Οι επιγραφές στα χρυσά νομίσματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων
Εξέλιξη, Πολιτική, Προπαγάνδα
του Ιωάννη Δ. Κηπουρού, Ιστορικού
(Περίληψη εργασίας που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων το 2005,
σε σεμινάριο που δίδαξε ο βυζαντινολόγος, επίκ. καθ. Χρήστος Σταυράκος).
Το βυζαντινό νόμισμα πέρα από την αυτονόητη χρήση του ως μέσο συναλλαγής, διεκπεραίωνε και μία ακόμη σημαντική λειτουργία: με την απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων, προσώπων μελών των διαφόρων δυναστικών οικογενειών, καθώς και με την αναγραφή ποικίλων επιγραφών, το βυζαντινό νόμισμα, ως αντηρίδα του οικοδομήματος που ονομάζεται βυζαντινή αυτοκρατορία, στήριξε τη δυναστική και αυτοκρατορική ιδεολογία του κράτους.
Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έκοψαν νομίσματα σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Και παρότι τα αργυρά νομίσματα ήταν αποτελεσματικότερα, όσον αφορά την άσκηση της προπαγάνδας, αυτά κυκλοφορούσαν με μεγαλύτερη συχνότητα ανάμεσα στα πλήθη, τα χρυσά με τη σειρά τους, αποτελούσαν ένδειξη σταθερότητας της εξουσίας.
Στα χρόνια του πρώιμου Βυζαντίου, ο χρυσός solidus, ή σολδίον, ήταν το νόμισμα που χρησιμοποιούταν για την κάλυψη των διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών του κράτους. Οι καθημερινές εμπορικές συναλλαγές εκπληρώνονταν με τη χρήση ευτελέστερων νομισμάτων, κυρίως χάλκινων. Το χρυσό νόμισμα, ακολουθώντας μία κυκλική πορεία, αφού πρώτα γινόταν η διάθεσή του στην αγορά, κατέληγε και πάλι στο αυτοκρατορικό ταμείο με τη συλλογή των φόρων. Το βάρος ενός καλοδιατηρημένου σολδίου κυμαινόταν ανάμεσα σε 4,45γρ. και 4,50γρ. . Εντούτοις, η περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο υπήρξε και αυτή θύμα της σταδιακής παρακμής του κράτους, γνωρίζοντας συνεχείς μειώσεις σε περιόδους κρίσης.
Ήδη ο 6ος αιώνας φέρνει στο προσκήνιο νομίσματα περιεκτικότητας 23, 22 και 21 καρατίων. Αυτά δεν θα πρέπει να θεωρηθούν υποτιμημένα. Σύμφωνα με μία εμπεριστατωμένη γνώμη (Adelson), χρυσά νομίσματα ελαφρώς μειωμένης περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο, εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτήν την παρατήρηση, αυτά τα νομίσματα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κυκλοφόρησαν για να εξυπηρετήσουν τις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση.
Υποδιαιρέσεις του σολδίου, ήδη από τη βασιλεία του Αναστασίου του Α΄ (491-518μ.Χ.), ήταν το σημίσιο (semissis), το οποίο αντιστοιχούσε στο 1/2 της αξίας του σολδίου και το τριμήσιο (tremissis), αντίστοιχα, στο 1/3 της αξίας του χρυσού βυζαντινού νομίσματος. Αυτές οι αξίες συνέχισαν να κυκλοφορούν έως τα μέσα του 8ου αιώνα. Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρωνύμου, η συχνότητα αυτών των υποδιαιρέσεων μειώθηκε και τον 10ο αιώνα έχουν πάψει πια να βρίσκονται σε κυκλοφορία.
Τον 10ο αιώνα κυκλοφόρησαν ελαφρύτερα χρυσά νομίσματα 22 καρατίων. Αυτά ήταν τα τεταρτηρά και χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με τα «ιστάμενα», τα κανονικά, δηλαδή, χρυσά νομίσματα. Η πατρότητα αυτής την νομισματικής αλλαγής ανήκει στον Νικηφόρο Φωκά και είχε δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα.
Καθώς φαίνεται, η ομοιότητα των τεταρτηρών με τα ιστάμενα δημιουργούσε προβλήματα. Στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ δόθηκε η λύση στο πρόβλημα της διάκρισης των δύο νομισμάτων. Αυξήθηκε η διάμετρος των ιστάμενων από 19/20 χιλιοστά σε 25/27 χιλιοστά. Για άλλη μία φορά όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επρόκειτο για μία υποτίμηση. Πραγματική υποτίμηση συνέβη στα χρόνια του Μιχαήλ Ε΄ και επί βασιλείας Κωνσταντίνου Θ΄, περίοδο κατά την οποία τα νομίσματα άγγιξαν τα 18 καράτια.
Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), η περιεκτικότητα σε χρυσό του βυζαντινού χρυσού νομίσματος, συνέχισε να υφίσταται διαρκείς μειώσεις. Η υποχώρηση έφθασε στα 8 καράτια και μόνο με τη νομισματική ρύθμιση του Αλεξίου Α (1092), το χρυσό νόμισμα βελτιώθηκε, αποκτώντας περιεκτικότητα 20 1/2 καρατίων. Αυτά τα νέα νομίσματα, που απείχαν από τα χρυσά νομίσματα των 24 καρατίων, ήταν τα «υπέρπυρα». Το υπέρπυρον ή αλλιώς βυζάντιον (έτσι ονομαζόταν στη Δύση, besant), αποτέλεσε το πρότυπο του κατοπινού βενετικού χρυσού δουκάτου και, έμμεσα, το πρότυπο όλων των ευρωπαϊκών χρυσών νομισμάτων, παραμένοντας σε κυκλοφορία και μετά τα χρόνια, που ακολούθησαν την κατάρρευση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι πηγές ομιλούν για υπέρπυρα στην Κρήτη και στα Επτάνησα του 16ου αιώνα.
Αυτά σύντομα, σχετικά με την ποικιλία των χρυσών νομισμάτων κατά τον ρού της βυζαντινής Ιστορίας, όσον αφορά το όνομα και το βάρος τους, την περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο. Όσον αφορά στις απεικονίσεις και στις επιγραφές τα πράγματα παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Αν και η επιγραφική και η εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων δεν παρουσιάζει την ποικιλία και τη σημειολογία των αρχαίων νομισμάτων -σε αυτά αφθονούν οι μυθολογικές παραστάσεις, που επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες- , παρόλα αυτά παρατηρείται κάποια εξέλιξη, ανάλογα, κάθε φορά με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
Η γλώσσα τω επιγραφών των πρώιμων βυζαντινών νομισμάτων είναι η γλώσσα της βυζαντινής διοίκησης, δηλαδή η λατινική. Μόλις τον 7(ο) αιώνα η επιγραφές εξελληνίζονται σταδιακά, μιας και η γλώσσα όφειλε να προσαρμοστεί στο όργανο επικοινωνίας της πλειονότητας των βυζαντινών. Παρά τον εξελληνισμό των νομισματικών επιγραφών, μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, απαντούν συχνά, αδιακρίτως, λατινικοί και ελληνικοί χαρακτήρες ακόμη και μέσα στην ίδια επιγραφή.
Στους οπισθότυπους, στα πρώιμα νομίσματα, οι χαρακτήρες είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος συγκριτικά με τους χαρακτήρες που βρίσκονται στην εμπρόσθια όψη. Στην στερεότυπη επιγραφή των οπισθότυπων των σολδίων «VICTORI AAVCCC», το «U» διατηρεί την παλαιά του μορφή, δηλαδή ως εξής: «V». Η μορφή αυτού του χαρακτήρα παίρνει σταδιακά τη μορφή ενός μικρογράμματου ύψιλον σε μεγάλο μέγεθος, με μία προέκταση της αριστερής κάθετης κεραίας (ч). Μία συγκριτική εξέταση των λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις: το «Α» και το «Β» είναι όμοια και στις δύο γλώσσες. Μόνο το «Β» διαφοροποιείται κάποιες φορές παίρνοντας τη μορφή ανάποδου «Β», με τους δακτυλίους στραμμένους προς τα αριστερά ή τη μορφή ενός μικρογράμματου λατινικού «μπ» (b). Οι υπόλοιποι χαρακτήρες διατηρούν τη μορφή που έχουν στη λατινική γλώσσα, με μερικά εναλλακτικά σχήματα, τα οποία συναντάμε σποραδικά. Στον ύστερο 7(ο) αιώνα, το «Ε» εκτείνει τη μεσαία κεραία του. Το «G» κατά κανόνα έχει τη μορφή του σεληνόσχημου «C» ή απλούστερα τη μορφή μίας κάθετης κεραίας. Με την κανονική του μορφή απαντάει στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού του B΄. Το «H» ή «h» απαντάει στα χρόνια του Ηρακλείου, ιδιαίτερα με τη δεύτερη μορφή. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει σύγχιση με το ελληνικό «ήτα». Το «L», ακόμη και όταν το συναντάμε σε λατινικές επιγραφές έχει συχνά την όψη του ελληνικού, κεφαλαιογράμματου «Λ» (HERACΛΙ CONSVΛΙ). Το «Μ» έχει τη μορφή μικρογράμματου λατινικού, ενώ άλλοτε συγχέεται με το «n» (InPER). Στα χρόνια του Αρτεμίου, το «R» έχει τη μορφή του ελληνικού ομόηχου γράμματος.
Ως προς την τοποθέτηση και την κατεύθυνση των επιγραφών στην επιφάνεια του νομίσματος, αυτές συνέχισαν να αναγράφονται κυκλοτερώς για το διάστημα από τον 8(ο) μέχρι τον 11(ο) αιώνα και το μέγεθος της γραμματοσειράς παρέμεινε μικρό, ενώ κάτά τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα έγινε αισθητά μικρότερο. Επιγραφές σημειώνονται σε στίχους, συνηθίζονται κυρίως στα αργυρά και στα χάλκινα νομίσματα. Επιγραφές σε στήλες βρίσκομε σε νομίσματα της Σικελίας στα χρόνια των Ισαύρων, η κυκλοφορία τους όμως διακόπηκε στις αρχές του 9ου αιώνα και επανατέθηκαν σε κυκλοφορία επί Κομνηνών.
Από τον 7(ο) αιώνα και εξής, παρατηρείται μία τάση αντικατάστασης λατινικών χαρακτήρων από ελληνικούς. Δείγματος χάρη η αντικατάσταση των F, L, R από τα αντίστοιχα ελληνικα, Φ, Λ, Ρ. Περί τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα συναντάμε ελληνικές επιγραφές με λατινικά γράμματα: NICA, CVRIE. Ακόμη και λέξεις γραμμένες με λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες ταυτόχρονα: PATHR. Ενδεικτική είναι η επιγραφή που απαντάει σε σολδίο του Νικηφόρου: NICHFOP΄CE bASIL AЧGG’b’R’. Την ίδια επιγραφή συναντάμε και με την εξής μορφή: NIKH+OΡ’ ΚΑΙ RACIΛ’ΑVΓ’R’P’. Από τα υπόλοιπα γράμματα το «Ν», απαντάει και ως ανάποδο, «И». Είναι αξιοπρόσεχτη και η ποικιλομορφία που παρουσιάζει και το γράμμα «Τ». Αναγράφεται ως «Τ» και ως μικρογράμματο ελληνικό με την απόληξη της κάθετης κεραίας στραμμένης προς τα αριστερά. Ένας άλλος τύπος που συναντάμε σε νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ θέλει την κάθετη κεραία του γράμματος σπαστή.
Μόνο κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή οι ελληνικές επιγραφές καταφέρνουν να εκτοπίσουν τα λατινικά γράμματα, τόσο ηχητικά, όσο και μορφολογικά. Αυτή η αντικατάσταση είχε αρχίσει ήδη στα 1060. Ο χαρακτήρας των επιγραφών χαρακτηρίζεται από λακωνικότητα και από την ατελή, συντετμημένη μορφή των λέξεων, προφανώς προς εξοικονόμηση χώρου.
Σε επίπεδο περιεχομένου, η επιγραφές επιστρατεύτηκαν για να εκφράσουν την αυτοκρατορική ιδεολογία του Βυζαντίου. Πρώτα πρώτα, στα πρώιμα νομίσματα ο αυτοκράτορας είναι Dominus, δηλαδή Άρχων, Κύριος και παντοτινός Αύγουστος, perpetuus Augustus. Κατόπιν, εφόσον έγινε κατανοητό ότι οι επιγραφές όφειλαν να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές, ο αυτοκράτορας έλαβε το προσωνύμιο «Δεσπότης» και τον τίτλο «Βασιλεύς». Ας εξετάσουμε όμως τις περιπτώσεις θεματικά.
Λατινικές επιγραφές κοσμικού χαρακτήρα
α. Ο τύπος «Dominus Noster (όνομα αυτοκράτορα) Perpetuus Augustus» (Κύριέ μας,…, Αιώνιε, Σεβαστέ)
Αυτός ο χαρακτηρισμός αποδίδεται στους αυτοκράτορες του πρώιμου Βυζαντίου και αποτυπώνεται στα χρυσά νομίσματα. Αρχικά το «dominus» συνδέεται με την παραδοχή του αυτοκράτορα ως Θεού και έχει ως ελληνικό ισοδύναμο τον τίτλο «Δεσπότης». To “dominus noster” ακολουθεί το όνομα του αυτοκράτορα πότε σε πτώση ονομαστική και πότε σε δοτική. Στη δεύτερη περίπτωση, ίσως θα πρέπει να εννοηθεί ένα συνοδευτικό επιφώνημα, λόγου χάρη, “Vita et Victoria”, όπως συμβαίνει σε χάλκινο νόμισμα του Ιουστίνου του Β΄, στο οποίο διαβάζουμε και την επιγραφή: DN Ioustino et Sofie Ag, φράση που συμπληρώνεται στο έξεργο με τη λέξη “ Vita”.
Το “perpetuus”, δηλ. «αιώνιος», χαρακτήριζε αρχικά τη διάρκεια μίας θέσης, ενός αξιώματος. Στη συνέχεια, κατά το β΄μισό του 5ου αιώνα εκτοπίζει το ύστερο ρωμαϊκό “pius felix” (ευσεβής και δίκαιος) και εισάγεται από τον Λέοντα τον Α΄ στις επιγραφές των νομισμάτων. Άλλλωστε, ο χαρακτηρισμός του αυτοκράτορα ως “perpetuus augustus” ήταν αρκετά διαδεδομένος τρόπος προσφώνησής του από τους υποτελείς.
Ο τίτλος “augustus” απενεμήθη για πρώτη φορά το 27π.Χ. στον Οκταβιανό και τον συναντάμε έως και τον 7ο αιώνα. Αρχικά δε συνδέεται με την εξουσία. Στη συνέχεια, κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, ο τίτλος και τα παρεπόμενά του εμφανίζονται σε έγγραφα και νομίσματα, μέχρι την οριστική εγκατάλειψή του επί της βασιλείας Ηρακλείου, και την αντικατάστασή του από το ελληνικό «βασιλεύς».
Ο τύπος “dominus noster… perpetuus augustus” επιγράφεται σε χρυσά σολδία, κάποτε με μικρές παραλλαγές. Τυπική επιγραφή αυτού του μοτίβου είναι αυτή που διαβάζουμε σε σολδίο του Αναστασίου του Α΄: “DNANSTASIVSPPAUC”.
Άλλοτε πάλι σημειώνεται και ένα δεύτερο όνομα πλάι στο όνομα του αυτοκράτορα. Πρόκειται για τον συναυτοκράτορα ή μελλοντικό διάδοχο: “D N IVSTIN E T IVSTINIAN PPAVC”.
Εναλλακτικά, ο τύπος της συγκεκριμένης επιγραφής εντοπίζεται και με την εξής μορφή: “dd NN NERACLIUS ET HERA CONST PP AV”. Όπου διπλά όμοια γράμματα, δηλώνεται ο πληθυντικός, λόγου χάρη “domini, nostri…”.
Από μία τελευταία παραλλαγή αυτής της επιγραφής εκπίπτει το “noster”. Σε νόμισμα του Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου (578/82) διαβάζουμε την εξής επιγραφή: “dmTib CONSTANT PP AVI”.
β. Ο τύπος “Victoria Augustorum” στον οπισθότυπο.
(=Η Νίκη των Αυγούστων)
Ο τύπος αυτός συναντάται σε οπισθότυπους νομισμάτων και συνήθως, συντετμημένος: “VICTORIA AAVCCC”. Σε αυτή τη μορφή το εντοπίζουμε σε σολδίο και σε σημίσιο. Το πλήρες ανάπτυγμα της επιγραφής το συναντάμε σε τριμήσιο. Άλλες επιγραφές με τις οποίες υποθέτω ότι συνδιαλέγεται το “ Victoria Augustorum” είναι το “ Gloria Romanorum” (από τα χρόνια του Ιουστίνου του Α΄) και το “Salus et Gloria Romanorum” (από χρυσό μετάλλιο του Ιουστινιανού του Α΄). Πέρα από την ηχητική ομοιότητα, πρόκειται επίσης για επιγραφές οπισθότυπων, στις οποίες έχουμε σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή, προηγείται, αφενός, η Νίκη των Αυγούστων ως προϋπόθεση για να επέλθει η Δόξα και η Σωτηρία των Ρωμαίων, ως αποτέλεσμα.
Μία μικρή παραλλαγή, πιθανότατα, ενδεικτική της μεταβολής, όσον αφορά τη θέαση του αυτοκρατορικού ιδεώδους, συμβαίνει στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄(578/82) και Μαυρικίου (582/602). Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες χαράζουν στα νομίσματά τους το “Victoria”, όμως κρατούν τη Νίκη, ως προσωπικό επίτευγμα και όχι, ως συλλογική κατάκτηση, όλων των Αυγούστων. Έτσι διαβάζουμε σε νομίσματα των δύο «εγωκεντρικών» αυτοκρατόρων: “VICTORTI[B]ERIAUS” και “VICTORImAVRICIAVS”.
γ. Consul (=ύπατος)
Ο τίτλος αποδιδόταν στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή και αποτελούσε μία εκ των υψηλοτέρων τιμών. Αποδιδόταν και στον αυτοκράτορα, αν και δεν συνεπαγόταν περαιτέρω πολιτική δύναμη. Η παρουσία του δεν έπαψε να υφίσταται και κατά τη βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία χρησιμοποιείται χωρίς ιδιαίτερη έκταση τον 7ο και 8ο αιώνα. Τον 9ο αιώνα εξαφανίστηκε οριστικά. Σε νομίσματα συναντάμε τον τύπο σε μία κοπή του Ηρακλείου (608/10), πριν την επίσημη ανάρρησή του στο θρόνο. Η επιγραφή που προέρχεται από χρυσό σολδίο είναι της μορφής: DNERACLI CONSVLI/VICTORIA CONSVLI.
δ. Imperator (=Αυτοκράτωρ)
Κατά την περίοδο της Ηγεμονίας, το “Imperator” ήταν ένα προσωνύμιο. Τον πρώτο αιώνα γίνεται προσφώνηση, η οποία προπορευόταν όλων των άλλων τίτλων. Στην Ανατολή, το “Imperator”, γίνεται εξαρχής αντιληπτό ως τίτλος και την ύστερη εποχή είναι χαρακτηρισμός του βασιλέως. Το συναντάμε σε χάλκινο νόμισμα του Φωκά: “dnFOCA InPERV”, αν και αυτή η αποτύπωση πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα του νομισματοκοπείου και σε παρανόηση του τύπου “perpetuus”. Επίσης, ο τύπος απαντά και επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄(866/67): “+MIhAEL IMPERAT’”. Έκτοτε ο τύπος δεν συναντάται παρά με το ελληνικό ισοδύναμο «αυτοκράτωρ».
Λατινικές επιγραφές με θεολογικό, θρησκευτικό περιεχόμενο
Α. Servus Christi (=δούλος Χριστού)
Στα τέλη του 7ου αιώνα από την πρώτη βασιλεία του Ιουστινιανού Β΄ (685/95), έχουμε μία επιγραφή από νόμισμα που φέρει την προτομή του Χριστού και τον τίτλο, “D Ioustinianus Servus Christi”. Αυτή η επιγραφή, που παρουσιάζει την αντίληψη της πραγματικής υποταγής στον αληθινό άρχοντα Χριστό, ήταν μία αντίδραση του Ιουστινιανού στην πράξη του χαλίφη ‘Abd Al−Maliq, ο οποίος χρησιμοποίησε τον τίτλο “Abdallah”, δηλαδή «υπηρέτης του Θεού». Μετά από αυτό, ο τύπος “Servus Christi” δε χρησιμοποιήθηκε ξανά. Δεν το συναντάμε στη δεύτερη βασιλεία του Ιουστινιανού και στους χρόνους άλλων αυτοκρατόρων . Από μία άλλη οπτική το “Servus Christi”, αποτελεί θα έλεγα ένα είδος προδρόμου της ελληνικότερης επιγραφής CVRIE BOHΘH Tο Cο DOVLO. Είναι εύλογο πως τέτοιο τύποι, στήριζαν το θρησκευτικό βάθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η σύνδεση του αυτοκράτορα με το Θεό και προάγεται ένα μοντέλο βάσει του οποίου ο εικονιζόμενος και αναγραφόμενος αυτοκράτορας υποτάσσεται στο Θεό, όπως κατ’ αναλογία υποτάσσεται ο υπήκοος στον αυτοκράτορα.
Επίσης, από τον Ιουστινιανό Β΄ έχουμε και την επιγραφή “Multos Annos”, (για πολλά χρόνια), η οποία εκτοπίζει το “perpetuus”. Η καινούργια επιγραφή θυμίζει τις επευφημίες του πλήθους κατά τη διαδικασία της στέψης του αυτοκράτορα .
Β. Ihesus Cristos Rex Regnantium (₌Ιησούς Χριστός Βασιλεύς Βασιλέων)
Η επιγραφή εντοπίζεται σε solidi στους οπισθότυπους και εμφανίζεται με τον Ιουστινιανό Β΄. Η μορφή της είναι IhS CRISTOREX REGNANTIЧM και τη συναντάμε με μικρές παραλλαγές σε χρυσά νομίσματα του Βασιλείου Α΄ (867/886), του Αλεξάνδρου (912/13), του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Βασιλείου Β΄, του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, του Μιχαήλ Ζ΄ (1071/78). Η επιγραφή από νόμισμα της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄, παρουσιάζει για πρώτη φορά τη βραχυγραφία “IhS”, σύμφωνα με το Βρετανικό κατάλογο των βυζαντινών, αυτοκρατορικών νομισμάτων. Από νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ και του Κωνσταντίνου Ζ΄, εντοπίζουμε την επιγραφή με τη μορφή IhSXΡREXREϞNANTIЧM.
Ελληνικές επιγραφές με κοσμικό χαρακτήρα
Α. Βασιλεύς
Από τη βασιλεία του Ηρακλείου και εξής γίνεται με περισσότερο εντατικούς ρυθμούς η προσπάθεια εξελληνισμού της αυτοκρατορίας. Οι τίτλοι “Imperator”, “Caesar”, “Augustus” τίθενται στο περιθώριο και αρχίζουν να βρίσκονται σε χρήση οι ελληνικοί ισοδύναμοι. Από τότε, ο τίτλος «βασιλεύς», αρχίζει να χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην επίσημη τιτλοφορία όπως μας βεβαιώνει επίσημη μαρτυρία. Ενσωματώνεται στον επίσημο αυτοκρατορικό τίτλο πιθανότατα μετά την επιστροφή του Ηρακλείου από τον Περσικό πόλεμο του 629. Περίπου 100 χρόνια μετά πρωτοεμφανίζεται ο τίτλος σε μιλιαρέσιο του Λέοντος Γ΄, όπου πατέρας και γιος περιγράφονται ως “bASILIS”. O οπισθότυπος χάλκινου νομίσματος του Λέοντος Δ΄, φέρει την επιγραφή, Ba, και πιθανότατα αυτή η συλλαβή να σημαίνει «βασιλεύς». Σε χρυσό νόμισμα, ο τύπος εισάγεται από τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄ σε βραχυγραφία με τη μορφή , bAS’. Έπειτα από αυτό, συναντάμε το «βασιλεύς», σε όλα τα νομίσματα και σε όλες τις αξίες. Από τις αρχές του 9ο αιώνα (812) το βρίσκουμε και με τη γενική «Ρωμαίων», τύπος που απαντά σε σφραγίδες ήδη από τον 8ο αιώνα. Αυτό συμβαίνει για τη διάκριση των Ελλήνων ηγεμόνων από τους Φράγκους ηγεμόνες. Ο πλήρης τύπος «Βασιλεύς Ρωμαίων», πρωτοεμφανίζεται σε μιλιαρέσιο του Μιχαήλ Α΄ (811/13).
Β. Αυτοκράτωρ
Εξαιτίας της ευρύτερης χρήσης του τίτλου «βασιλεύς», το «αυτοκράτωρ» έμεινε τον 8ο αιώνα στο περιθώριο και σπάνιζε ακόμα και στις επίσημες προσφωνήσεις. Σπάνιος είναι και ο τίτλος στα νομίσματα. Από τον 9ο αιώνα στο τίτλο του βυζαντινού μονάρχη προστίθεται και ο όρος «αυτοκράτωρ», ο οποίος χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τον τίτλο του βασιλέως. Ο τύπος αυτής της επιγραφής απαντά σε νόμισμα του Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη (1041/42) στον εμπροσθότυπο νομίσματος ενώ ο ίδιος τίτλος βρίσκεται και στον οπισθότυπο αργυρών νομισμάτων του Νικηφόρου Β΄ Φωκά και του Ιωάννη Τζιμισκή. Ο τίτλος την ύστερη Βυζαντινή εποχή στα χρόνια των Παλαιολόγων, βρίσκεται στον πληθυντικό μαζί με τη γενική «Ρωμαίων» στα αργυρά νομίσματα του Ανδρόνικου Β΄ και Μιχαήλ Θ΄. Περιστασιακά, βρίσκουμε τον τίτλο «αυτοκράτωρ» και σε ένα «βασιλικό» του Ανδρόνικου Γ΄ και σε μερικά «σταυράτα» του Μανουήλ Β΄.
Γ. Δεσπότης
Το «δεσπότης», ελληνικό ισοδύναμο του “dominus”, δεν έχει την ίδια σημασία με το «βασιλεύς». Αρχικά υφίσταται ως επίθετο ένδειξης σεβασμού και γρήγορα γίνεται από μόνος του ένας αυτόνομος τίτλος. Ίσως ο τίτλος επικράτησε να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον διάδοχο στο θρόνο όσο ο κυρίως βασιλεύς ήταν ακόμα στη ζωή. Συχνά χρησιμοποιείται ο τίτλος σε νομίσματα παράλληλα με τον τίτλο «βασιλεύς». Έτσι από νόμισμα του Νικηφόρου Α΄ έχουμε τις επιγραφές που αναφέρουν στον εμπροσθότυπο το Νικηφόρο με το τίτλο «βασιλεύς» και τον Σταυράκιο με τον τίτλο «δεσπότη». Η παρουσία των δύο τίτλων στο ίδιο νόμισμα πρέπει να σχετίζεται με την ορολογική διάκριση των συμβασιλέων, έτσι ο μεν αρχαιότερος ονομάζεται «βασιλεύς», ο δε συμβασιλεύς «δεσπότης». Το ίδιο συμβαίνει και σε solidus από την Κωνσταντινούπολη από τη βασιλεία του Μιχαήλ Β΄ Αμορίου (820/29). Από την ίδια βασιλεία ωστόσο, υπάρχει επαρχιακό νόμισμα που ονομάζει και τους δύο φερόμενους στην επιγραφή, βασιλείς (mIXAHLba/ΘEOFLObA).
Ο τίτλος «δεσπότης» συναντάται και ως προσδιορισμός της Θεοδώρας περί το 842, σε χρυσό solidus. Η επιγραφή είναι «Θεοδώρα Δέσποινα» για τον εμπροσθότυπο και «Μιχαήλ και Θέκλα» για τον οπισθότυπο.
Μετά τον Θεόφιλο, ο τίτλος τέθηκε εκτός χρήσης για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο τίτλος επανήλθε και γνώρισε χρήση κυρίως μέσα σε επιγραφές που αποτελούν επικλήσεις βοήθειας στη Θεοτόκο. Στα χρόνια των Κομνηνών, το «δεσπότης», το συναντάμε σε επιγραφές κατακόρυφης διάταξης:
Α Τ
ΛΕ ω
ΖΙ ΚΟ
Ω ΜΝΗ
ΔΕC Ν
ΠΟ ω
Τ
Ανάλογες είναι και οι επιγραφές από τις βασιλείες του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και του Μανουήλ Α΄. Από το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, παραθέτω ενδεικτικά την επιγραφή που σημειώνει:
ΜΑ ΠΛ
ΝŎ Λ[Ι]Ο
ΗΛ ΛΟ
ΔΕC ΓΟ
ΠΟΤ C
Δ. Αύγουστος / Αυγούστα
Ο εξελληνισμένος πλέον τίτλος «Αύγουστος» συναντάται σε χάλκινο folli του Θεοφίλου στον οπισθότυπο του νομίσματος. Η επιγραφή αναγράφεται σε τέσσερις στίχους και είναι της μορφής ΘEOFILE AVϞOVSTE SVNICAS. Περί το 912/13, ο ίδιος τίτλος, σε ονομαστική πτώση αυτή τη φορά, εμφανίζεται σε solidus του Αλεξάνδρου με τη μορφή ΑЧϞЧSTOS. Νωρίτερα, περί το 790, σε solidus που φέρει στη μία όψη τον Κωνσταντίνο και στην άλλη την Ειρήνη, υπάρχει η επιγραφή CONSTANTINOS bAS / HRHNI AVCUTA. Ο Λέων Δ΄, είχε στέψει συμβασιλέα το γιο του Κωνσταντίνο, ο οποίος μετά το θάνατο του πατέρα του κυβέρνησε υπό την επιτροπεία της μητέρας του, Ειρήνης της Αθηναίας. Στα χρόνια της μονοκρατορίας της Ειρήνης απουσιάζει από τα νομίσματα εντελώς το όνομα του Κωνσταντίνου και η Ειρήνη αυτοαποκαλείται βασίλισσα και στις δύο όψεις του νομίσματος.
Ε. Επιγραφές, που τονίζουν την συνέχεια μίας βασιλικής οικογένειας
Για να εξασφαλιστεί η δυναστική σταθερότητα, έγινε συνήθεια από νωρίς, ήδη συμβαίνει στα χρόνια του Ηρακλείου, να ορίζεται ο διάδοχος του θρόνου πριν ο βασιλικός θρόνος μείνει κενός από ενδεχόμενο θάνατο του βασιλέως. Γι’ αυτό συναντάμε νομίσματα που απεικονίζουν συνήθως τον πατέρα με τον γιο, πράγμα που ενισχύει τη «συνέχεια», στη σκέψη των υπηκόων.
Ένας άλλος τρόπος που ενισχύει τη «συνέχεια» της βασιλικής οικογένειας είναι και η αναγραφή σε νόμισμα των ονομάτων μίας δυναστικής γενιάς από τον «πάππο» έως και το νεώτερο, τελευταίο της δυναστείας που κυβερνά μία δεδομένη στιγμή. Τέτοιο παράδειγμα είναι η επιγραφή LEOn PAPʹ CONSTANTIhOS PATHR / LEONVSS ESSON CON STANTINOSOhEOS, και εξαιτίας του ότι δεν βρήκα κάποια άλλη επιγραφή ανάλογη σε μορφή και περιεχόμενο, κάνω αυτή την ξεχωριστή μνεία. Πρόκειται για solidus από τη βασιλεία του Λέοντος Δ΄ και το ανάπτυγμα της επιγραφής είναι «Λέων πάππος, Κωνσταντίνος πατήρ, Λέων υιός και εγγονός, Κωνσταντίνος ο νέος». Αυτή είναι λοιπόν η επιγραφή, όπου παρουσιάζονται τέσσερις αυτοκράτορες ενώ παράλληλα επισημαίνεται η μεταξύ τους σχέση. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται η βασιλεία τους.
Ελληνικές Επιγραφές με θεολογικό θρησκευτικό περιεχόμενο
Α. ἐκ Θεοῡ / ἐν Χριστῷ
Στο βυζάντιο, η ιδέα της από Θεού προέλευσης της εξουσίας ήταν ιδιαίτερα προσφιλής και αυτή η ιδέα αποτυπώνεται και εμπράκτως στα έγγραφα, τις σφραγίδες και τα νομίσματα.
Από τις πρώτες επιγραφές που απηχούν τέτοια νοήματα είναι το «ἐκ Θεοῡ»( αργότερα το «ἐν Θεῷ» ) που εισήχθη για πρώτη φορά στο μιλιαρέσιο του Λέοντος Γ΄ περί το 720 μ.Χ. Πάλι σε αργυρό νόμισμα στον οπισθότυπο, από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ε΄ απαντά η επιγραφή «Κωνσταντίνος και Λέων εκ Θεού βασιλείς». Αυτή η μακροσκελής επιγραφή τονίζει την ιδιαίτερη αξία του αργυρού νομίσματος, πιο διαδεδομένου για την προώθηση της προπαγάνδας. Ανάλογο παράδειγμα είναι και η επιγραφή από αργυρό νόμισμα της βασιλείας του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (mIXAHL s ΘΕΟFVLACT EEC Θ(εού) bASILIS ROmAION). Ο τύπος, από τον Λέοντα ΣΤ΄ έως τον Ιωάννη Α΄ αλλάζει σε «ἐν Χριστῷ». Επί παραδείγματι, νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) φέρει την επιγραφή, LEOИENXω bASILEЧS RomωИ. Τέτοιες φράσεις υπάρχουν κατά περίσταση σε χρυσά νομίσματα ενώ κατά κανόνα βρίσκονται σε αργυρά νομίσματα. Στο ύστερο Βυζάντιο των Παλαιολόγων, η χρήση στα έγγραφα της φόρμουλας « ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων», αντικατοπτρίζεται και στα νομίσματα. Λόγου χάρη, στα νομίσματα του Ανδρόνικου Β΄, του Ιωάννη Ε΄ και Ιωάννη ΣΤ΄ συναντάμε την επιγραφή EN Xω Tω Θω PICTOC BACILEVS O ΠΑΛ(ΑΙΟΛΟΓΟC).
B. Δοῡλος Χριστού πιστός ἐν αυτῷ βασιλεύς Ρωμαίων Κύριε / Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ / δεσπότη
Μεταξύ του 829 και του 832, από τη βασιλεία του Θεοφίλου, έχουμε αργυρό νόμισμα με επιγραφή που συναντάται για πρώτη φορά το «+ΘΕΟFILOS DЧLOS XRISTЧ PISTOS En AVTO bASILEЧS ROMAION» (εικ.19). Παράλληλα έχουμε και το solidus που φέρει την εξαιρετικά σημαντική επιγραφή στον οπισθότυπο, CVRIEbOHΘHTOSODOVLO (Κύριε βοήθει τω σω δούλο). Ο τύπος αυτής της επιγραφής εξακολουθεί να είναι ίδιος στις βασιλείες του Ισαάκιου Α΄, Ρωμανού Δ΄ και Μιχαήλ Ζ΄, όμως ο Ρωμανός Α΄ χρησιμοποίησε και τον τύπο XE Bohθει (Χριστέ Βοήθει).
Ανάλογη είναι και η επιγραφή, όταν ο αυτοκράτωρ ή ο δεσπότης επικαλείται τη Θεοτόκο. Απλώς, εισάγεται το «Θεοτόκος» σε βραχυγραφία «ΘΚΕ» και το υπόλοιπο τμήμα παραμένει ως έχει. Τον 11ο αιώνα τέτοιες επικλήσεις ήταν πολύ συχνές και απαντούν σχεδόν σε κάθε αυτοκράτορα από το Ρωμανό Α΄ και εξής. Από τη βασιλεία του Ρωμανού Α΄ έχουμε τον εμπροσθότυπο «ΚΕbOHΘΕΙ ROmANω ΔESPOTH» ενώ σε επιγραφή νομίσματος του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, υπάρχει η αντίστοιχη επίκληση στη Θεοτόκο «+ΘΕΟΤΟC΄b΄ΗΘΙ Nichf΄DESP»· ο ίδιος τύπος χρησιμοποιείται και σε χρυσό νόμισμα από τον Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στο τέλος αυτής της επισκόπησης, είναι πλέον ευδιάκριτη η εξέλιξη των επιγραφών αλλά και του ρόλου τους στην εξυπηρέτηση των πολιτικών σκοπών της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με άριστο τεχνικά τρόπο, κάθε φορά, η επιγραφή μετέφερε κατάλληλα μηνύματα ανάλογα με τις προθέσεις του κάθε αυτοκράτορα. Απλές στην αρχή οι επιγραφές και κάπως «συντηρητικές», ήταν φορείς των ιδεών και εννοιών του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Οι αλλαγές ωστόσο των συνθηκών που μετέβαλαν τις ισορροπίες και τα δεδομένα της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε αναπροσαρμογές. Οι επιγραφές εμπλουτίστηκαν με ποικίλα μηνύματα κυρίως θεολογικού περιεχομένου και δεν έλειψαν και αλλαγές σε έννοιες πολιτικού περιεχομένου εφόσον οι μεταβολές που επήλθαν στην κοινωνία του Βυζαντίου, το απαιτούσαν.
Για μεγάλα διαστήματα ήταν δυνατό να μη παρατηρηθεί κάποια ουσιώδης μεταβολή στις επιγραφές. Όμως όταν η συγκυρία το επέβαλε (αλλαγή στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, επιτυχία στην εξωτερική πολιτική, επέτειοι / εορταστικές εκδηλώσεις) οι αλλαγές αποτυπώνονταν στα νομίσματα είτε με μεταβολή-αντικατάσταση της επιγραφής, είτε με αλλαγή της εικονογραφίας ενώ άλλοτε συνέβαιναν και τα δύο. Επίσης η ποιότητα του νομίσματος και των στοιχείων που το αποτελούν, εξαρτάται από την κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία. Άλλοτε έχουμε περισσότερο προσεγμένες επιγραφές και άλλοτε όχι. Άλλοτε δίνεται έμφαση στο χρυσό νόμισμα (οπότε έχουμε κάποια αλλαγή σχετικά με αυτό), άλλοτε στο αργυρό και άλλοτε στο χαλκό. Συνήθως όμως, το νόμισμα που εξυπηρετούσε καλύτερα την πολιτική της αυτοκρατορίας ήταν το αργυρό νόμισμα και όχι τόσο το χρυσό, που η απόκτησή του από τις λαϊκές μάζες δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ
1.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Alfred, R. Bellinger, «The coins and Byzantine Imperial Policy», Speculum 31, 1956
Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου,»Η αντιβασιλεία εις το Βυζάντιον», Σύμμεικτα, Εθνικόν Ιδρυμα Ερευνών, Κέντρων Βυζαντινών Ερευνών, τομ. 2, Αθήναι 1970
____, Βυζαντινή Ιστορία, Β΄1, 610-867, Θεσσαλονίκη 1998
____, «Εκλογή, αναγόρευσις και στέψις Βυζαντινού αυτοκράτορος» (Πραγματιαι της Ακαδημίας, Αθηνών), τομ. 22, αρ. 2, Αθήναι 1956
J. J Reiske, Constantini Porphyrogeniti imperatoris De cerimoniis aulae Byzantinae, Libr. Duo, Vol. 1 (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae) Bonn: Weber 1829
Phillip Grierson, Byzantine Coinage, Washington 1999
____, Byzantine Coinage as Source Material, Main papers X, 13thInternational Congress of Byzantine studies, Oxford 1996
____, «The debasement of the Bezant in11th century», Byzantinische Zeitsschrift 47, 1954
Dumbarton Oaks, Catalogue Of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection And in the Whittmore Collection, Vol. II, III, V/ Parts1, 2
Alan Harvey, Οικονομική Ανάπτυξη (900-1200), Αθήνα 1997
Hendy M. F, Studies in the Byzantine monetary economy c. 300-1450, Cambridge University Press, 1985
Νiki A. Koutrakou, «Βυζαντινή πολιτική ιδεολογία και προπαγάνδα: Μετασχηματισμοίθέσεις και αντιθέσεις. Το παράδειγμα του Λέοντος Ε΄Αρμενίου (813-820)», Ἳστωρ 3, 1991
George Ostrogorsky, Ιστορία τουΒυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1978
Gerhard Rösch, OΝΟΜΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, Wien 1978
David R. Sear, Byzantine coins And their values, London 1974
Warwick Wroth, Imperial Byzantine Coins, Chicago 1908
G. Zacos, A. Veglery, «C for Σ on The coins of the 11th century», Numismatic Circular 68, 1960
____, «Enigmatic Inscriptions on Byzantine coins», Numismatic Circular 63, 1955
Διον. Α. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ἱστορία 324-1071, Αθήνα 1972
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.