεού βασιλείς». Αυτή η μακροσκελής επιγραφή τονίζει την ιδιαίτερη αξία του αργυρού νομίσματος, πιο διαδεδομένου για την προώθηση της προπαγάνδας. Ανάλογο παράδειγμα είναι και η επιγραφή από αργυρό νόμισμα της βασιλείας του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (mIXAHL s ΘΕΟFVLACT EEC Θ(εού) bASILIS  ROmAION). Ο τύπος, από τον Λέοντα ΣΤ΄ έως τον Ιωάννη Α΄ αλλάζει σε «ν Χριστ». Επί παραδείγματι, νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) φέρει την επιγραφή, LEOИENXω bASILEЧS RomωИ. Τέτοιες φράσεις υπάρχουν κατά περίσταση σε χρυσά νομίσματα ενώ κατά κανόνα βρίσκονται σε αργυρά νομίσματα. Στο ύστερο Βυζάντιο των Παλαιολόγων, η χρήση στα έγγραφα της φόρμουλας « ν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων», αντικατοπτρίζεται και στα νομίσματα. Λόγου χάρη, στα νομίσματα του Ανδρόνικου Β΄, του Ιωάννη Ε΄ και Ιωάννη ΣΤ΄ συναντάμε την επιγραφή EN Xω Tω Θω PICTOC BACILEVS O ΠΑΛ(ΑΙΟΛΟΓΟC).

 B. Δολος Χριστού πιστός ν αυτ βασιλεύς Ρωμαίων                                                Κύριε / Θεοτόκε βοήθει τ σ δούλ / δεσπότη

   Μεταξύ του 829 και του 832, από τη βασιλεία του Θεοφίλου, έχουμε αργυρό νόμισμα με επιγραφή που συναντάται για πρώτη φορά το «+ΘΕΟFILOS DЧLOS XRISTЧ PISTOS En AVTO bASILEЧS  ROMAION» (εικ.19). Παράλληλα έχουμε και το solidus που φέρει την εξαιρετικά σημαντική επιγραφή στον οπισθότυπο, CVRIEbOHΘHTOSODOVLO (Κύριε βοήθει τω σω δούλο). Ο τύπος αυτής της επιγραφής εξακολουθεί να είναι ίδιος στις βασιλείες του Ισαάκιου Α΄, Ρωμανού Δ΄ και Μιχαήλ Ζ΄, όμως ο Ρωμανός Α΄ χρησιμοποίησε και τον τύπο XE Bohθει  (Χριστέ Βοήθει).

   Ανάλογη είναι και η επιγραφή, όταν ο αυτοκράτωρ ή ο δεσπότης επικαλείται τη Θεοτόκο. Απλώς, εισάγεται το «Θεοτόκος» σε βραχυγραφία «ΘΚΕ» και το υπόλοιπο τμήμα παραμένει ως έχει. Τον 11ο αιώνα τέτοιες επικλήσεις ήταν πολύ συχνές και απαντούν σχεδόν σε κάθε αυτοκράτορα από το Ρωμανό Α΄ και εξής. Από τη βασιλεία του Ρωμανού Α΄ έχουμε τον εμπροσθότυπο «ΚΕbOHΘΕΙ  ROmANω   ΔESPOTH» ενώ σε επιγραφή νομίσματος του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, υπάρχει η αντίστοιχη επίκληση στη Θεοτόκο «+ΘΕΟΤΟC΄b΄ΗΘΙ Nichf΄DESP»· ο ίδιος τύπος χρησιμοποιείται και σε χρυσό νόμισμα από τον Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο τέλος αυτής της επισκόπησης, είναι πλέον ευδιάκριτη η εξέλιξη των επιγραφών αλλά και του ρόλου τους στην εξυπηρέτηση των πολιτικών σκοπών της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με άριστο τεχνικά τρόπο, κάθε φορά, η επιγραφή μετέφερε κατάλληλα μηνύματα ανάλογα με τις προθέσεις του κάθε αυτοκράτορα. Απλές στην αρχή οι επιγραφές και κάπως «συντηρητικές», ήταν φορείς των ιδεών και εννοιών του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Οι αλλαγές ωστόσο των συνθηκών που μετέβαλαν τις ισορροπίες και τα δεδομένα της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε αναπροσαρμογές. Οι επιγραφές εμπλουτίστηκαν με ποικίλα μηνύματα κυρίως θεολογικού περιεχομένου και  δεν έλειψαν και αλλαγές σε έννοιες πολιτικού περιεχομένου εφόσον οι μεταβολές που επήλθαν στην κοινωνία του Βυζαντίου, το απαιτούσαν.

   Για μεγάλα διαστήματα ήταν δυνατό να μη παρατηρηθεί κάποια ουσιώδης μεταβολή στις επιγραφές. Όμως όταν η συγκυρία το επέβαλε (αλλαγή στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, επιτυχία στην εξωτερική πολιτική, επέτειοι / εορταστικές εκδηλώσεις) οι αλλαγές αποτυπώνονταν στα νομίσματα είτε με μεταβολή-αντικατάσταση της επιγραφής, είτε με αλλαγή της εικονογραφίας ενώ άλλοτε συνέβαιναν και τα δύο. Επίσης η ποιότητα του νομίσματος και των στοιχείων που το αποτελούν, εξαρτάται από την κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία. Άλλοτε έχουμε περισσότερο προσεγμένες επιγραφές και άλλοτε όχι. Άλλοτε δίνεται έμφαση στο χρυσό νόμισμα (οπότε έχουμε κάποια αλλαγή σχετικά με αυτό), άλλοτε στο αργυρό και άλλοτε στο χαλκό. Συνήθως όμως, το νόμισμα που εξυπηρετούσε καλύτερα την πολιτική της αυτοκρατορίας ήταν το αργυρό νόμισμα και όχι τόσο το χρυσό, που η απόκτησή του από τις λαϊκές μάζες δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

1.

2.

3.

4.

5.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alfred, R. Bellinger, «The coins and Byzantine Imperial Policy»,  Speculum 31, 1956

Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου,»Η αντιβασιλεία εις το Βυζάντιον»,  Σύμμεικτα, Εθνικόν Ιδρυμα Ερευνών, Κέντρων Βυζαντινών Ερευνών, τομ. 2,  Αθήναι 1970

____, Βυζαντινή Ιστορία, Β΄1, 610-867, Θεσσαλονίκη 1998

____, «Εκλογή, αναγόρευσις και στέψις Βυζαντινού αυτοκράτορος» (Πραγματιαι της Ακαδημίας, Αθηνών), τομ. 22, αρ. 2, Αθήναι 1956

J. J Reiske, Constantini Porphyrogeniti imperatoris De cerimoniis aulae Byzantinae, Libr. Duo, Vol. 1  (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae) Bonn: Weber 1829

Phillip Grierson, Byzantine Coinage, Washington 1999

____, Byzantine Coinage as Source Material, Main papers X, 13thInternational Congress of   Byzantine studies, Oxford 1996

____, «The debasement of the Bezant in11th century», Byzantinische Zeitsschrift 47, 1954

Dumbarton Oaks, Catalogue Of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection And in the Whittmore Collection, Vol. II, III, V/ Parts1, 2

Alan Harvey, Οικονομική Ανάπτυξη  (900-1200), Αθήνα 1997

Hendy M. F, Studies in the Byzantine monetary economy c. 300-1450, Cambridge University  Press, 1985

Νiki A. Koutrakou, «Βυζαντινή πολιτική ιδεολογία και προπαγάνδα: Μετασχηματισμοίθέσεις και αντιθέσεις. Το παράδειγμα του Λέοντος Ε΄Αρμενίου (813-820)», Ἳστωρ 3, 1991

George Ostrogorsky, Ιστορία τουΒυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1978

Gerhard Rösch, OΝΟΜΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, Wien 1978

David R. Sear, Byzantine coins And their values, London 1974

Warwick Wroth, Imperial Byzantine Coins, Chicago 1908

G. Zacos, A. Veglery, «C for Σ on  The coins of the 11th century», Numismatic Circular 68, 1960

____, «Enigmatic Inscriptions on Byzantine coins», Numismatic Circular 63, 1955

Διον. Α. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ἱστορία 324-1071, Αθήνα 1972

                                                 

                                                         

                                                                             


                                                                            

                                             

                                                                            

                                                                          

                                                                        

                                                      

                                                                             

                                                                            

 

 

 


Επισκόπηση-Παρουσίαση της ελληνικής Ιστορίας κατά τον 20ο αιώνα

Επισκόπηση-Παρουσίαση της ελληνικής Ιστορίας κατά τον εικοστό αιώνα (Χρονολόγιο)

(Της Θεοδώρας-Έμμας Σκορδίλη, Απόφοιτης Αρχαιολογίας, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μεταπτυχιακής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στο Πρόγραμμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (email: doris_sko@hotmail.com) και της Ελένης Μπαχουμά, απόφοιτης του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής και μεταπτυχιακής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στο Πρόγραμμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών)

Η παρουσίαση έγινε στα πλαίσια του μαθήματος «Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία και Ιδέες» (Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών).

Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

—Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Σεπτέμβριος 1939Σεπτέμβριος 1945) άρχισε σαν ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών ανάμεσα σε έθνη της «γηραιάς» ηπείρου και κατέληξε στον υποβιβασμό των μεγάλων Ευρωπαίων εμπολέμων σε δυνάμεις δεύτερης κατηγορίας.
—Μεταξύ 1939 – 1941 ο Χίτλερ καταφέρνει με διαδοχικά κεραυνοβόλα πλήγματα να υποτάξει σχεδόν όλη την Ευρώπη. (Αυστρία,Τσεχοσλοβακία,Πολώνια,Δανία,Νορβηγία,Βέλγιο,Γαλλία,
Γιουγκοσλαβία,Ελλάδα).
22 Ιουνίου 1941: Γερμανική εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας, παρόλο που είχε υπογραφεί συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών (Αύγουστος 1939).
•Πολιορκείται το Λένινγκραντ (Αγ. Πετρούπολη) και οι     ναζιστικές δυνάμεις φτάνουν στα προάστια της Μόσχας. Με τη βοήθεια του ρωσικού χειμώνα η ορμή των Γερμανών ανακόπηκε.
7 Δεκεμβρίου 1941: Η Ιαπωνία εξαπέλυσε εναέρια επίθεση κατά της μεγάλης ναυτικής αμερικανικής βάσης του Pearl Harbor – Η Αμερική μπαίνει και επίσημα στον πόλεμο.
Οκτώβριος του 1942: Οι Βρετανοί (με συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων) απώθησαν στο El Alamein τις γερμανικές δυνάμεις και λίγο αργότερα οι σύμμαχοι αποβιβάζονται στο Μαρόκο και την Αλγερία.
Νοέμβριος του 1942: Οι Ρώσοι κερδίζουν μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες του πολέμου στο Stalingrad.
Μάιος του 1943: Βρετανική προέλαση από την Αίγυπτο αναγκάζει τις Γερμανικές και τις Ιταλικές δυνάμεις να παραδοθούν. Η προέλαση του Κόκκινου στρατού στην ανατολική Ευρώπη και η αντεπίθεση των Δυτικών μετά την απόβασή τους στη Νορμανδία ( 6 Ιουνίου 1944) αναγκάζουν τη Γερμανία να συνθηκολογήσει άνευ όρων στις 7 Μαΐου  του 1945.
6 Αυγούστου 1945: Πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και τρείς μέρες αργότερα πτώση δεύτερης ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι που είχε ως αποτέλεσμα την άνευ όρων παράδοση των Ιαπώνων.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος Έχει Τελειώσει.

ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ, ΚΑΤΟΧΗ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΣ  ΠΟΛΕΜΟΣ 1936 – 1949

—Απρίλιος του 1936: Διορίζεται πρωθυπουργός ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία.
—4 Αυγούστου 1936: Ο Μεταξάς εξασφαλίζοντας την έγκριση του βασιλιά για την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, επιβάλει δικτατορία. Επρόκειτο για μια φασιστικού τύπου δικτατορία που απέβλεπε στην απόλυτη επιβολή του κρατικού ελέγχου στο δημόσιο βίο και στην προετοιμασία της χώρας για πόλεμο.

Το 1939, μετά την κατάληψη της Αλβανίας, η Ιταλία δείχνει επιθετικές διαθέσεις προς την Ελλάδα:

1.15 Αυγούστου 1940: Τορπιλισμός του αντιτορπιλικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου.
2.28 Οκτωβρίου 1940: Τελεσίγραφο με το οποία ζητά την ελεύθερη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος.

Ο Μεταξάς αρνείται και ο ελληνικός λαός προετοιμάζεται για τον πόλεμο που για την Ελλάδα κράτησε 216 μέρες ( 28 Οκτωβρίου 1940 – 31 Μαϊου 1941) και διαιρείται σε τρείς περιόδους:

1.28 Οκτωβρίου 1940 – 13 Νοεμβρίου 1940 : απώθηση των Ιταλών εισβολέων.
2.14 Νοεμβρίου 1940 – 28 Δεκεμβρίου 1940 : επίθεση κατά των Ιταλών και απώθησή τους στη Β. Ήπειρο.
3.29 Δεκεμβρίου 1940 – 5 Απριλίου 1941 : απώθηση της «εαρινής επίθεσης» και συντριβή των Ιταλών.
25 Δεκεμβρίου 1940: Το υποβρύχιο «Παπανικολής» , με κυβερνήτη τον  πλωτάρχη Μίλτωνα Ιατρίδη καταφέρνει να βυθίσει δύο ιταλικά μεταγωγικά, το ένα έξω από την Αυλώνα και το άλλο στην περιοχή του Μπρίντιζι.
  6 Απριλίου 1941: Η      Γερμανία συντρίβοντας ταυτόχρονα τη γιουγκοσλαβική αντίσταση,  χτυπά την Ελλάδα.
 Βασιλιάς και κυβέρνηση εγκαταλείπουν τη χώρα και η στρατιωτική  ηγεσία συνθηκολογεί στις 24 Απριλίου.
 27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα και διορίζουν  κυβέρνηση Κουίσλιγκ με πρωθυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο  Τσολάκογλου.
Μόνο στην Κρήτη η αντίσταση στη γερμανική εισβολή κρατά ως το Μάιο του 1941.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

—Οι ελληνικές επιτυχίες στην Αλβανία:
ØΣυνιστούν την πρώτη νίκη των συμμάχων, τη στιγμή που ο Άξονας φαινόταν ανίκητος.
ØΕνθαρρύνουν τους άλλους διστακτικούς λαούς.
ØΚαταστρέφουν το γόητρο του Μουσολίνι.
ØΕπηρεάζουν ακόμα περισσότερο τη στάση του αμερικανικού λαού.

Η αντίσταση στην Κρήτη προκαλεί την καταστροφή εκλεκτών  γερμανικών δυνάμεων και ο Χίτλερ αναγκάζεται  ν’αναβάλλει για ζωτικό χρονικό διάστημα την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΪΤΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

 Η περίοδος της κατοχής ήταν πλήρης δεινών για τον ελληνικό  λαό: —Πείνα και θάνατοι, κρύο και αρρώστιες, διωγμοί πατριωτών και  εκτελέσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο. Συγχρόνως τα εισοδήματα, οι  μισθοί και τα ημερομίσθια εκμηδενίζονται με ραγδαίο ρυθμό κάτω από  την πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού, ενώ η εξαφάνιση των  τροφίμων έχει ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της Μαύρης  Αγοράς. Παράλληλα η  περίοδος της κατοχής  έμελλε να αναδείξει μια  έξαρση του λαϊκού  μεγαλείου μέσω της  εθνικής αντίστασης.

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Ενώ η ελληνική βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου ήταν  εντελώς αποκομμένη από τη χώρα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν ν’ αναζητούν τρόπους αντίστασης στον κατακτητή.

Στις 30 Μαΐου 1941, δύο νέοι φοιτητές (Μανώλης Γλέζος και Αποστόλης Σάντας), κατεβάζουν τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Σιγά σιγά η αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών άρχισε ν’ απλώνεται και να οργανώνεται.

—11 Σεπτεμβρίου 1941: Ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ) με επικεφαλής της πολιτική ηγεσίας τον Νικόλαο Πλαστήρα και της στρατιωτικής τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
—Νοέμβριος 1941: Ίδρυση Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης (ΕΚΚΑ) με αρχηγούς τον συνταγματάρχη Ευριπίδη Μπακιρτζή, τον Δημήτριο Ψαρρό και τον Γεώργιο Καρτάλη.
—27 Σεπτεμβρίου 1941: Διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες, το ΚΚΕ και άλλα μικρότερα σοσιαλιστικά και προοδευτικά κόμματα ιδρύουν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), δημιουργώντας ταυτόχρονα τη στρατιωτική του  οργάνωση, τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), που η  δράση του άρχισε τον Φεβρουάριο του 1942 με αρχηγό τον Άρη  Βελουχιώτη.
 Οι οργανώσεις αυτές έχουν έναν άμεσο και έναν    ανώτερο στόχο:
 1.Τον αγώνα κατά των κατακτητών και την απελευθέρωση της Ελλάδας.
 2.Την αλλαγή στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική  ζωή της χώρας για τη δημιουργία ενός σταθερού δημοκρατικού  πολιτεύματος.

 25 Νοεμβρίου 1942: Η σπουδαιότερη αντιστασιακή ενέργεια, η

 ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Αυτή η πράξη είχε ως  αποτέλεσμα την καθυστέρηση του ανεφοδιασμού στην Αφρική.

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ενώ στην αρχή οι τρείς αντιστασιακές οργανώσεις συνεργάζονταν, από τα μέσα του 1943 άρχισε ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η αντίθεση εκδηλώθηκε από τις δύο οργανώσεις εναντίον του ΕΑΜ γιατί είχε πολιτική κυριαρχία. Οι Άγγλοι, ενώ στην αρχή βοήθησαν οικονομικά όλες τις οργανώσεις, στράφηκαν προς τον ΕΔΕΣ και το ΕΚΚΑ . Έτσι ξεσπάει ένοπλη ρήξη μεταξύ των οργανώσεων.

—10Mαρτίου 1944:Το ΕΑΜ σχηματίζει ένα είδος κυβέρνησης, Προσωρινή Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Σβώλο.
—Απρίλιος 1944: Παραίτηση Τσουδερού, αντικατάσταση από τον Σ.Βενιζέλο 14 Απριλίου 1944 και αργότερα από τον Γ.Παπανδρέου 27 Απριλίου 1944.
18 Απριλίου 1944: Γίνονται εκλογές για την ανάδειξη των μελών του «Εθνικού Συμβουλίου».
—20 Μαΐου 1944: Διάσκεψη του Λιβάνου με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων με αποτέλεσμα σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή του ΕΑΜ και με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
—12 Οκτωβρίου 1944: Απελευθερώνεται η Αθήνα.
—18 Οκτωβρίου 1944: Έρχεται η νέα κυβέρνηση στην Αθήνα και επιστροφή των βασιλοφρόνων ελληνικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

—Εσωτερικές αντιθέσεις στην Εθνική κυβέρνηση.
—Οι Άγγλοι επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις.
—Τα κυριότερα προβλήματα της κυβέρνησης Παπανδρέου:
1.Ο αφοπλισμός των ανταρτών.
2.Η δημιουργία εθνικού στρατού.
—Οι εαμικοί υπουργοί προτείνουν ταυτόχρονο αφοπλισμό ανταρτών και των στρατιωτικών σχηματισμών της Μέσης Ανατολής.
•Απορρίπτεται η πρότασή τους και παραιτούνται.
3 Δεκεμβρίου 1944: Το ΕΑΜ διοργάνωσε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος: 28 νεκροί και 100 τραυματίες.
4 Δεκεμβρίου 1944: Γενική απεργία, μονάδες του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν αστυνομικά τμήματα.
•Η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου άρχισε.
•Η κυβέρνηση υποστηρίζεται από τις δυνάμεις των Άγγλων.
 •Μάχες στην Αθήνα επί ένα μήνα.
 •Ο Γ. Παπανδρέου παραιτείται, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Ουΐνστον  Τσόρτσιλ, ήρθε για να δώσει λύση.
 •Νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Ν. Πλαστήρα.
3 Ιανουαρίου 1945: Παραίτηση Παπανδρέου και ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Πλαστήρα.
11 Ιανουαρίου 1945: Υπαναχώρηση του ΕΛΑΣ. Δίνεται τέλος στις μάχες μετά από συμφωνία του ΕΑΜ με το Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ.
12 Φεβρουαρίου 1945: Συμφωνία της Βάρκιζας:
1. Διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφίσματος για τη Μοναρχία.
2. Διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων και παράδοση των  όπλων του ΕΛΑΣ.
3. Αμνηστία μόνο στους στρατιώτες του  ΕΛΑΣ.
•Μονάδες του ΕΛΑΣ και ο Άρης Βελουχιώτης καταφεύγουν στα βουνά
•Ο Βελουχιώτης σκοτώνεται για να μη συλληφθεί.

2η  ΦΑΣΗ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

—Πολλοί  του  ΕΑΜ καταφεύγουν στα βουνά.
—Η κυβέρνηση Πλαστήρα
παραιτείται και ακολουθούν άλλες κυβερνήσεις
—Τρομοκρατία στην επαρχία.
—31 Μαρτίου 1946: Εκλογές με αποχή των ΕΑΜικών κομμάτων.
—Νίκη των συντηρητικών και μετά από δημοψήφισμα επιστρέφει ο Βασιλιάς, Γεώργιος Β΄.
—Οι αριστεροί χαρακτηρίζουν το δημοψήφισμα νοθευμένο και το  ΚΚΕ κηρύσσεται παράνομο.
Καλοκαίρι 1946 – Άνοιξη 1947: Σποραδικές επιθέσεις των αντιπάλων.
•Η κυβέρνηση Τσαλδάρη καταφεύγει στον  ΟΗΕ και εξαγγέλλεται το «δόγμα Τρούμαν», οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση κατά του κουμμουνισμού.
7 Σεπτεμβρίου 1947: Κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκού κόμματος (συντηρητικοί) και Φιλελευθέρων, οι Αμερικανοί  επεμβαίνουν στην ελληνική πολιτική και στηρίζουν την κυβέρνηση Σοφούλη.
23 Δεκεμβρίου 1947:  Οι κομμουνιστές σχηματίζουν την «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδος».
•Στη 2η φάση του, ο Εμφύλιος, είναι πιο άγριος. Το ΚΚΕ αποφασίζει την ένοπλη εξέγερση για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία.
Ιούνιος 1948: Η διένεξη Στάλιν και Τίτο επηρεάζει το ΚΚΕ γιατί χρειάζονται τη Γιουγκοσλαβία ως καταφύγιο, αλλά έχουμε και διαφωνίες πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών.
Άνοιξη 1949:  Γενικές εκκαθαρίσεις από τον κυβερνητικό στρατό στην Πελοπόννησο και σιγά – σιγά σε όλη την Ελλάδα.
•Ο Τίτο κλείνει τα σύνορα και οι αντάρτες εγκλωβίζονται στα βουνά της Β. Ελλάδας.
16 Οκτωβρίου 1949: Λήγει ο Εμφύλιος πόλεμος με την ήττα των ανταρτών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

—Δεκάδες χιλιάδες νεκροί.
—Εκατοντάδες χιλιάδες άστεγοι  στην επαρχία που καταφεύγουν στην Αθήνα.
—Ως 100.000 άτομα πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες.
—Το ιδεολογικό, πολιτικό και πολιτιστικό χάσμα χώρισε τον ελληνικό λαό για τις επόμενες δεκαετίες (εκτελέσεις αριστερών, εξορίες, αντικομουνιστικό μένος).
—Άνοιξε ο δρόμος για την απροκάλυπτη επέμβαση των συμμάχων στα εσωτερικά της χώρας (οικονομία, άμυνα, ασφάλεια, στρατιωτική οργάνωση).

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Όλα τα προπολεμικά πολιτικά γεγονότα και ο εμφύλιος πόλεμος απέδειξαν ότι χρειάζεται να εδραιωθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα. Υπήρξαν όμως πολλές δυσκολίες:

ØΗ Ελλάδα έχασε το 7-8% του συνολικού της πληθυσμού.
ØΗ οικονομία υπέστη καθίζηση.
ØΗ υποδομή και το συγκοινωνιακό δίκτυο καταστράφηκαν ολότελα.
Ø2,5 εκατομμύρια Έλληνες είχαν ανάγκη από κρατική περίθαλψη.
ØΗ απελπιστική αυτή κατάσταση έσπρωξε τις κυβερνήσεις να καταφύγουν σε ξένη βοήθεια.
ØΚατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων σε πολλά μικρά προσωποπαγή κόμματα, αυτό δημιούργησε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας.
ØΑπό το 1946 – 1952 εναλλάχθηκαν στην εξουσία διάφορες κυβερνήσεις.
ØΜάρτιος 1950 – Σεπτέμβριος 1951: Έγιναν εκλογές στις οποίες αναδείχτηκαν τρία κεντρώα κόμματα και σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού με αρχηγό τον Πλαστήρα.
•Φιλελεύθεροι του Σοφοκλή Βενιζέλου.
•Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα  του Γ.Παπανδρέου.
•Εθνική Προοδευτική Ένωση  του Ν. Πλαστήρα.
Ø1950 – 1952:  Την χώρα κυβερνούν διάφοροι ασταθείς κεντρώοι συνασπισμοί.
ØΝοέμβριος 1952: Εκλογές. Ο στρατάρχης Παπάγος με τον Ελληνικό Συναγερμό πετυχαίνει θριαμβευτική νίκη. Η συντηρητική παράταξη θα κυβερνήσει μέχρι τον Φεβρουάριο του 1956.
ØΠεθαίνει ο Παπάγος και τον διαδέχεται ο Καραμανλής, ο οποίος ιδρύει ένα νέο κόμμα την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) στις 4 Ιανουαρίου 1956.
Ø1952 – 1956: Αναλαμβάνει η συντηρητική παράταξη, πρώτα ως Ελληνικός Συναγερμός και μετά ως ΕΡΕ.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο 1949 – 1955 έχει δύο βασικούς άξονες:

1.Διασφάλιση των βορείων συνόρων της χώρας.
2.Στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ και τι άλλες δυτικές χώρες, γιατί σε περίπτωση πολέμου Ανατολής – Δύσης η Ελλάδα θα υφίστατο επίθεση από τους βόρειους γείτονές της, συμμάχους της ΕΣΣΔ.

20 Φεβρουαρίου 1952: Ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά της. Ενδεχόμενη επίθεση κατά της Ελλάδας θα σήμαινε, σύμφωνα με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, επίθεση και κατά των άλλων μελών. Αποτρέπει οποιαδήποτε πρόσβαση των βορείων συνόρων της χώρας.

12 Οκτωβρίου 1953: Σύναψη αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας – ΗΠΑ, με την οποία εγκαθίσταται ένα εκτεταμένο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων και διευκολύνσεων των ΗΠΑ (Σούδα, Ηράκλειο, Νέα Μάκρη, κ.α).
•Τεταμένες σχέσης Ελλάδας – Βουλγαρίας. Άρνηση Σόφιας να καταβάλει ολόκληρη την αποζημίωση που της είχε επιβάλει η Συνθήκη των Παρισίων (1946).
vΗ ΕΡΕ κερδίζει τις εκλογές του 1956, 1958 και 1961 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
vΤο Σεπτέμβριο του 1961 ιδρύεται η Ένωση Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
vΤον Οκτώβριο του 1961 διεξάγονται εκλογές και ξανακερδίζει  η ΕΡΕ και η ΕΚ αναδεικνύεται αντιπολίτευση και καταγγέλλει ότι οι εκλογές έγιναν κάτω από συνθήκες βίας και νοθείας.
vΤο πολιτικό κλίμα επιδεινώνεται.
vΙούνιος 1963: Παραίτηση Καραμανλή.
vΝοέμβριος 1963: Διεξάγονται εκλογές και κερδίζει η ΕΚ, που περιλαμβάνει φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά στοιχεία. Είναι δυσαρεστημένοι με δεξιά στελέχη και πρώην αυταρχικούς του ΕΑΜ.
vΙούλιος 1965: Ξεσπάει συνταγματική κρίση όταν ο πρωθυπουργός αποφασίζει να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο βασιλιάς αρνείται να εγκρίνει την υπουργοποίηση του πρωθυπουργού. Η διάσταση βασιλιά – πρωθυπουργού, δημιούργησε τη μεγαλύτερη κρίση μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και έγινε γνωστή ως Ιουλιανά.
vΠαραίτηση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου.
v1965 -1966: Πρωθυπουργία Στεφανόπουλου. Το Δεκέμβριο του 1966, μετά από μυστική συμφωνία Π. Κανελλόπουλου (ΕΡΕ) και Γ. Παπανδρέου (ΕΚ), η ΕΡΕ αποσύρει την υποστήριξη στο Στεφανόπουλο προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές.
v21 Απριλίου 1967: Μια ομάδα συνταγματαρχών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος και Πατακός) καταλαμβάνει πραξικοπηματικά την εξουσία και καταλύει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της χώρας. Αναστέλλουν θεμελιώδης διατάξεις του Συντάγματος και κυβερνούν καταπνίγοντας κάθε αντίσταση.
vΔεκέμβριος του 1967: Αποτυχημένο πραξικόπημα που επιχείρησε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κατά των συνταγματαρχών.

 Μετά το Δεκέμβριο του 1967.

Ιούλιο 1973: αναγγέλεται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος προκειμένου να  εγκριθούν ο μοναδικός υποψήφιος (Γ.Παπαδόπουλος), το νέο Σύνταγμα καθώς και  η διεξαγωγή γενικών εκλογών μέχρι το τέλος του 1974.

Πρέπει να τονιστει οτί απ΄τις πολιτικές δυνάμεις ΜΟΝΟ ο Μαρκεζίνης ,αρχηγός του μικρού κόμματος των Προοδευτικών, υποστήριξε τον μοναδικό υποψήφιο Γ.Παπαδόπουλο.

Οκτωβριος 1973:διορίζεται πρωθυπουργός και ταυτόχρονα υπόσχεται την διεξαγωγή εκλογών.

Νοέμβριος 1973: φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου κατά των συνταγματαρχών.

17 Νοεμβρίου 1973: εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ήταν μια μαζική διαδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1973, κλιμακώθηκε σχεδόν σε αντιχουντική επανάσταση και έληξε με αιματοχυσία το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, μετά από μια σειρά γεγονότων που ξεκίνησαν με την είσοδο αρμάτων μάχης στον χώρο του Πολυτεχνείου.
25 Νοεμβρίου 1973: οι αξιωματικοι ανατρέπουν τον Γ.Παπαδόπουλο και έρχεται στην εξουσία μία σκληρότερη ομάδα αξιωματικών.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορίζεται ο στρατηγός Γκιζίκης και Πρωθυπουργός ο Ανδρουτσόπουλος.Ωστόσο ο ισχυρός άντρας του καθεστώτος αναδυόταν ο αρχηγός της στρατιωτικής αστυνομίας, Δ. Ιωαννίδης.

24 Ιουλίου 1974: Αποκαθίσταται η δημοκρατία. Ακολουθούν κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974 – 1980) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1981 – 1995) που προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν τη χώρα (νομιμοποίηση του  ΚΚΕ 1974, κατάργηση της βασιλείας  1975, αναγνώριση της Εθνικής αντίστασης.

ΕΘΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Τα Δωδεκάνησα προσαρτώνται στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Όμως η Βόρειος Ήπειρος παραμένει στην Αλβανία.

Το κυριότερο πρόβλημα ήταν αυτό της Κύπρου.

—Από το 1870 βρίσκεται υπό Αγγλική κατοχή.
—Το 82% του πληθυσμού ήταν Έλληνες και επιθυμούσαν την ένωση με την Ελλάδα.
—Το 1950 με την καθοδήγηση του Μακάριου κηρύσσονται, μετά από δημοψήφισμα, υπέρ της ένωσης (96%).
•Οι Άγγλοι αρνούνται και αρχίζει ο ένοπλος αγώνας με την  Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) με αρχηγό το Γεώργιο Γρίβα.
•Οι Άγγλοι εξορίζουν το Μακάριο, καίνε χωριά, εκτελούν αγωνιστές (Γρηγόρης Αυξεντίου).
• Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959 αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία της Κύπρου , όμως παραχωρούν πολλές εξουσίες στην τουρκική μειονότητα.
16 Αυγούστου 1959: Ο Μακάριος πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
•Το  1963 ο Μακάριος αποφάσισε την αναθεώρηση του πολύπλοκου συντάγματος.
•Οι Τουρκοκύπριοι αντιδρούν και με την προοπτική της Τουρκίας δημιουργούν τουρκικές εστίες.
•Το οριστικό χτύπημα στο πρόβλημα της Κύπρου δίνεται από το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας τον  Ιούλιο του 1974 με το πραξικόπημα κατά του Μακάριου που προκάλεσε την εισβολή των Τούρκων και την κατάληψη του 40% του κυπριακού εδάφους.
•Ο Μακάριος πεθαίνει το 1977 και από τότε γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες για τη λύση του προβλήματος.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Μεταπολεμικά προβλήματα υπήρξαν πολλά και οικονομικά και κοινωνικά:

—Υπήρχαν απώλειες στο εργατικό δυναμικό.
—Μείωση της εργατικής παραγωγής.
—Το νόμισμα εκμηδενίζεται.
—Η οικονομική βοήθεια εξανεμίζεται στον εμφύλιο πόλεμο.
—Έχουμε διόγκωση του αστικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στην Αθήνα.
vΠρώτος στόχος της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι η εκβιομηχάνιση.
vΗ γεωργία, παρά τα μέτρα για εκσυγχρονισμό, παραμένει σε ξεπερασμένες μορφές καλλιέργειας.
vΟ τριτογενής τομέας (εμπόριο) είναι ανεπτυγμένος.
vΑλματώδης αύξηση στον εμπορικό στόλ.ο

Παρά τη φαινομενική ανάπτυξη, παρατηρείται μια τάση για απόκτηση αγαθών και αύξηση πληθωρισμού.

vΜεταναστευτικό ρεύμα κυρίως προς τη Γερμανία
vΑπό το 1961 η Ελλάδα άρχισε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά η δικτατορία ανέστειλε τις διαδικασίες.
vΑπό την  1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα στο τέλος του
αιώνα, εκτός από το Κυπριακό, ήταν αυτή των Ιμίων.
—Κρίση των Ιμίων ονομάζεται συμβατικά το επεισόδιο που έλαβε χώρα το 1996 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με αφορμή τις βραχονησίδες των Ιμίων. Κατά την διάρκεια της ολιγοήμερης κρίσης, οι δύο χώρες μετέφεραν στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως ναυτικές) γύρω από τα Ίμια και τις ανέπτυξαν φτάνοντας κοντά στην ένοπλη σύρραξη. Με την παρέμβαση ξένων δυνάμεων, και κυρίως των ΗΠΑ, η ένταση εκτονώθηκε και οι δύο χώρες απέσυραν τα στρατεύματά τους. Προς τις τελευταίες ώρες της κρίσης, τρεις Έλληνες αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού έχασαν την ζωή τους όταν το ελικόπτερο όπου επέβαιναν κατέπεσε στην θάλασσα. Το ατύχημα αποδόθηκε σε τεχνικά αίτια και την κόπωση του πληρώματος. Η τουρκική πλευρά δεν ανέφερε απώλειες. Η κρίση των Ιμίων είχε σοβαρές επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έβαλε τις δύο χώρες σε μία περίοδο έντασης και αμοιβαίας καχυποψίας που συνεχίστηκε μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1990.


Moisset Jean-Pierre, Η Ιστορία του καθολικισμού

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» το βιβλίο του Moisset Jean-Pierre, «H Ιστορία του καθολικισμού», μεταφρασμένο από τους Ρούσσο Μιχάλη, Βαλασιάδη Αιμίλιο, Ρούσσο Μάρκο και Κώστα Γιάννη. 

ΠΗΓΗ: http://www.greekbooks.gr/search/results?keywords=

%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A1%CE%99%CE%91%20

%CE%A4%CE%9F%CE%A5%20%

CE%9A%CE%91%CE%98%CE%9F

%CE%9B%CE%99%CE%9A%CE%99

%CE%A3%CE%9C%CE%9F%CE%A5


Βυζαντινή Διπλωματία

Ο Μανουὴλ δὲν ἦταν ὁ μόνος αὐτοκράτωρ ποὺ ταξίδεψε στὴ Δύση ἀναζητῶντας ἀρωγή. Ἐδῶ ὁ Ἰωάννης Η΄ στὸν ἴδιο "ἄχαρο" ρόλο.

 

«Μανουήλ Β΄Παλαιολόγος…

ἀναζητῶντας ἐρείσματα στὴ Δύση»

Τὸ ὁδοιπορικὸ ἑνὸς αὐτοκράτορος

(ἐργασία ποὺ ἐκπονήθηκε στὰ πλαίσια σεμιναρίου, τοῦ Μεταπτυχιακοῦ Προγράμματος Σπουδῶν: Μεθοδολογία κριτικῆς καὶ ἔκδοσης τῶν Ἱστορικῶν Πηγῶν, στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας, ἐν ἔτει 2008, γιὰ τὸ σεμινάριο ποὺ δίδαξε ἡ βυζαντινολόγος Σοφία Μεργιαλή, με τίτλο «Βυζαντινή Διπλωματία»)

Τοῦ Ἰωάννη Δ. Κηπουροῦ (Ἱστορικοῦ)  

i.Ὁ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος καὶ ὁ «κόσμος» του. Ἡ Εὐρώπη τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος  – ἱστορικὴ προσέγγιση καὶ κριτικὴ διείσδυση –

Ὁλόκληρος ὁ ΙΔ΄ αἰώνας ὑπῆρξε γιὰ τὸν χῶρο τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς περίοδος συνεχῶν ἀναταράξεων, πολιτικῶν, κοινωνικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀναβρασμῶν.

Τὸ ἄλλοτε ἑνιαῖο βυζαντινὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἀξίωνε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ χαρακτηρισμὸ οἰκουμενικό, διασπάστηκε σὲ πολὺ μικρὰ κρατίδια, τὰ ὁποῖα μὲ τὴ σειρά τους δὲν ἐξαρτιόνταν ἀπὸ τὸ κέντρο, τὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ κάθε ἕνα φρόντιζε νὰ ἐξασφαλίζει τὴν ἐπιβίωση του ἐνῶ τὸ κέντρο δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ προστατεύει τὰ ἐπιμέρους κρατίδια.

 Οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν Ἀνδρονίκων Παλαιολόγων1 τῆς δεύτερηςκαὶ τρίτης δεκαετίας τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος ποὺ ἔπληξαν τὴν αὐτοκρατορία (1321, 1322, 1327, 1341), ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἔριδα ποὺ ἀνέκυψε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ (Ἡσυχασμός) σημάδεψαν αὐτὸν τὸν αἰῶνα καὶ ὁδήγησαν τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ὁριστική της δύση. Μπορεῖ ἡ πτώση νὰ καθυστέρησε ἕως τὰ 1453, ὡστόσο ἡ διαδικασία τῆς σήψης ἄρχισε πολὺ νωρὶς καὶ μάλιστα τὸν αἰῶνα ποὺ ἐξετάζουμε ἡ κατάσταση ἤδη θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς μὴ ἀναστρέψιμη2.

 Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ μεσαιωνικὴ Εὐρώπη πλήττεται ἀπὸ θρησκευτικές, πολιτικὲς ἔριδες καθὼς καὶ ἀπὸ ἐπιδημικὲς ἀσθένειες. Ἐὰν οἱ Εὐρωπαῖοι ἀποφάσισαν νὰ στραφοῦν στὰ ἐδάφη τῆς Ἀνατολῆς στὰ τέλη τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος ἐγκαινιάζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ σταυροφορικὸ κίνημα, στὸν ΙΔ΄ αἰ. παρατηρεῖται μία ἀναδίπλωση καὶ μία παύση στὴν «πρὸς Ἀνατολᾶς» ἐπέκταση. Φαίνεται πὼς ἦταν ἡ ἀνοδικὴ πορεία τῆς εὐρωπαϊκῆς οἰκονομίας στὰ τέλη τοῦ ΙΑ΄ αἰ., ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ πληθυσμιακὴ αὔξηση, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν φεουδαρχῶν γιὰ ἐπέκταση τῶν ἐπιχειρηματικῶν δραστηριοτήτων τους καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἔξαρση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, ποὺ ἔστρεψαν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν στὴν ἀνατολή3.

Ὡστόσο, ὁ ΙΔ΄ αἰ. ἐπέβαλλε διαφορετικὲς συνθῆκες, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους ὑπαγόρευσαν νέες, περισσότερο «ἀμυντικές» ἐπιλογές. Ἡ ἔναρξη τοῦ ἑκατονταετοῦς πολέμου4 στὰ 1337 -ἔπαυσε στὰ 1453- ἀνάμεσα στὸν θρόνο τῆς Γαλλίας καὶ στὸ βρεττανικὸ βασίλειο γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ γαλλικοῦ βασιλείου, ἀλλὰ καὶ σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο ἡ «ἔξωση» τοῦ παπικοῦ θρόνου στὴν Αβινιὸν μὲ τὸ συνακόλουθο δυτικὸ σχίσμα5 (1305-1415), περιόρισαν τὴν Εὐρώπη στὴν προσπάθεια ἐπίλυσης τῶν ἐσωτερικῶν της προβλημάτων μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἄμβλυνση τοῦ ἐνδιαφέροντός της γιὰ ἐπέκταση στὰ ἀνατολικά, καὶ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀδιαφορία γιὰ τὸν ὀθωμανικὸ κίνδυνο ποὺ βρισκόταν πρὸ τῶν πυλῶν. Ὅπως εἶναι γνωστὸ στὰ 1529 οἱ Ὀθωμανοὶ ἔφθασαν στὴ Βιέννη καὶ λίγο ἔλειψε νὰ ἐπεκταθοῦν στὴν Κ. Εὐρώπη. Ἴσως αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν εἶχαν προβλέψει οἱ ὁμόπιστοι Δυτικοὶ ἢ ἁπλὰ εἶχαν ἄλλες προτεραιότητες.

Σὲ ὅλα αὐτὰ, θὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ κατάσταση τῶν ἐπιμέρους εὐρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, ἀπόρροια τῶν κοινωνικῶν δομῶν τοῦ ὕστερου μεσαίωνος.  Ἡ αὐξημένη θνησιμότητητα σὲ μικρὲς ἡλικίες εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα  τὴ γένεση ἑνὸς προβληματικοῦ στὴ σύστασή του πληθυσμοῦ, ἀποτελούμενου ἀπὸ μὴ παραγωγικὲς δυνάμεις. Ἀφενὸς νήπια, ἀφετέρου ὑπερήλικες ποὺ δὲν τροφοδοτοῦσαν τὴν παραγωγὴ μὲ ἐργατικὰ χέρια. Ἐντούτοις, ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐρώπης στὴν ὕστερη μεσαιωνικὴ περίοδο αὐξήθηκε ὑπέρμετρα καὶ μόνο οἱ συχνὲς ἐπιδημίες ποὺ γιὰ περίπου τρεῖς αἰῶνες ἔγιναν ἐνδημικές, ὡς ἐξισορροπητικὸς μηχανισμὸς τῆς φύσης, κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὸ ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ στὰ ἴδια ἐπίπεδα6. Μάλιστα, ἡ «βουβωνική» πανώλη τοῦ 13487 καὶ 1351 ἐξόντωσε 25 ἑκ. ἀνθρώπους, ὅταν τὸ σύνολο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πληθυσμοῦ ἦταν 80 ἑκ.8 .

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο εἶναι κάπως φυσιολογικὴ ἡ σχετικὴ ἀναβλητικότητα τῶν Δυτικῶν, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Βυζαντίου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ κίνδυνος τῆς ὀθωμανικῆς ἐπέλασης φαινόταν βέβαιος.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ τελευταῖοι βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἦταν διατεθειμένοι νὰ θυσιάσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ κλίνουν τὴν κεφαλή τους ἐμπρὸς στὴν καθολικὴ ἀποστολικὴ Ἕδρα, ἐὰν ὁ καθολικὸς κόσμος ἔστελνε βοήθεια στὴν περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη.

 Πρῶτος, ὁ Ἰωάννης Ε΄, πατέρας τοῦ Μανουὴλ  προσπάθησε νὰ ὑπαγάγει τὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ στὴν ἀποστολικὴ Ἕδρα. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ὡς ἐγγύηση στὴ δέσμευση που ἀνελάμβανε, προετίθετο νὰ στείλει τὸν μικρὸ τότε Μανουὴλ στὴ Δύση, ὥστε νὰ μεγαλώσει λαμβάνοντας «δυτική» παιδεία. Οἱ συνεννοήσεις διεκόπησαν καὶ ἔτσι ἀπεφεύχθη ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Δύση9. Χρειάστηκε νὰ περάσει καιρὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Ἕλληνας αὐτοκράτορας θὰ ταξίδευε γιὰ τὴ Δύση. Στὸ μεταξὺ ἡ μεταστροφὴ τοῦ πατρός του στὸν καθολικισμὸ στὰ 1369 δὲν εἶχε κανένα πολιτικὸ ἀποτέλεσμα παρὰ μόνο παρέμεινε μία καθαρὰ ἀτομικὴ πράξη10. Ἀντίθετα, ὁ Μανουὴλ  φαίνεται πὼς εἶχε ἀντιληφθεῖ τὸ μάταιο μίας θρησκευτικῆς ἑνώσεως11 καὶ πολὺ ὀρθολογιστικὰ ἄσκησε τὴ διπλωματία, ἡ ὁποία, ἴσως ἦταν ἡ μόνη λύση γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν στὴ Φερράρα – Φλωρεντία (1439) ὁδήγησε σὲ μία νέα καὶ ὕστατη σταυροφορία· ὁ Ἰωάννης Η΄ μαζὶ μὲ δυτικὲς καὶ βαλκανικὲς δυνάμεις ἀντιμετώπισε ἀνεπιτυχῶς τὴ στρατιωτικὴ δύναμη τοῦ Μουρᾶτ Β’ στὴ μάχη τῆς Βάρνας (1444). Ἡ μάχη εἶχε δραματικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὸ συγκριτικὸ ὀλιγάριθμο δυτικὸ στράτευμα ποὺ δοκίμασε ἀνάλογη ἥττα μὲ αὐτὴ τῆς Νικόπολης. Καὶ ὁ τελευταῖος «μὴ ἐστεμμένος» βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ, Κωνσταντίνος Δράγασης, στήριξε τὴν ἰδέα τῆς ἐπιβίωσης τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν Ἕνωση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν ἔμελλε νὰ ἀποκτήσει ποτὲ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο παραμένοντας μία πράξη ἀμιγῶς τυπική, μία ἐκδήλωση ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς12.

Ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἀναλυθεῖ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ αὐτοκρατορικὴ ἰδέα τῆς ἀντίληψης τοῦ τότε γνωστοῦ, ἀνεπτυγμένου13 κόσμου. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ἐπιμερισμένο σὲ πολλὲς ἡγεμονίες, τίθεται τὸ ἐρώτημα ποιὸς ἄρχει ὅλους, ποιὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἐξουσίας. Ἕως καὶ τὰ μέσα τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνος ἡ διεθνῆς κοινότητα γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς μία πλασματικὴ συγγένεια14, ὅπου συνυπάρχει ὁ χριστιανικὸς κόσμος μὲ τὸν μουσουλμανικό, καὶ αὐτοὶ οἱ δύο μὲ τὸν ὑπόλοιπο γνωστὸ κόσμο. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς συγγένειας προεξάρχει ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ὡς ἄμεσος κληρονόμος τῆς ρωμαϊκῆς podestas καὶ ὡς «πατέρας» ὅλων τῶν ἐκχριστιανισμένων κρατῶν στὰ βόρεια καὶ ἀνατολικὰ σύνορα. Ὁ αὐτοκράτωρ διαθέτει «ἀδέλφια» καὶ αὐτὰ εἶναι οἱ ρῆγες τῶν σπουδαίων κρατῶν τῆς Ἑσπερίας. Στὴν κατηγορία τῶν «φίλων» ἀνήκουν ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες ἔχουν ἰσχὺ ἀλλὰ δὲν εἶναι χριστιανοί. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτά, σ’ ἕνα γράμμα τοῦ 1432, ὁ Ἰωάννης Η΄ ἀποκαλεῖ τὸν μεγάλο βεζύρη «φίλε τῆς βασιλείας μου» καὶ τὸν σουλτάνο «ἀδελφό»15 

 Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων εἶχε πιὰ περιοριστεῖ σημαντικά˙ ὁ αὐτοκράτορας εἶχε χάσει μαζὶ μὲ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ἐπικράτειάς του καὶ τὴν αἴγλη ποὺ τὸν περιέβαλε. Αὐτὸ ἀποτυπώνεται μὲ τὴ μεγαλύτερη γλαφυρότητα καὶ παραστατικότητα στὴ φράση τοῦ νομικοῦ Ἀδὰμ τοῦ Usk16, ὅταν ἀντίκρισε τὸν Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο στὸ παλάτι τοῦ Ἑρρίκου Δ΄ τῆς Ἀγγλίας: «Τί ἀπέγινες παλαιὰ δόξα τῆς Ρώμης;». Σὲ αὐτὴ τὴ φράση συμπικνώνεται ὁ οἶκτος καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ Ἀδὰμ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος. Φαίνεται, τρόπον τινά, ὄτι οἱ δυτικοὶ ἀνεγνώριζαν στὸν βυζαντινὸ ἡγεμόνα τὴν παρέλευση ἑνὸς περασμένου μεγαλείου, κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἔμμεση ἀναγνώριση μιᾶς προϊούσης ἔνδοξης πορείας.

ii. Διπλωματία (προσδιορισμὸς τῆς ἔννοιας). Ἡ διπλωματία στὰ χρόνια τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου

            Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἐπιχειρήθηκε νὰ δωθεῖ μὲ βραχύτητα τὸ σκηνικό, πάνω στὸ ὁποῖο ἔλαβαν χώρα οἱ τελευταῖες σκηνὲς λίγο πρὶν τὴν Ἅλωση17, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς ἐπικρατοῦσες συνθῆκες σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἰδιαίτερα δε, στὴ Δύση.

            Ἐπὶ τῆς παρούσης, μέλλει νὰ ἐξεταστεῖ τὸ κυρίως θέμα ποὺ πραγματεύεται ἡ παροῦσα ἐργασία˙ πρόκειται γιὰ τὴ διπλωματία κατὰ τὴν ὕστατη αὐτὴ φάση τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα ἄσκηση τῆς διπλωματίας τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου, ἡ ὁποία παρουσίασε ἀρκετὲς καινοτομίες ὡς πρὸς τὶς μεθόδους της18.

            Σὲ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ διατυπώσω ἕναν πρῶτο ὁρισμὸ τῆς ἔννοιας «διπλωματία», μία προσέγγιση κατὰ τὸ δυνατὸν πλήρης. Σύντομα, θὰ ὁρίζαμε ὡς διπλωματία τὴν ἄσκηση τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς19, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ εἰδικὰ ἐκπαιδευμένα καὶ μὲ ὁρισμένα προσόντα ἐντεταλμένα ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία ἢ πρεσβεία. Τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ πρέσβεις γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου τους εἶναι τὰ διπλώματα/ἔγγραφα (i documenti)20, τὰ ὁποῖα ὡς προϊόντα τῆς αὐτοκρατορικῆς γραμματείας διαθέτουν νομικὴ ἰσχὺ καὶ ἐκφράζουν τὴ δήλωση βούλησης τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει εἶναι καὶ ὁ οὐσιαστικὸς ἐκδότης αὐτῶν, ὁ auctor. Σὲ αὐτὸν τὸν ὁρισμὸ θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε τοὺς ὅρους ἐθιμοτυπία, πρωτόκολλο καὶ τάξις. Ἡ ἄριστη γνώση αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων θὰ πολλαπλασίαζε τὶς πιθανότητες γιὰ ἐπιτυχὴ ἄσκηση τῆς διπλωματίας.  Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαία ἡ προτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος τῆς ἐποχῆς τῆς πρώτης ἀναγέννησης τῶν γραμμάτων στὸ Βυζάντιο, Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, γιὰ τὴ συγκρότηση τῶν excerpta καὶ τῶν πολύτιμων ἔργων  διπλωματίας καὶ τοῦ αὐλικοῦ πρωτοκόλλου. Τόσο σπουδαία θεωροῦσε τὴ γνώση αὐτῶν τῶν ζητημάτων, ποὺ ἀφιέρωσε ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα του, στὸν γιό του Ρωμανό21.

            Μετὰ τὴ διατύπωση τοῦ ὁρισμοῦ τῆς διπλωματίας θὰ πρέπει νὰ ὁρίσουμε κάποιες περιοριστικὲς παραμέτρους, τὶς ὁποῖες ἐπιβάλλει τὸ ἴδιο τὸ θέμα γιὰ τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίοδο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο ἡ διπλωματία ἐκπορευόταν διὰ μέσου εἰδικῶν, ἐντεταλμένων ὀφφικίων τῆς βυζαντινῆς διοίκησης, ὅμως σύντομα, τόσο ἡ ἐδαφικὴ συρρίκνωση τοῦ κράτους, ὅσο καὶ ἡ ἀλλαγὴ στὸν διπλωματικὸ τομέα ἐπέφερε ἀλλαγὲς στὰ πρόσωπα καὶ στὰ προσόντα, ποὺ ὄφειλαν νὰ κατέχουν τὰ πρόσωπα γιὰ νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν αὐτοκράτορα στὶς Αὐλὲς τῶν ξένων ἡγεμόνων. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ ἄσχετη ἀπὸ τὴν γενικότερη ὑποτίμηση ἀξιωμάτων καὶ τίτλων κατὰ τὴν  ὕστερη βυζαντινὴ περίοδο22.

            Εἰδικότερα στὸν Ψευδο-Κωδινό, στὸ κεφάλαιο «Περὶ τῆς ὑπηρεσίας ἑκάστου τῶν ὀφφικίων» πολλὰ ὀφφίκια ἀναφέρονται μὲ τὴν ὀνομασία τους, ἀλλὰ δηλώνονται ὡς «ἀνεπίγνωστα» σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπηρεσία ποὺ συνεπάγονταν23.  Ὡστόσο, μᾶς εἶναι γνωστὰ κάποια ὀφφίκια, τὰ ὁποῖα σχετίζονταν μὲ τὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις καὶ ἐπαφές24 γι’ αὐτὸ καὶ δὲ θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ σὲ αὐτά. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθεῖ πὼς γιὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Μανουὴλ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χρόνια τῆς διακυβέρνησης τῶν τελευταίων Παλαιολόγων ἐν γένει, ἰσχύει, ὅτι τὸ πλέον βασικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ χαρακτηρίζει κάποιον γιὰ νὰ ἐκπροσωπεῖ τὸν αὐτοκράτορα σὲ διπλωματικὲς ἀποστολὲς ἦταν ἡ «καλὴ πίστη», δηλαδὴ ὁ βαθμὸς ἐχεμύθειας ποὺ χαρακτήριζε τὸν διπλωμάτη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἀπολάμβανε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα˙ μάλιστα, θὰ ἤμασταν πολὺ κοντὰ στὴν πρακτική, ἐὰν ὑποστηρίζαμε πὼς ὁ διπλωμάτης τῶν τελευταίων αἰώνων τοῦ Βυζαντίου ἔπρεπε νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν οἰκεῖο κύκλο τοῦ αὐτοκράτορος. Καὶ παρόλο ποὺ οἱ πηγὲς χαρακτηρίζουν τοὺς διπλωμάτες ποικιλώνυμα, εἶναι γνωστὴ σὲ μᾶς σήμερα ἡ ταυτότητα ἀρκετῶν. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸ προφὶλ25 τοῦ βυζαντινοῦ πρέσβη, πρεσβευτῆ, ἀποκρισιαρίου, ἢ λεγάτου τῆς περιόδου τοῦ Μανουὴλ Β΄, εἶναι δυνατὸ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀνθρώπους ἔμπιστους τοῦ κύκλου του, συχνὰ μὲ κοινὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ ἔφεση στὴ λογιοσύνη. Λόγιος ὧν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, φαίνεται πὼς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ «στρατολογήσει» πρεσβευτὲς ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, παρόλο ποὺ ἄλλοι ἐκπρόσωποι τοῦ οἴκου τῶν Παλαιολόγων ἐστράφησαν σὲ ἀνάλογη ἐπιλογή, καθὼς γνώριζε πὼς ἡ προσέγγιση τῶν ἑτέρων ἡγεμόνων τῆς δύσης θὰ ἐνεῖχε τὸ στοιχεῖο τοῦ ρεαλισμοῦ ἐφόσον δὲν εὐαγγελιζόταν οὐνιτικὲς θεωρίες26.

            Κατὰ συνέπεια, διαμορφώθηκαν ἄλλα προσόντα καὶ ἰδανικὰ ποὺ ὄφειλε νὰ πληρεῖ ἕνας διπλωμάτης τῆς Αὐλῆς τοῦ λογίου αὐτοκράτορος. Ἀπὸ τὴν ἐν ἐξάρσει διπλωματικὴ δραστηριότητα τῶν χρόνων τοῦ Μανουὴλ, ἡ ὁποία μᾶς εἶναι ἀσφαλῶς γνωστή, συνάγουμε στοιχεῖα ἐπιχειρῶντας τὴν ἀνασύσταση τοῦ μοντέλου τοῦ βυζαντινοῦ πρεσβευτῆ σὲ αὐτοὺς τοὺς χαλεποὺς καιρούς27. Καὶ ἐπειδὴ οἱ τακτικὲς ποὺ ἀκολουθήθηκαν κάθε φορὰ δὲν εἶναι ἄσχετες ἀπὸ τὸ γενικότερο κλίμα τῆς ἐποχῆς, ὀφείλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα μέσῳ τοῦ πρίσματος τῆς κοινωνίας. Ἤδη στὰ 1397, ὁ βυζαντινὸς λόγιος καὶ ὁμώνυμος τοῦ αὐτοκράτορος, Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς, βρίσκεται στὴ Δύση καὶ προωθεῖ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα σὲ μία πρώτη προσπάθεια δημιουργίας  πρώιμης Ἀναγέννησης τῶν γραμμάτων˙ τὴν ἴδια στιγμή, ἀσυναίσθητα μᾶλλον παρὰ ἐνσυνείδητα, ἐργάζεται γιὰ τὴ διάδοση τοῦ «φιλελληνισμοῦ» -θὰ λέγαμε καταχρηστικὰ καὶ μὲ κάποια τάση νεολογισμοῦ- σχηματίζοντας πνευματικοὺς πυρῆνες ἑλληνικῆς παιδείας, φροντίζοντας παράλληλα καὶ γιὰ τὴν ἐξοικείωση τῶν δυτικῶν λογίων μὲ τὴ βυζαντινὴ παράδοση. Ὅμως, ἐὰν ἐνσκήψουμε πάνω ἀπὸ τὶς τριάντα περίπου διπλωματικὲς ἀποστολὲς τῆς βασιλείας τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου θὰ διαπιστώσουμε τὰ ἑξῆς γενικὰ γιὰ τὸ προφὶλ τοῦ πρεσβευτῆ: ἡ οἰκειότητα μὲ τὸν αὐτοκράτορα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐξοβελίζει ἀπὸ τὶς διασωθεῖσες πηγὲς τά, ἐνδεχομένως, ὑπαρκτὰ ὀνόματα τῶν ἀξιωμάτων. Συνεπῶς, σιωπούντων τῶν πηγῶν, οἱ πρεσβευτὲς τοῦ Μανουὴλ μᾶς εἶναι γνωστοὶ μόνο μὲ τὰ οἰκογενειακά τους ὀνόματα. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι οἱ περισσότεροι ἐξ’ αὐτῶν μιλοῦσαν μὲ εὐχέρεια τὴ λατινική. Οἱ περισσότεροι δε, ὅσον ἀφορᾶ τὴν κοινωνική τους προέλευση, κατάγονταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες. Ἡ φιλικὴ διάθεση πρὸς τὸν καθολικισμὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα φαίνεται πὼς λειτουργοῦσαν ὡς ἐπιπλέον προσόντα γιὰ τὸν ὑποψήφιο πρεσβευτή, ὅπως περίτρανα μαρτυρᾶ ἡ περίπτωση τοῦ Χρυσολωρᾶ28.

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πλέον ἀπαιτητικὰ προσόντα ποὺ ὄφειλε νὰ διαθέτει ὁ πρέσβης, τὰ καθήκοντα καὶ ἡ παρεμβατικότητά του ἦταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἐξαιρετικὰ περιορισμένη. Φαίνεται πὼς ἡ ὕπαρξή του ἦταν χρήσιμη μόνο γιὰ τὴ διασάφηση τῶν ἐγγράφων, τῶν ὁποίων ἦταν κομιστής, ἐνῶ δὲν ὑπῆρχε περιθώριο γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν προσωπική του βούληση. Μάλιστα, ἦταν ἤδη προετοιμασμένος γιὰ νὰ ἀπαντήσει πάνω σὲ συγκεκριμένα ζητήματα ποὺ τυχὸν θὰ ἀνέκυπταν. Βεβαίως, δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ παρεκτροπές, ἀλλὰ αὐτὲς ἀποτελοῦσαν πάντοτε μεμονωμένες περιπτώσεις. Ὁ πρεσβευτὴς ἐφοδιασμένος μὲ τὶς ἐμπιστευτικὲς ἐπιστολές του (Litterae credulitatis) ὄφειλε νὰ μεταφέρει μὲ σαφήνεια καὶ διακριτικότητα τὸ desideratum τοῦ αὐτοκράτορος29.

iii. Ὁ Μανουὴλ ὡς διπλωμάτης. Οἱ ἐπαφές του μὲ τοὺς Δυτικοὺς  ἡγεμόνες

            Μετὰ τὴν ἐξέταση τῶν γενικότερων συνθηκῶν στὸν τομέα τῆς διπλωματίας στὰ χρόνια τοῦ Μανουὴλ Β΄, κρίνεται σκοπίμως ὀρθὸ τὸ πέρασμα στὸ προκείμενο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς διπλωματικῆς δραστηριότητος τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἡ, ἂν μὴ τί ἄλλο, μετάλλαξη τῆς βυζαντινῆς διπλωματίας σὲ μία δραστηριότητα αὐστηρῶς προσωπική.

            Οἱ ἀφηγηματικὲς πηγὲς τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου θὰ λέγαμε ὅτι σιωποῦν ὡς πρὸς τὴν περιγραφὴ τῶν διπλωματικῶν ἐνεργειῶν.

            Μόνο ὁ ἱστορικὸς Δούκας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται κάπως διεξοδικὰ στὴ φυγὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Δύση, τὴν ὁποία παρουσιάζει σχεδὸν ὡς τὴν ὕστατη λύση καθὼς ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ προτιμοῦσε νὰ φύγει σὲ ἀναζήτηση βοήθειας παρὰ νὰ δεῖ τὴν Πόλη νὰ ἁλώνεται στὰ χρόνια τῆς βασιλείας του30. Μάλιστα δε, ὁ Δούκας φαίνεται πὼς ἐξέτασε ἰδιαίτερα τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἀπέδωσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Μανουὴλ στὶς δυσμένειες ποὺ ἔπλητταν τὴν Κωνσταντινούπολη31.  Σχετικὰ μὲ τὰ ὅσα μᾶς ἀφηγεῖται γιὰ τὸ ταξίδι στὴ Δύση (1399 – 1402), θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποστηρίξουμε τὴν ἄποψη ὅτι εἶναι μᾶλλον ἐπιγραμματικός, ἀφοῦ σύντομα ἀναφέρεται στὴν πορεία τοῦ αὐτοκράτορος μέσα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη32, χωρὶς νὰ μᾶς δώσει τὴν ἐλάχιστη πληροφορία γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ταξιδίου. Ἔπειτα, δίδεται ἡ ἐντύπωση μίας μικρῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν χωρῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πέρασε ὁ Μανουὴλ, ἰδίως σὲ ὅ, τι ἀφορᾶ στὴ Γερμανία. Ἐμεῖς γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα σήμερα, ὅτι οἱ πόλεις ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παλαιολόγος ὕστερα ἀπὸ παρότρυνση τοῦ Γάλλου στρατάρχου Μπουσικῶ ἦταν οἱ ἑξῆς: Βενετία, Πάδουα, Βιτσέντσα, Παβία, Μιλάνο, Ρώμη, Παρίσι καὶ Λονδῖνο33.

            Σὲ ὅ, τι ἀφορᾶ στοὺς λοιποὺς συγγραφεῖς ἱστορικοὺς τῆς ὕστερης περιόδου, δὲ μᾶς δίδουν πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα μας. Ἀξίζει ὡστόσο νὰ ἀναφερθεῖ ἡ περιγραφὴ τοῦ Ἰωάννη Κανανοῦ γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ 1422 ἀπὸ τὸν Μουρὰτ  τὸν Β΄. Ἡ γλαφυρότητα τῆς ἀφήγησης μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ Πόλη λίγο πρὶν τὸ θάνατο τοῦ Μανουήλ. Ἡ περιγραφὴ εἶναι ἰδιαιτέρως χρήσιμη, διότι περιγράφει τὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς ὀθωμανοῦ ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς «ἀποκρισιαρίους», ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος34.

            Περισσότερο ὁμιλητικὲς γιὰ τὸ ὑπὸ διαπραγμάτευση ζήτημα εἶναι οἱ ἐπιστολὲς καὶ οἱ συμφωνίες ποὺ συνῆψε ὁ Μανουὴλ μὲ τοὺς ξένους ἡγεμόνες. Παρέχουν πλούσιο ὑλικὸ καὶ τὸ κυριότερο, ἄμεσο ὑλικό. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀποδεικνύονται ἰδιαιτέρως χρήσιμες οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Μανουήλ, οἱ ὁποῖες δημοσιεύονται ἀπὸ τὸν G. Dennis, καθὼς ἐπίσης καὶ κάποιες ἐπίσημες «βασιλικὲς γραφές» πρὸς τοὺς ρῆγες τῆς Δύσης στὰ πλαίσια τῆς διπλωματικῆς ἐπικοινωνίας. Τὰ γράμματα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστά, προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία πρὶν ἀκόμα ξεκινήσει τὸ ταξίδι του στὶς Αὐλὲς τῆς Δύσης καὶ ἐκτείνονται ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀποστολῆς. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕφος στὸ ὁποῖο εἶναι γραμμένες, προκύπτει πὼς ὁ συγγραφέας τους διέθετε παιδεία ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἦταν καὶ ἕνας ἄνθρωπος μὲ εὐαισθησίες ποὺ θὰ εἶχε συχνὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀποστραφεῖ σὲ κάποιον οἰκεῖο του γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ ἁπλᾶ συναισθήματα τῆς ἐλπίδος, τῆς χαρᾶς, ἀκόμη καὶ τῆς ἀνασφάλειας ποὺ τοῦ ἐπιφύλασσαν κάθε φορὰ οἱ ἐπαφές του μὲ τοὺς διπλωματικοὺς ἑταίρους35.  Δικαιολογοῦνται λοιπὸν τὰ λόγια τοῦ Μακαρίου Μακρῆ στὴ «Μονῳδία πρὸς τὸν αὐτοκράτορα κὺρ Μανουὴλ τὸν Παλαιολόγον», τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὸν αὐτοκράτορα «τῶν ἱερῶν δογμάτων ἀκρίβεια, τῆς ἀνωτάτου φιλοσοφίας ἡ στάθμη, τῶν ἀρίστων καὶ καλλίστων λόγων ὁ γνώμων, τῆς ἀρετῆς ὁ κανών κ.ἄ. .»36.

            Ἤδη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1400 τὸ ταξίδι τοῦ αὐτοκράτορος πρὸς δυσμᾶς εἶχε ἀρχίσει καὶ ὁ Μανουὴλ ἀκολούθησε τὴν πορεία του στὰ δυτικὰ ἐδάφη, ὅπως αὐτὴ διὰ βραχέως λόγου, σημειώθηκε παραπάνω. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἄρχισε καὶ ἡ διπλωματικὴ προσπάθεια, ἡ ὁποία, σαφῶς, περιελάμβανε τήρηση αὐλικοῦ πρωτοκόλλου, λεπτοὺς χειρισμοὺς καὶ ἁρμόζουσα φιλοξενία. Στὶς 3 Ἰουνίου ὁ Μανουὴλ ἔφθανε στὴ Γαλλία37 στὴν Αὐλὴ τοῦ βασιλέως Καρόλου VI, τοῦ οἴκου τῶν Valois. Ἡ ὑποδοχὴ ὑπῆρξε θερμὴ καὶ οἱ ὑποσχέσεις ἐνεθάρρυναν τόν «ἀποκαμωμένο» αὐτοκράτορα, ἀντανάκλαση τῆς ἐλπίδος τοῦ ὁποίου, συντυχαίνουμε στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἐξέπεμψε τὸ θέρος τοῦ 1400 ἀπὸ τὸ Παρίσι στὴ Β. Ἰταλία. Ἀποδέκτης τοῦ γράμματος ἦταν ὁ φίλος καὶ κατὰ τὴ βασιλικὴ βούληση πρέσβης τοῦ Μανουήλ, Χρυσολωράς38.

            Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ Παρίσι, ὁ εὐγενὴς στὸ γένος αὐτοκράτωρ γοήτευσε τοὺς Γάλλους μὲ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς του καὶ μέσῳ τῶν συζητήσεων κατάφερε νὰ προκαλέσει τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ παροχὴ βοήθειας στὴν ἄμοιρη Κωνσταντινούπολη39.

            Ὡστόσο, δὲν ἦταν μόνο ὁ Γάλλος βασιλιὰς ποὺ προσφέρθηκε νὰ παράσχει βοήθεια στὸν Μανουήλ.  Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισαν οἱ ἐπαφὲς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος μὲ τὸν ἀραγώνα βασιλέα Μαρτίνο Ι μέσῳ τῆς διπλωματικῆς δράσης τοῦ βυζαντινοῦ πρεσβευτοῦ Ἀλεξίου Βρανᾶ40. Ὁ Μανουὴλ φανερὰ ἀπελπισμένος καὶ καταβεβλημένος, ἀπὸ τὴ σκιὰ ποὺ ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τόν, ἕως τότε, θεοφρούρητο οὐρανὸ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀπεφάσισε νὰ προβεῖ σὲ καινοτόμα σχέδια προσέγγισης τῶν Ἱσπανῶν ἡγεμόνων. Ἐγκαινιάζει τὴ διπλωματία τῶν «λειψάνων», ἡ ὁποία τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐρευνητῶν.

            Ὅμως, ποιὰ ἦταν ἡ σχέση τῶν λειψάνων μὲ τοὺς Βυζαντινούς; Πράγματι, οἱ Βυζαντινοὶ ἀπὸ τὰ πρώτα χρόνια τῆς ἵδρυσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἔδειξαν κάποια συνέπεια ὡς πρὸς τὴ συλλογὴ ἁγίων λειψάνων, καθὼς ἐπίσης καὶ μία εὐλαβικὴ στάση ὡς πρὸς τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις ποὺ αὐτὰ κόμιζαν. Ἀλήθεια ἢ ψέμματα, θὰ ἦταν μεγαλύτερη ἀσέβεια, ἐὰν ἀπορρίπταμε δια μιᾶς, τὴν πεποίθηση καὶ τῆς πιὸ μικρῆς  μειονότητας ποὺ εἶχε τὴν τάση  νὰ ἐναποθέτει τὶς ἐλπίδες της σὲ κάτι ὑπερβατικό. Ἔτσι, τὰ λείψανα ἐξελίχθηκαν σὲ παράγοντα τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ ἴδιον τῶν ἴδιων τῶν Βυζαντινῶν. Τὰ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ θεμελιώσουν, νὰ ἐγκαινιάσουν, νὰ ἐξορκίσουν, νὰ προστατεύσουν μὰ καὶ γιὰ νὰ διαπραγματευθοῦν, ὅπως ἀπέδειξε ὅτι εἶχε τὸ σθένος νὰ κάνει ὁ Μανουήλ41. Παρὰ τὴ συναισθηματικὴ σχέση ποὺ διατηροῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ μὲ τὰ λείψανα, καὶ δη μὲ ἐκεῖνα τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, ὁ Μανουὴλ ἄρχισε νὰ μοιράζει πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ στοὺς ξένους ἡγεμόνες ζητῶντας ὡς ἀντάλλαγμα στρατὸ καὶ χρήματα. Σὲ αὐτὴν τὴν τακτική, τὸν ὤθησε ἀσφαλῶς ἡ δεινὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ἡ αὐτοκρατορία. Τεμάχιο ἀπὸ τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ δώρισε στὸν πάπα Βονιφάτο ΙΧ, στὴ βασίλισσα Μαργαρίτα τῆς Δανίας42, στὸν βασιλέα Ἑρρίκο τῆς Ἀγγλίας καὶ στὸν Μαρτίνο τῆς Ἀραγωνίας. Φαίνεται ,ἀκόμη, ὅτι ὁ Μανουὴλ εἶχε μία ἰδιαίτερη συμπάθεια στὸν μανδύα τῆς αἱμορροούσης γυναικός, τὴν ὁποία θεράπευσε ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ στὸν ἄρραφο χιτῶνα, δύο «λείψανα» ποὺ προσφέρθηκαν ὡς δῶρα σὲ ξένους ἡγεμόνες43 44.

            Ἐπωφελούμενος ἀπὸ ἕναν περιοδικὸ παροξυσμὸ παραφρασύνης τοῦ Γάλλου βασιλέως, ὁ Μανουὴλ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Λονδῖνο μέσῳ Καλαί. «Ἐνδιάμεσος», ἀνάμεσα στὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα καὶ στὸν Ἄγγλο βασιλέα ἦταν ὁ Peter Holt, ἡγούμενος τοῦ Κοινοῦ τοῦ Νοσοκομείου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰρλανδία. Μετὰ ἀπὸ τρία περίπου χρόνια (1404), ὁ Μανουὴλ ἔμμελε νὰ συμμαχήσει μὲ τοὺς Ἰωαννῖτες ἱππότες τῆς Ρόδου σὲ μία προσπάθεια ἀπώθησης τῶν Τούρκων45. Ὕστερα ἀπὸ πολυκύμαντο ταξίδι ἔφθασε στὸ Ντόβερ, ἀπ’ ὅπου προωθήθηκε στὸ Λονδῖνο γιὰ νὰ περάσει τὰ Χριστούγεννα στὸ Ἔλθαμ, παρέα μὲ τὴ βασιλικὴ συντροφιὰ τοῦ Ἑρρίκου τοῦ IV, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε ἀντιμετωπίσει μία ἐχθρικὴ ἐπίθεση τῶν Σκώτων ποὺ ἀνάγκασε τὸν Μανουὴλ νὰ καθυστερήσει τὴν ἄφιξή του στὴν Ἀγγλία46. Οἱ ὑποσχέσεις ἐξακολούθησαν νὰ δίδονται ἀφειδῶς, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε πλέον ἀνάγκη ἀπὸ ἔμπρακτη συμπαράσταση47. Θὰ μποροῦσε κανεῖς νὰ ὑποθέσει, ὅτι ἡ Πόλη εἶχε μείνει ἔξω ἀπὸ τὴ σφαῖρα προστασίας τῆς πολιούχου Θεοτόκου καὶ ὅτι ὁ Θεὸς τὴν εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Συνόδου τῆς Λυῶν στὰ 1274, τότε ποὺ ἡ ὀρθόδοξη αὐτοκρατορία ἔκλινε τὸ γόνυ ἐμπρὸς στὴν ἀποστολικὴ Ἕδρα.

Ἐντούτοις, ὁ Μανουὴλ ἀπὸ τὸ Λονδῖνο συνέχισε νὰ διατηρεῖ ἀλληλογραφία μὲ τὸν Χρυσολωρᾶ, ἄνθρωπο ἐξαιρετικῆς ἐμπιστοσύνης ὅπως προκύπτει ἀπὸ μία σωζόμενη ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως συντάχθηκε μετὰ τὸ βασιλικὸ δεῖπνο ποὺ παρασχέθηκε στὸν Μανουήλ, στὸ ἀνάκτορο τοῦ Ἔλθαμ. Τὰ λόγια τοῦ αὐτοκράτορος εἶναι μεστὰ ἀπὸ ἐπαίνους ποὺ ὑμνοῦν τὸ Βρεττανὸ βασιλιά. Ἀσφαλῶς, τὰ λόγια τοῦ Μανουὴλ ἀντικατόπτριζαν τὶς μεγάλες προσδοκίες τοῦ αὐτοκράτορος, ὅπως αὐτὲς γεννήθηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Ἑρρίκου. Πράγματι, οἱ διαταγὲς τοῦ Ἑρρίκου ὑπαγόρευαν στοὺς ἐπισκόπους καὶ στοὺς ὑπηκόους τὴ συλλογὴ χρημάτων γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ρωμανίας. Ἕνα χρηματικὸ ποσὸ ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ γιὰ τὸν παραπάνω σκοπό ἀπὸ τὸν Ριχάρδο προκάτοχο τοῦ Ἑρρίκου, δὲν ἔφθασε ποτὲ στὸν παραλήπτη του. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἑρρίκος ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Ριχάρδου δίνοντας στὸν Μανουὴλ 3,000 μάρκα. Ἡ ὕπαρξη μίας ἀπόδειξης ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει αὐτὴν τὴ δωρεά, μὰ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε, ἐὰν ὁ αὐτοκράτωρ κατάφερε νὰ ἀποσπάσει κάτι περισσότερο ἐκμεταλλευόμενος τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ἑρρίκου. Ὡστόσο, εἶναι πιθανὸν πὼς ὁ Ἑρρίκος κράτησε μέρος τῶν χρημάτων ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γιὰ τὸν Μανουῆλ ἐξαιτίας τῆς ἐλλείψεως χρημάτων στὸ χρηματοκιβώτιο τῆς Ἀγγλίας48.

Ἡ εἴδηση τῆς μάχης τῆς Ἄγκυρας, καθὼς καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Βαγιαζὶτ ἀπὸ τὸν Τιμούρ, ἔφερε τὸν Μανουὴλ στὴ Γαλλία στὶς 25 Φεβρουαρίου 1402. Ἀπὸ ἐδῶ ἤλπιζε σὲ βοήθεια τῶν Ἄγγλων, ὅμως σύντομα ἀντιλήφθηκε πὼς δὲν εἶχε νὰ περιμένει τίποτε περισσότερο. Ἔγραψε στὸν ἀνιψιό του Ἰωάννη Ζ΄, στὸν ὁποῖο ἐξέθετε τὰ γεγονότα. Ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του θέλησε νὰ γράψει στὸν Βρεττανὸ βασιλέα ἀπὸ τὸ θέατρο τῶν ἐπιχειρήσεων, μὰ καὶ πάλι δίχως ἀποτέλεσμα. Γιὰ τὸν Μανουὴλ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Χάριν ἀναθέρμανσης τῶν σχέσεων μὲ τὴ Γένουα, ὁ Μανουὴλ ἐπέλεξε νὰ ἐπιστρέψει ἀκολουθῶντας τὸ δρομολόγιο μέσῳ Γενούης, Βενετίας καὶ Μορέως. Οἱ Βενετοὶ τοῦ ἐπεφύλαξαν θερμὴ ὑποδοχὴ ἐλπίζοντας πάντα πὼς δὲ θὰ ἔκανε κατάχρηση τῆς φιλοξενίας τους49. Βιάζονταν νὰ ὁδηγήσουν τὸν Μανουὴλ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νὰ ὑπογράψουν συνθήκη μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Βαγιαζίτ, Σουλεϊμάν (1403).

Μολαταῦτα, μέσα στὸ 1403 εἶναι γνωστὲς περὶ τὶς δεκατρεῖς πρεσβεῖες στὴν Ἀγγλία γιὰ ἀποστολὴ βοήθειας καὶ αὐτές, χωρὶς τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Ἡ ἐμμονὴ τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴ διορατικότητά του˙ γνώριζε ὅτι ζοῦσε μία ἀνάπαυλα, μία ἥσυχη περίοδο πρὶν τὴ μεγάλη καταιγίδα. Ὅμως, ἔμελλε νὰ εἶναι ὁ Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ποὺ ὄφειλε νὰ κυβερνήσει τὸ πλοῖο μέσα στὴ δύνη, λίγο πρὶν ἡ ὀθωμανικὴ λαίλαπα βυθίσει τὸ ἤδη χιλίων ἐτῶν σκαρὶ τῆς Πόλης. Μία καταστροφή, ἡ ὁποία, παρ’ ὅλες τὶς διαστάσεις της, ὁδήγησε στὴ γένεση τοῦ μεταβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.

Ἐπίλογος

            Τὸ ζήτημα τῆς παρουσίασης τοῦ ὁδοιπορικοῦ τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου στὶς Αὐλὲς τῶν ἡγεμόνων τῆς Δύσης παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν παρουσίαση ποὺ προηγήθηκε.

            Οὐσιαστικά, καθὼς δείξαμε, ἡ ἐποχὴ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος σηματοδοτεῖ τὴν ἀλλαγὴ στὸν τομέα τῶν διπλωματικῶν ὑποθέσεων, μία ἀλλαγὴ ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὶς γενικότερες συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε, ὄχι μόνο στὸ οἰκεῖο βυζαντινὸ περιβάλλον, ἀλλὰ καὶ στὶς Αὐλὲς τῶν ἀπομακρυσμένων βασιλείων τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλιας.

            Σημειώσαμε διαφοροποιήσεις ὡς πρὸς τὶς ἐπαφὲς καὶ τὶς διπλωματικὲς ἀποστολές. Γνωρίσαμε πόσο σπουδαῖος παράγων ὑπῆρξε ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ καλλιέργεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐγγύτητα μὲ τὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ εἰσδύσει κανεῖς στὸ αὐτοκρατορικό «διπλωματικὸ σῶμα».

            Ἴδιον τῆς περιόδου ποὺ ἐξετάστηκε εἶναι καὶ ἡ στροφὴ πρὸς μία μορφή «ἐσωτερισμοῦ», ἀφοῦ εἴμαστε μάρτυρες βασιλέων ποὺ μύχια τουλάχιστον, πίστευαν στὴν ἐσωτερικὴ δύναμη τῶν λειψάνων, ὡς κομιστὲς καλῆς τύχης καὶ προστασίας τῶν βασιλείων τους.

            Ἐπρόκειτο λοιπὸν γιὰ μία ἱστορικὴ περίοδο ἀλλαγῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ἐξαιρετικῆς σημασίας, κατὰ τὴν ὁποία οἱ βασιλεῖς ἀφήνουν  τὸ βασίλειό τους καὶ ταξιδεύουν σὰν ἁπλοὶ ταξιδευτὲς σὲ μακρινὲς Αὐλὲς πρὸς ἀναζήτηση βοήθειας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ βασιλείου τους.

            Ὁ οἰκουμενικὸς χαρακτήρας τῆς αὐτοκρατορίας ἔχει χαθεῖ καὶ ἡ σωτηρία βασίζεται πιά, στὴν εὐγενικὴ διάθεση τῶν ἀλλοεθνῶν. Μήπως θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε καὶ κάποιον ὑφέρποντα καιροσκοπισμὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ βοήθειας ἀπὸ τὴ Δύση; Τὸ πιθανότερο μία δόση συνειδητοποίησης γιὰ τὸν ἐλοχεύοντα κίνδυνο… ἐνδεχόμενη πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης θὰ σήμαινε ταυτόχρονα καὶ ἀπειλὴ γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη, γιὰ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ οἰκουμένη, ὅπως ἀπέδειξε πολὺ ἀργότερα ἡ πολιορκία τῆς Βιέννης στὰ 1529, ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς.


1 G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. γ’, Ἀθήνα 2001, σσ. 191-231. Στὸ ἑξῆς: Ostrogorsky, Ἱστορία. Σχετικὰ μὲ τὴ γενικότερη κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος, ἐπίσης, βλ.: D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου 1261 – 1453, Ἀθήνα (1996). Στὸ ἑξῆς:Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες. Ἰδιαίτερα, τὸ ἐκτενὲς κεφάλαιο γιὰ τοὺς δυναστικοὺς πολέμους: «Ἡ θανάσιμη ἀσθένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἡ ἐποχὴ τῶν ἐμφυλίων πολέμων 1321 –1354»

2 Πράγματι, οἱ προηγηθεῖσες σταυροφορικὲς ἐνέργειες, οἱ πιέσεις στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, οἱ ἀναταραχὲς ποὺ προκαλοῦσαν τὰ βαλκανικὰ βασίλεια στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου καὶ ἡ ὅλο καὶ περισσότερη ἀνάμειξη τῶν ἀλλογενῶν στὰ ζητήματα τῆς αὐτοκρατορίας συνετέλεσαν στὴ δημιουργία ἑνὸς νοσηροῦ καὶ δυσφορικοῦ περιβάλλοντος. Κατὰ μία ἄποψη, ἡ ἐξόριστη αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας ἦταν κατὰ πολὺ ὑγιέστερη σὲ σχέση μὲ τὴν παλινορθωμένη στὰ 1261 αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὸν Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγο.  Ἤδη ἀπὸ τὸ 1082, ἡ Γαληνοτάτη δημοκρατία τοῦ Ἁδρία κατάφερε νὰ ἐπιτύχει σημαντικὰ ἐμπορικὰ προνόμια καὶ ἔκτοτε ἄρχισε ἡ βαθμιαία ἄνοδος τῶν Βενετῶν, ἡ ὁποία κορυφώθηκε ἀσφαλῶς στὰ 1204. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι, ἂν καὶ ἀρχικὰ ἡ Βενετία ἦταν ὁ ἀποδέκτης χρυσόβουλλων ὁρισμῶν – γεγονὸς ποὺ δηλώνει τὴν ἀνωτερότητα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας – σύντομα οἱ σχέσεις τῶν δύο κρατῶν ἐρρυθμίζοντο μὲ συνθῆκες, ὅπως συμβαίνει μεταξὺ «ἴσων» κρατῶν.

3 Μ. Σ. Κορδώσης, Ἡ κατάλυση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ ἡ φραγκικὴ κυριαρχία ὡς τὸ 1261, πανεπιστ. παραδόσεις, Ἰωάννινα 1986, σ. 17

4 D. Nicholas, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου–Κοινωνία, Διακυβέρνηση καὶ σκέψη στὴν Εὐρώπη 312-1500, Μ.Ι.Ε.Τ. , Ἀθήνα 1999, σσ. 631 κ.ἑ. . Στὸ ἑξῆς: Nicholas, Ἐξέλιξη.

5  Ἀ. Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ παπισμοῦ, Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὡς τὸ 1453, [μτφρ. Στέφανος Εὐθυμιάδης], Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2003, σσ. 532-565. Στὸ ἑξῆς: Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολή. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα βλ.: Nicholas, Ἐξέλιξη, σ. 673

6 C. M. Cipolla, Ἡ Εὐρώπη πρὶν τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση-κοινωνία καὶ οἰκονομία 1000-1700 μ.Χ., Ἀθήνα 1988. Στὸ ἑξῆς: Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση

7 Nicholas,  σσ. 574 κ.ἑ. . Ἡ βουβωνικὴ πανώλη προῆλθε ἀπὸ τὴν Κίνα καὶ ἐνέσκηψε πάνω στὴν Εὑρώπη μέσῳ Γένουας. Μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ψύλλους ποὺ ζοῦσαν παρασιτικὰ στὶς ράχες τῶν καφὲ ἀρουραίων τῶν καραβιῶν.

8 Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, , σ. 212

9 Οἱ ἐπικρατοῦσες συνθῆκες ὁδήγησαν στὴ δημιουργία μίας μερίδος, ἡ ὁποία ὑποστήριζε τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν (οὐνία). Ὁ λόγιος Δημήτριος Κυδώνης (μεταφραστὴς τῆς Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου) ὑπῆρξε θερμὸς ὑποστηρικτὴς τῆς οὐνίας.

10 Ostrogorsky, Ἱστορία, σσ. 234-235

11 Ὁ Μανουὴλ στὸν ἐπικήδειό του λόγο πρὸς τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ἐπισημαίνει πὼς μία ἐνδεχόμενη θρησκευτικὴ ἕνωση ἀνάμεσα στὴ δυτικὴ καὶ στὴν ἀνατολικὴ Ὁμολογία πίστεως, ἴσως καὶ νὰ ἔσωζε πρόσκαιρα τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, μία τέτοια ἕνωση θὰ προκαλοῦσε σχίσμα καὶ διχασμὸ μέσα στοὺς κόλπους τοῦ πλέον περιορισμένου βυζαντινοῦ κράτους μὲ ἄμεση σχεδὸν συνέπεια τὴν ἔκρηξη ἐμφύλιας διαμάχης. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ρωμαῖος ἀυτοκράτορας ἀποδείχθηκε προφητικότατος. Μόλις στὰ 1407, διεῖδε τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εῖχε ἡ Ἕνωση στὴ Φερράρα – Φλωρεντία στὰ 1439. Γιὰ τὰ παραπάνω βλ.: Αdam William Hellebuyck, Foreign Relations and the End of Byzantium: The Use of Personal Diplomacy during the Reign of Constantine XI Palaiologos (1448 – 1453), a “ thesis” submitted for the degree of Bachelor of Arts, University of Michigan / Department of History (March 27, 2006), σ. 52, ὑπ. 134

12 Οἱ παραπάνω ἀναφορὲς τῶν μετὰ τὸν Μανουὴλ αὐτοκρατόρων, παρατίθενται γιὰ ἕναν καὶ μόνο λόγο ˙ ἡ πρόθεσή μου εἶναι ἁπλῶς νὰ παραθέσω ἐδὼ τὸ γενικότερο κλίμα στὸ ὁποῖο ἔδρασαν τὰ ἡγεμονεύοντα πρόσωπα τοῦ Οἴκου τῶν τελευταίων Παλαιολόγων, εἴτε πρόκειται γιὰ πρόσωπα πρὶν τὸν Μανουὴλ, εἴτε ἀφορᾶ σὲ προσωπικότητες ποὺ τὸν διαδέχτηκαν στὸ θρόνο τῆς συρρικνωμένης πλέον αὐτοκρατορίας.

13 Μὲ τὸν ὅρο «ἀναπτυγμένο κράτος» ἀναφέρομαι στὶς ὑπολογίσιμες στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, τόσο στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καὶ στὰ δυτικά.

14 Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τὸ πολίτευμα καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας 324 – 1204. Κράτος – Διοίκηση – Οἰκονομία – Κοινωνία, Ἀθήνα 2004, σσ. 191 – 196  

15 Τ. Λουγγής, «Ἀρχὲς καὶ πρακτική», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 6 – 13

16 Βασιλικὴ Βλυσίδου, «Αὐτοκρατορικὸς τίτλος καὶ διπλωματία», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 14 – 19

17 Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ «μὴ χαρακτηρισμός» τῶν ὕστατων στιγμῶν ὡς δραματικῶν, διότι θεωρῶ δραματικότερες τὶς στιγμὲς ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἅλωση. Ἡ βία, ἡ ἐρήμωση, ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ πνεύματος μὲ τὴν παράλληλη καταστροφὴ χειρογράφων καὶ ἀριστουργημάτων τέχνης εἶναι μόνο μία μικρὴ ἀναφορὰ στὰ δεινὰ ποὺ βίωσε ἡ Βασιλεύουσα.

18Οὐσιαστικὰ δὲν πρόκειται γιὰ καινοτομίες, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβλημένες ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες συνθῆκες τακτικές.

19 Ὁ ὁρισμὸς βρίσκεται ἀρκετὰ κοντὰ μὲ ὅ, τι ὁρίζει ὡς διπλωματία ὁ Ν. Οἰκονομίδης σὲ κείμενό του μὲ τίτλο: “Βyzantine diplomacy, A. D. 1204 – 1453: means and ends”, σ. 74:  “Diplomacy, a tangle of traditions and institutions, is one, most important, instrument for conducting foreign affairs.”Στὸ ἑξῆς: Οikonomides, “means”. Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε στό: Byzantine diplomacy. Papers from the Twenty – fourth Spring Symposium of Byzantine Studies, Cambridge 1992. Στὸ ἑξῆς:  Byzantine diplomacy.

20 Α. Pratesi, Genesi e forme del documento medievale, Roma 1987: σύμφωνα μὲ τὸν Cesare Paolo, ἔγγραφο εἶναι μία γραπτὴ μαρτυρία ἑνὸς γεγονότος, δικαιϊκῆς φύσεως, κατὰ τὴ σύνταξη τῆς ὁποίας τηρήθηκε ὁρισμένη καὶ καθορισμένη μορφή, μὲ σκοπὸ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν πρόσκτηση ἀποδεικτικῆς ἰσχύος.

21 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio, C.F.H.B. 1, Dumbarton Oaks Washington, D.C., 1967. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὁ Κωνσταντίνος παραθέτει στὸ γιό του διδασκαλία, ὥστε μέσα ἀπὸ αὐτὴ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀπαραίτητη πεῖρα καὶ γνώση μὲ ὠφέλιμο ἀπόσταγμα αὐτῶν, τὶς βέλτιστες καὶ ἀζήμιες βουλὲς γιὰ τὸ ἔθνος του. Ἀνάλογης σημασίας ἦταν καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ “De cerimoniis aulae byzantinae”, ἔργου

ἀπαραίτητου γιὰ τὴ γνώση τῆς ἐθιμοτυπίας τοῦ Ιου αἰῶνος ὅπως καὶ ὁ Ψευδο-Κωδινὸς γιὰ τὴν τάξη κατὰ τὴν παλαιολόγεια περίοδο.

22 Ostrogorsky, Ἱστορία, τ. γ’, σσ. 123 – 124. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σὲ τίτλους καὶ ἀξιώματα κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου σκεπάζεται ἀπὸ ἀχλή. Αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη ἄρχεται ἀπὸ τὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο ὅπου πολλὲς ἀξίαι διὰ λόγου (μὲ ἔκδοση σχετικοῦ ἐγγράφου) περιέπεσαν στὴν τάξη τῶν ἀξιῶν διὰ βραβείων, δηλαδὴ ἔγιναν ἁπλοὶ τίτλοι μὲ ἐπίδοση τιμητικῶν διασήμων, ἀλλὰ κενοὶ σὲ περιεχόμενο καὶ ἁρμοδιότητες.

23 Ψευδο – Κωδινός, Traite des offices, ed. J. Verpeaux,  Paris 1966

24 Οikonomides, “means”, σσ. 78 – 81. Μάλιστα, οἱ ἀπεσταλμένοι διπλωμάτες τῶν τελευταίων Παλαιολόγων συχνὰ δὲν διέθεταν κάποιον τίτλο γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι γνωστοὶ σὲ μᾶς μὲ τὰ οἰκογενειακά τους ὀνόματα.

25 Sophia Mergiali Sahas, “A Byzantine ambassador to the West and his office during the fourteenth and fifteenth centuries: a profile”, Byzantinische Zeitscrift 94, 2001, σσ. 588 – 604, 2001. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “ambassador”.

26 Mergiali, “ambassador”, σσ. 598 – 599

27 ὅ.π., σσ. 598 – 602

28 Τῆς ἰδίας, “Manuel Chrysoloras (ca. 1350 – 1415), an Ideal Model of a Scholar – Ambassador”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 3 ,1998, σσ. 1 – 12. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “Chrysoloras”.

29 Ζ. Οὐνταλτσόβα, Γ. Λιτάβριν, Ἰ. Μεντβέντιεφ, Βυζαντινὴ Διπλωματία, [μτφρ. Παναγιῶτα Ματέρη – Δημήτρης Πατέλης], Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1995, σσ. 124  – 125. Στὸ ἑξῆς: Οὐνταλτσόβα, Διπλωματία. Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ ἐφοδιασμὸς ἑνὸς ἀτόμου μὲ πληρεξουσιότητες, σήμαινε τήν, αὐτομάτως, κατάργηση τῶν πληρεξουσιοτήτων τοῦ προηγούμενου πρέσβη.

30Δούκας, Istoria Turco – Bizantina (1341 – 1462), Scriptores Byzantini 1, [edr. Grecu,V] Academia Republicae popularis Romanicae, Bucharest 1958. Στὸ ἑξῆς: Δούκας, Turco – Bizantina

31 ὅ.π., 13.7: «Ἡ δὲ Πόλις οὐκ εἶχεν οὔτε τὸν θερίζοντα οὔτε τὸν ἀλοῶντα, ἀλλὰ τῷ μεγέθει τοῦ λιμοῦ, ἐστενοχωρεῖτο καὶ ἀπεβάλλετο τὴν ψυχήν. Ἐγένετο οὖν λιμὸς ἰσχυρὸς ἔνδον τῆς Πόλεως ἀπὸ τε σίτου, οἴνου, ἐλαίου καὶ ἑτέρων εἰδῶν. Πρὸς δὲ χρείαν ἄρτου καὶ πάσης ἄλλης κατασκευῆς, ἣν ὑπουργοῦσι μαγείρων παῖδες, ἐνδείας οὔσης ξύλων, κατέῤῥιπτον τοὺς ἐξαισίους οἴκους καὶ τὰς δοκοὺς κατέκαιον». Ἡ κατάσταση βέβαια αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὴ στενὴ πολιορκία ποὺ ἄσκησε στὴν Πόλη ὁ Βαγιαζὶτ  Κεραυνός, (13.5): « Εἰ οὐ βούλει ποιῆσαι καὶ δοῦναι μοι, ὅσα σοι προστάσσω, κλεῖσον τὰς θύρας τῆς Πόλεως καὶ βασίλευε ἐν μέσῳ αὐτῆς˙ τὰ δὲ ἐκτὸς αὐτῆς ἐμὰ πάντα εἰσίν.».

32 ὅ.π., 14.5: «Ἐλθὼν δὲ ἐν τοῖς παραλίοις τοῦ Πέλοπος ἀφῆκε τὴν δέσποιναν σὺν τοῖς τέκνοις ἐκεῖ˙ εἶχε γὰρ τὸν Ἰωάννην βρέφος καὶ τὸν Θεόδωρον νήπιον. Καταλείψας δὲ αὐτοὺς …, αὐτὸς ἐν μιᾷ τῶν μεγάλων νηῶν εἰσελθὼν ἔπλει εἰς Βενετίαν, ἀπὸ δὲ Βενετίας εἰς Μεδιόλανα, Γένουαν, Φλωρέντζιαν, Φεραρίαν καὶ ἅπασαν Ἰταλίαν διελθών, ἀπὸ Προβέντζας ἐχώρει εἰς Γερμανίαν ἤτοι Φραγγίαν˙ καὶ πάντες οἱ ῥηγάδες καὶ δοῦκαι καὶ κόντιδες ἐτίμων αὐτὸν καὶ ὡς ἡμίθεον δώροις ἠμείβοντο. Διελθὼν δὲ πᾶσαν Φραγγίαν καὶ εἰς τὰ τῶν Ἀλαμανῶν ὅρια περάσας, πάλιν ἦλθεν εἰς Βενετίαν … .».

33 Σοφία Μεργιαλὴ – Σαχάς, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο τῆς αὐτοκρατορικῆς διπλωματίας: ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας στὸ ρόλο τοῦ πρεσβευτῆ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰ.», Βυζαντιακὰ 25, Θεσσαλονίκη 2005. Στὸ ἑξῆς: Μεργιαλή, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο».

34 Κανανός, L’ assedio di Constantinopoli, [edr. Pinto], 1977

35 G. Dennis, The letters of Manuel II Palaeologus [Text, Translation, and Notes] , Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Washington, 1977. Στὸ ἑξῆς: Dennis, Letters.

36 Ἀ. Ἀργυρίου, Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, Κέντρο Βυζαντινῶν Ἑρευνῶν, Θεσσαλονίκη, 1996, σσ. 221 – 226

37 J.W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391 – 1425). A Study in Late Byzantine Statemanship, Rutgers University Press, New Brunswick / New Jersey, 1968. Ἀναλυτικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν Ἀποστολὴ τοῦ Μανουὴλ ἀλλὰ καὶ πραγμάτευση τοῦ θέματος τῶν ἐπαφῶν. Στὸ ἑξῆς: Barker, Statemanship. Γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Μανουὴλ στὸ Παρίσι καὶ στὸ Λονδῖνο, βλ. ἐπίσης: G. Schlumberger, Un Empereur de Byzance à Paris et à Londres, Paris, 1916

38 Dennis, Letters, σ. 98 Στὴν ἐπιστολὴ ἐπεξηγοῦνται οἱ λόγοι ποὺ ἀνάγκασαν τὸν αὐτοκράτορα νὰ καθυστερήσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ γράμματος.Ἐπίσης, ὁ Μανουὴλ ἀναφέρεται σὲ δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισε στὸ ταξίδι, ἀλλὰ καὶ στὴν πρόθυμη διάθεση τῆς εὐγενοῦς Αὐλῆς καὶ τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας γιὰ νὰ συνεπικουρήσουν μία ὁμόπιστη δύναμη ποὺ βρισκόταν σὲ δύσκολη θέση.

39 Barker, Statemanship, σ. 175. Ἐπίσης βλ. και: Ἀ. Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι Μανουὴλ Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ, Ἀθῆναι 1913. Στὶς σελίδες 38 καὶ 39 τοῦ συγκεκριμένου πονήματος, ὁ Μομφερρᾶτος περιγράφει τὴ διαμονὴ τοῦ Μανουὴλ στὴ Γαλλία. Στὸ ἑξῆς: Moμφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι

40 Barker, Statemanship, σ. 176

41 Sophia Mergiali – Sahas, “Byzantine emperors and holy relics”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik  51 Band, Wien 2001. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “ holy relics”.

42 G. Dennis, “Official documents of Manuel Palaeologus II”, Byzantion 41, 1971, σσ. 45 – 58. Βλ. και: Τοῦ ἰδίου, “The unknown documents of Manuel II Palaeologus”, Travaux et Mémoires 3, Paris 1968

43 Sophia Mergiali-Sahas, “An ultimate wealth for inauspicious times: holy relics in rescue of Manuel II Palaeologus’ reign”, Byzantion (tome LXXVI) 2006. Στὸ ἑξῆς: Mergiali, “in rescue”.

44 Περὶ τῆς αἱμορρούσης γυναικός: Ματθαῖος 9 : 20, 22   Μᾶρκος 5 : 25, 29   Λουκᾶς 8 : 43, 48

45 Z. N. Tσιρπανλής, Ρόδος καὶ οἱ νότιες Σποράδες στὰ χρόνια τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν (14ος – 16ος αἰ.), Ρόδος 1991, σ. 47

46 D. M. Nicol, “A Byzantine emperor in England, Manuel ll’ s visit to London in 1400 – 14001”, University of Birmingham Historical Journal, Vol. XII, No. 2, 1970, σ. 204 – 225. Στὸ ἑξῆς: Nicol, “England”. Σὲ αὐτὴ τὴ συνάντηση δόθηκε ἡ εὐκαιρία στὸν Μανουὴλ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ θαυμάσει τὰ νέα λάβαρα καὶ τὰ βεξιλλιολογικὰ σύμβολα τοῦ βρεττανικοῦ βασιλείου. Ὡστόσο, τὸ διαρκῶς συρρικνούμενο βυζαντινὸ κράτος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ υἱοθετήσει τὸ δυτικῆς ἀσφαλῶς προέλευσης, πολύπλοκο σύστημα τῆς «ἐθνικῆς οἰκοσημολογίας». Εἰκάζω πὼς μόνο στὴν πρώϊμη βυζαντινὴ περίοδο καὶ ἴσως στὴ μέση βυζαντινὴ περίοδο τῶν βυζαντινῶν Σχολῶν, χρησιμοποιοῦνταν οἰκόσημα γιὰ τὴ διάκριση τῶν δήμων (Βένετοι, Πράσινοι, Λευκοί, Ρούσιοι) καὶ τῶν Ταγμάτων. Περὶ τῆς ὑπάρξεως ἢ μη, Βυζαντινῆς ἑραλδικῆς βλ.: Ν. Οἰκονόμου, «Εἶχον οἱ Βυζαντινοὶ οἰκόσημα;», Δελτίον Ἑραλδικῆς καὶ Γενεαλογικῆς Ἑταιρείας 6, Ἀθῆναι 1986

47 Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι, σ. 47

48 Nicol, “England”, σσ. 216 – 219. Βλ. ἐπίσης: D. M. Nicol, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

49 Τοῦ ἰδίου, Βυζάντιο καὶ Βενετία, Ἀθήνα 2004, σσ. 438 – 439

Βραχυγραφίες – Βιβλιογραφία

 Ἀ. Ἀργυρίου, Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, Κέντρο Βυζαντινῶν Ἑρευνῶν. Θεσσαλονίκη, 1996

Α. W. Hellebuyck, Foreign Relations and the End of Byzantium: The Use of Personal Diplomacy during the Reign of Constantine XI Palaiologos (1448 – 1453), a “ thesis” submitted for the degree of Bachelor of Arts, University of Michigan / Department of History (March 27, 2006)

 Α. Pratesi, Genesi e forme del documento medievale, Roma 1987

Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Τὸ πολίτευμα καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας 324 – 1204. Κράτος – Διοίκηση – Οἰκονομία – Κοινωνία, Ἀθήνα 2004

Βασιλικὴ Βλυσίδου, «Αὐτοκρατορικὸς τίτλος καὶ διπλωματία», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), σσ. 14 – 19

Barker, Statemanship

J.W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391 – 1425). A Study in Late Byzantine Statemanship, Rutgers University Press, New Brunswick / New Jersey, 1968

Cipolla, Βιομηχανικὴ ἐπανάσταση

C. M. Cipolla, Ἡ Εὐρώπη πρὶν τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση-κοινωνία καὶ οἰκονομία 1000-1700 μ.Χ., Ἀθήνα 1988

D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες

D. M. Nicol, Οἱ τελευταῖοι αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου 1261 – 1453, Ἀθήνα 2001

______, Βυζάντιο καὶ Βενετία, Ἀθήνα 2004

______, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

 Nicol, “England”

______, “A Byzantine emperor in England, Manuel ll’ s visit to London in 1400 – 14001”, University of Birmingham Historical Journal, Vol. XII, No. 2, 1970

 ______, Byzantium: its ecclesiastical history and relation with the western world, Variorum Reprints, London 1972

Dennis, Letters

G. Dennis, The letters of Manuel II Palaeologus [Text, Translation, and Notes] , Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Washington, 1977

______,  “The unknown documents of Manuel II Palaeologus”, Travaux et Mémoires 3, Paris 1968

Δούκας, Turco – Bizantina, Δούκας, Istoria Turco – Bizantina (1341 – 1462), Scriptores Byzantini 1, [edr. Grecu,V] Academia Republicae popularis Romanicae, Bucharest 1958

G. Schlumberger, Un Empereur de Byzance à Paris et à Londres, Paris, 1916

Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Ρόδος καὶ οἱ νότιες Σποράδες στὰ χρόνια τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν (14ος –16ος αἰ.), Ρόδος 1991

Κανανός, Lassedio di Constantinopoli, [edr. Pinto], 1977

Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio, C.F.H.B. 1, Dumbarton Oaks Washington, D.C., 1967

Μ. Σ. Κορδώσης, κατάλυση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ φραγκικὴ κυριαρχία ὣς τὸ 1261, πανεπιστ. παραδόσεις, Ἰωάννινα 1986

Mergiali, “ambassador”

Sophia Mergiali Sahas, “A Byzantine ambassador to the West and his office during the fourteenth and fifteenth centuries: a profile”, Byzantinische Zeitscrift 94, 2001, σσ. 588 – 604, 2001

Mergiali, “Chrysoloras”

______,“Manuel Chrysoloras (ca. 1350 – 1415), an Ideal Model of a Scholar – Ambassador”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 3 ,1998, σσ. 1 – 12

Μεργιαλή, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο»

______, «Τὸ ἄλλο πρόσωπο τῆς αὐτοκρατορικῆς διπλωματίας: ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας στὸ ρόλο τοῦ πρεσβευτῆ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰ.», Βυζαντιακὰ 25, Θεσσαλονίκη 2005

Mergiali, “ holy relics”

______, “Byzantine emperors and holy relics”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik  51 Band, Wien 2001

Μergiali, “in rescue”

______,“An ultimate wealth for inauspicious times: holy relics in rescue of Manuel II Palaeologus’ reign”, Byzantion (tome LXXVI), 2006

Moμφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι

Ἀ. Μομφερράτου, Διπλωματικαὶ ἐνέργειαι Μανουῆλ Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ, Ἀθῆναι 1913

Ν. Οἰκονόμου, «Εἶχον οἱ Βυζαντινοὶ οἰκόσημα;», Δελτίον Ἑραλδικῆς καὶ Γενεαλογικῆς Ἑταιρείας 6, Ἀθῆναι 1986

Nicholas, Ἐξέλιξη

D. Nicholas, ἐξέλιξη τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου–Κοινωνία, Διακυβέρνηση καὶ σκέψη στὴν Εὐρώπη 312-1500, Μ.Ι.Ε.Τ. , Ἀθήνα 1999

Οikonomides, “means”

Ν. Οikonomides, “Βyzantine diplomacy, A. D. 1204 – 1453: means and ends”, Byzantine diplomacy. Papers from the Twenty – fourth Spring Symposium of Byzantine Studies, Cambridge 1992

Οὐνταλτσόβα, Διπλωματία

Ζ. Οὐνταλτσόβα, Γ. Λιτάβριν, Ἰ. Μεντβέντιεφ, Βυζαντινὴ Διπλωματία, [μτφρ. Παναγιῶτα Ματέρη – Δημήτρης Πατέλης], Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1995

Ostrogorsky, Ἱστορία

G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. γ’, Ἀθήνα 2001

Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολή

Ἀ. Παπαδάκης, Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ παπισμοῦ, Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὣς τὸ 1453, [μτφρ. Στέφανος Εὐθυμιάδης], Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2003

Τ. Λουγγής, «Ἀρχὲς καὶ πρακτική», ἱστορικὰ ἐλευθεροτυπίας (4 Σεπτ. 2003), 6 –13

Ψευδο – Κωδινός, Traite des offices, ed. J. Verpeaux,  Paris 1966 


Πώς να διαβάσουμε μια επιγραφή; Επιγραφικά σύμβολα

1. [   ]      Αποκατάσταση από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία δεν έχουν διασωθεί στην επιγραφή.

πρδ. Αθ[ηναί] οις

2. (   )      i. Προσθήκη από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία λησμόνησε ο χαράκτης.

πρδ. Αθ(η)ναίων

ii. Ανάλυση συντομογραφιών.

iii. Διόρθωση από τον εκδότη γραμμάτων που χάραξε λάθος ο χαράκτης.

πρδ. ΜΝΕΥΛΟΣ   Μ(εν)ύλος

3.<   > ή [[   ]]      Οβελισμός. Εξάλειψη από τον εκδότη γραμμάτων, τα οποία εχάραξε ο χαράκτης εσφαλμένως.

πρδ. ΑΘΗΘΗΝΑΙΩΝ   Αθη[[θη]]ναίων

4.     Σε πλαισιο: απόξεση γραμμάτων από τους αρχαίους.

5.     Στιγμή κάτω από έναν ή περισσότερους χαρακτήρες: γράμματα που δεν σώζονται ολόκληρα, αλλά αναγνωρίζονται.

6.     Χαρακτήρας εντός αγκυλών και με μία στιγμή από κάτω: δηλώνεται έτσι γράμμα, από το οποίο σώζονται ελάχιστα ίχνη και η ανάγνωσή του είναι αβέβαιη.

7.    ……..      Λείπουν τόσα γράμματα, όσες και οι τελείες.

8.     _ _ _ _ _ _       Λείπει απρσδιόριστο αριθμός γραμμάτων.

9. ca. 5l.      Circa 5 litterae: λείπουν περίπου 5 γράμματα.

10.     vacat ή V, VV: κενός χώρος μέσα στο κείμενο ή κενός χώρος αντίστοιχος προς ένα, δύο ψηφία.

Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται σε πολλές δημοσιεύσεις επιγραφών.

Πανεπιστημιακές σημειώσεις από το μάθημα της Επιγραφικής (διδάσκουσα, Βάσα Κοντορίνη). Ιωάννινα 2004.


A. CAPPELLI. DIZIONARIO DI ABBREVIATURE LATINI ED ITALIANI. Milano, 1912

Ένας χρήσιμος σύνδεσμος που παρέχει τη δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονται για τη λατινική παλαιογραφία να βρουν την ερμηνεία τυχόν δυσανάγνωστων και δυσερμήνευτων βραχυγραφιών.

http://www.hist.msu.ru/Departments/Medieval/Cappelli/