Author Archives: Ιωάννης Κηπουρός

About Ιωάννης Κηπουρός

Ιστορικός

Ομιλία Νικολάου Κ. Κουρκουμέλη

 Η μοναδική τιμητική διάκριση που απένεμε η Γαληνοτάτη στους υπηκόους της, αυτή του Ιππότη του Αγ. Μάρκου, θα αποτελέσει το θέμα της ομιλίας του κ. Νικολάου Κ. Κουρκουμέλη στα γραφεία της Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας, που βρίσκονται επί της οδού 3ης Σεπτεμβρίου 56, τη Δευτέρα 18 Ιουνίου και ώρα 19.30 μ.μ.

Ο ακριβής τίτλος της ομιλίας του κ. Κουρκουμέλη είναι: Το βενετικό τάγμα των Ιπποτών του Αγ. Μάρκου. Μια αντίστροφη διαδρομή: από την Ιστορία στον μύθο.

Μετά το πέρας της ομιλίας θα παρατεθεί μικρή δεξίωση, όπως κάθε χρόνο στα γραφεία της εταιρείας.


Εκεί που το δυσαναπλήρωτο κενό κινητοποιεί επουλωτικές διαδικασίες…

Μεταξύ 24 και 26 Μαίου, όσοι παρευρέθηκαν στο νησί της Κέρκυρας είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς τις εργασίες του επιστημονικού συμποσίου που αφιερώθηκε στη μνήμη της Εύης Ολυμπίτου, καθώς και την έκθεση που διοργανώθηκε με τίτλο:»Θαλασσινές κοινότητες. Οθωνοί».

   Ο τίτλος του συμποσίου,  ενδεικτικός ως προς την ποικιλία θεματολογίας που θεράπευσαν οι διακεκριμένοι ομιλητές, οι οποίοι προέρχονταν από τον χώρο της Ιστορίας, της Λαογραφίας, της Εθνολογίας, της μελέτης της οικιστικής Ιστορίας και του δομημένου περιβάλλοντος.

   Αναμφίβολα, επρόκειτο για μία εξαιρετική συνάντηση, στα πλαίσια της οποίας ήταν αισθητή η συγκίνηση και η γλυκόπικρη γεύση μιας εκδήλωσης, στην οποία όλοι θα ευχόμασταν να μην είχαμε παρευρεθεί ή καλύτερα, να βρισκόμασταν υπό άλλες προϋποθέσεις και «εν απαρτία», δίχως απουσίες… ωστόσο, οι ανακοινώσεις των ομιλητών, στην πλειονότητα τους παλαιοί συνάδελφοι και φίλοι της εκλιπούσας, πυροδότησαν τον γόνιμο διεπιστημονικό διάλογο με αφετηρία τον 17ο αιώνα, αναγωγές σε ποικίλα θέματα του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα, αλλά και με χρονικά άλματα στο σήμερα.

   Το συμπόσιο ολοκληρώθηκε σήμερα Σάββατο 26 Μαϊου, όμως το  κλίμα που βιώσαμε και οι σκέψεις που γεννήθηκαν μέσα μας από το άκουσμα των ανακοινώσεων θα μείνουν μέσα μας, γονιμοποιώντας τη σκέψη μας, παρέχοντάς μας την απαραίτητη έμπνευση να συνεχίζουμε το έργο άξιων ανθρώπων, που μπορεί οι ίδιοι να χάθηκαν, εντούτοις παραμένει ζωντανό ες αεί το έργο τους, αδιάψευστος μάρτυρας της ενεργής παρουσίας τους και της προσφοράς τους στην επιστήμη και γιατί όχι, στην ανθρωπότητα, η οποία τόσο ωφελήθηκε από την προσφορά τους και τόσο ατύχησε από τη βιαστική τους Έξοδο…


Συνέδριο. Στη μνήμη της Εύης Ολυμπίτου (24-25/05/2012)

Το τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου διοργανώνει συνέδριο στη μνήμη της αείμνηστης Εύης Ολυμπίτου, με θέμα: » Tοπικές κοινωνίες στον θαλάσσιο και ορεινό χώρο στα νότια Βαλκάνια τον 18ο και 19ο αιώνα«.

 Η θεματική του συνεδρίου εστιάζει στην εξέταση των δομών που αναπτύχθηκαν στον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου, καθώς και στα ορεινά εδάφη, κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα.

Κατά βάση, πρόκειται για μία επιστημονική συνάντηση με κεντρικό άξονα τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων που παρουσιάστηκαν στις τοπικές κοινωνίες του βαλκανικού, ορεινού και νησιωτικού χώρου, προεπαναστατικά, αλλά και μετά τον αγώνα της εθνικής Ανεξαρτησίας.

Στα ειδικότερα θέματα που θα απασχολήσουν τους συνέδρους συμπεριλαμβάνονται οι πληθυσμιακές μετακινήσεις, οι παραγωγικές δραστηριότητες, η νησιωτικότητα και ο ρόλος της θάλασσας στην εξέλιξη των τοπικών κοινωνιών, οι εθιμικές πρακτικές κ.α.

Πηγή: http://www.ionio.gr/central/gr/events-forthcoming/read/2415/


Ομιλία με θέμα: «Τα γενεαλογικά δέντρα από την Καθολική Επισκοπή Σαντορίνης: Ένα εργαλείο για την ανασύνθεση της τοπικής Κοινωνίας ( 15ος- 19ος αι.). Ζητήματα έκδοσης και ιστορική προσέγγιση»

Παραθέτω το link με το βίντεο από την ομιλία μου στα γραφεία της Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας με θέμα: «Τα γενεαλογικά δέντρα από την Καθολική Επισκοπή Σαντορίνης: Ένα εργαλείο για την ανασύνθεση της τοπικής Κοινωνίας ( 15ος- 19ος αι.). Ζητήματα έκδοσης και ιστορική προσέγγιση».

Η εκδήλωση διεξήχθη στις 2 Απριλίου 2012.

http://vimeo.com/39747347


Τα γενεαλογικά δέντρα από το αρχείο της Καθολικής Επισκοπής Σαντορίνης

Τη Δευτέρα 2 Απριλίου στις 18:30, στα γραφεία της Γενεαλογικής και Εραλδικής Εταιρείας Ελλάδος θα έχετε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε την ομιλία του Γιάννη Κηπουρού, Υποψηφίου Διδάκτορος Ιστορίας Μέσων & Νεωτέρων Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, με θέμα:

«Τα γενεαλογικά δέντρα από την Kαθολική Eπισκοπή Σαντορίνης: ένα εργαλείο για την ανασύνθεση της τοπικής κοινωνίας (15ος-19ος αι.).
Ζητήματα έκδοσης και ιστορική προσέγγιση».


Κλαύδιος: από το περιθώριο, στο θρόνο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

                                                                                           Της Μαρίας Λεοντιάδη, Ιστορικού

Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus), υπήρξε μία από τις πιο παρεξηγημένες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ρωμαϊκής ιστορίας.

Για το χαρακτήρα του και τηνπροσωπικότητά του, όπως επίσης και για τις σωματικές του ιδιαιτερότητες, η αρχαία ιστοριογραφία έχει σταθεί με ιδιαίτερη προκατάληψη απέναντι στο Ρωμαίο αυτοκράτορα.

   Ο Σενέκας (Lucius Annaeus Seneca) στο έργο του «Αποκολοκύνθωσις»[1] , έργο με σατυρικό χαρακτήρα, σατυρίζει τον αυτοκράτορα Κλαύδιο

μετά το θάνατό του. Σε αυτή την καυστική ιστορία, η οποία είναι άλλοτε έμμετρη και άλλοτε πεζή, γίνεται αφήγηση της αφίξεως του Κλαυδίου στον ουρανό˙ έπειτα από μία συζήτηση για το αν έπρεπε να γίνει Θεός, ο Αύγουστος αποφάσισε την απέλασή του από τον ουρανό εξαιτίας των εγκλημάτων του. Εν τέλει, ο Κλαύδιος οδηγείται από τον Ερμή στον Άδη όπου και καταδικάζεται να γίνει κλητήρας τον απελευθέρων του. Οι λεπτομέρειες της  Αποκολοκύνθωσης ενδεχομένως αντικατοπτρίζουν την πικρία του φιλοσόφου για την εξορία του [2], η οποία του επιβλήθηκε από τον Κλαύδιο εξαιτίας της ανάμειξής του σε μία δίκη [3]. Επίπλέον, ο Σενέκας στην Αποκολοκύνθωση κατηγορεί τον Κλαύδιο για την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε Έλληνες, Γαλάτες, Ισπανούς και Βρετανούς 4.

   Σε αντίθεση με το Σενέκα και άλλους λατίνους συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν για τον Κλαύδιο διαπνεόμενοι από εχθρικά αισθήματα εξαιτίας πολιτικών αντιπαραθέσεων, ο λατίνος ιστορικός και λόγιος, Σουητώνιος (Gaius Suetonius Tranquillus) δε φαίνεται να είχε προσωπικούς λόγους, οι οποίοι να δικαιολογούν τη στάση του εναντίον του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Με έκπληξη λοιπόν συναντά ο αναγνώστης ποικίλους χαρακτηρισμούς και στοιχεία της προσωπικότητας του Κλαυδίου στο έργο του Σουητώνιου De Vita Caesarum, στα χωρία όπου σκιαγραφείται το πορτραίτο του αυτοκράτορα. Σε αυτά ο αυτοκράτορας φαίνεται να είναι αφενός σκληρός, αιμοβόρος, εκδικητικός, καχύποπτος και αφετέρου δειλός, αφηρημένος, απερίσκεπτος και αδιάφορος για τους λόγους και τις πράξεις του.

Στοιχεία για τη ζωή και το χαρακτήρα του Κλαυδίου μας παρέχει και το έργο του φιλομοναρχικού ιστορικού από τη Νίκαια της Βιθυνίας, Δίωνα Κάσσιου. Από το έργο του Historiae Romanae σώζονται 25 βιβλία, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο από το 69 π.Χ έως το 47 μ.Χ . Όπως και στην περίπτωση του Σουητώνιου η αρνητική στάση του Δίωνα προς τον Κλαύδιο δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας, τουλάχιστον, φανερής αντιπαράθεσης.

   Ωστόσο, δε φαίνεται να ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση του φανατικού δημοκράτη Πόπλιου Κορνίλιου Τάκιτου. Στο έργο του Annales”, γνωστοποιείται η θέση του συγγραφέα και τα φιλοδημοκρατικά του αισθήματα καθώς επίσης και η δυσαρέσκειά του για τον παραλογισμό της κληρονομικότητας της μοναρχίας μέσω της υιοθεσίας 5 .

   Όσον αφορά τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσιπο δε μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι εντελώς απαλλαγμένος από προκατάληψη και μεροληψία για τον Κλαύδιο, εφόσον όντας ο ίδιος Ιουδαίος συμμερίζεται τον κατατρεγμό και την εκδίωξη των ομοεθνών του από τη Ρώμη που πιθανότατα συνέβη το 50 μ.Χ6 .

   Παρόλο το χλευασμό που υπέστη ο Κλαύδιος από τους παραπάνω συγγραφείς γίνεται αντιληπτό από τα έργα τους πως ακολουθούσε μία συνετή εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, μάλλον, βασική πρόφαση της εμπάθειας των συγχρόνων του ήταν οι σωματικές του ιδιαιτερότητες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν επισκίαζαν τις νοητικές του ικανότητες 7.

   Στον αντίποδα της αρχαίας ιστοριογραφίας βρίσκεται η σύγχρονη ιστοριογραφια, η οποία έρχεται να αποκαταστήσει το όνομα του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Οι νεώτεροι μελετητές διακρίνουν με σαφήνεια τα προβλήματα που προέκυπταν από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, τα οποία πλέον αποδίδονται σε επιπλοκές κατά τη γέννησή του, από ενδεχόμενη ανικανότητα του αυτοκράτορα να διοικεί σωστά. Ιδιαίτερα, η γνώμη της νεώτερης ιστοριογραφίας για τον Κλαύδιο βαίνει προς το θετικότερον καθώς αναγνωρίζει τις ικανότητές του στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική, σημειώνοντας ωστόσο το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν σε αυτούς τους τομείς οι απελεύθεροι και οι εκάστοτε σύζυγοι του αυτοκράτορα.

1. Ο Κλαύδιος ως προσωπικότητα

Α. Η προσωπική του ζωή.

   Ο Τιβέριος Κλαύδιος Δρούσος Νέρωνας Γερμανικός ήταν υιός της Αντωνίας, η οποία ήταν με τη σειρά της κόρη του Μάρκου Αντώνιου και της Οκταβίας, αδερφής του Αυγούστου, και του Δρούσου (Claudius Drusus Nero), ο οποίος ήταν γιός της Λιβίας, συζύγου του Αυγούστου.

   Ο Κλαύδιος, ανηψιός του Τιβέριου και θείος του Καλιγούλα, γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 10 π. Χ. στη σημερινή Λυόν (Lugdunum), ένα χρόνο πριν το θάνατο του πατέρα του˙ ο τελευταίος βρήκε άδοξο θάνατο κατά τη διάρκεια εκστρατείας του στην περιοχή του Ρήνου μετά από βαρύ τραυματισμό που υπέστη επειτα από πτώση από το άλογό του[8].

   Σε πολύ νεαρή ηλικία έκανε δύο αρραβώνες, πρώτα με την Αιμιλία Λεπίδα, δισέγγονη του Αυγούστου, και έπειτα με τη Λιβία Μεδουλλίνα, οι οποίοι όμως δεν κατάληξαν σε γάμο. Αργότερα παντρεύτηκε την Πλαυτία Ουργουλανίλλα με την οποία απέκτησε ένα γιο, το Δρούσο, ο οποίος πέθανε όταν ήταν ακόμα παιδί. Στη συνέχεια παντρεύτηκε την Αίλια Παιτίνα με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Αντωνία. Και τις δύο αυτές συζύγους του τις χώρισε και προχώρησε σε τρίτο γάμο με τη Βαλερία Μεσσαλίνα, κόρη του Βαλέριου Μεσσάλα Βαρβάτου. Αυτός ο γάμος, του οποίου υποκινητής ήταν ο Καλιγούλας όταν ήταν αυτοκράτορας, έγινε όταν ο Κλαύδιος ήταν 48 ετών και η Μεσσαλίνα 14 ή 15. Αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν δυό παιδιά, η Οκταβία και ο Βρεταννικός. Τελευταία σύζυγος του υπήρξε η Αγριππίνα η Νεότερη, αδερφή του Καλιγούλα και άρα ανηψιά του Κλαυδίου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά, αλλά όπως θα δουμε αργότερα υιοθέτησε το γιό της, Νέρωνα, από τον πρώτο της γάμο (Σουητ., 26.1-2, 27.1).

   Στην όψη ο Κλαύδιος δεν υστερούσε σε μεγαλοπρέπεια. Σύμφωνα με την αφήγηση του Σουητώνιου (Σουητ. 30.1), διέθετε όχι μόνο επιβλητικό παράστημα αλλά και εξωτερικό κάλλος. Ήταν ψιλόλιγνος, όχι όμως αδύνατος, με όμορφο πρόσωπο, ωραία άσπρα μαλλιά και γεμάτο λαιμό. Ο βυζαντινός χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας στον 1ο λόγο του («Χρόνοι Βασιλείας Αυγούστου και Ενανθρωπήσεως Θεού») σημειώνει για τον Κλαύδιο τα εξής:

«…ἐβασίλευσε δὲ ὁ αὐτὸς Κλαύδιος Καῖσαρ ἔτη ιδ΄ καὶ μῆνας θ’. Ἧν δὲ κονδοειδής, εὔογκος, γλαυκόφθαλμος, μιξοπόλιος, λευκός, μάκροψις, γαληνότατος…»[9].

Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν παραλείπουν να κάνουν λόγο για τις σωματικές αδυναμίες και ιδιαιτερότητες του αυτοκράτορα [10]. Ο Σουητώνιος αναφέρεται στα αδύναμα γόνατά του,τα οποία του προκαλούσαν κινητικές δυσκολίες, στο ανάρμοστο γέλιο του και στις λεκτικές δυσκολίες του (ήταν τραυλός). Κατά το Δίωνα Κάσσιο, από τα νεανικά του χρόνια, ήταν επιρρεπής σε ασθένειες:

«… τὸ δὲ σῶμα νοσώδης, ὥστε καὶ τῇ κεφαλῇ καὶ ταῖς χερσὶν ὑποτρέμειν. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τῷ φωνήματι ἐσφάλεττο, καὶ οὐ πάντα ὅσα ἐς τὸ συνέδριον ἐσέφερεν αὐτὸς ἀνεγίγνωσκεν, ἀλλὰ τῷ ταμίᾳ…»[11]

Ήταν δηλαδή φιλάσθενος και παρουσίαζε κάποιου είδους αστάθεια στα χέρια και στο κεφάλι. Από το στόμα του εξείχαν πτύελοι και η ομιλία που έβγαινε από αυτό ήταν χοντροκομμένη και αλλόκοτη[12]. Ακόμα και ο ίδιος δεν αισθανόταν άνετα με την παρουσία του, σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως ο Σουητώνιος και ο Ιώσηπος αναφέρουν, να εμφανίζεται στο διαγωνισμό των μονομάχων καλυμμένος με μανδύα, καθώς επίσης και κατά την ανάληψη από τον ίδιο της toga virilis σε νεανική ηλικία είχε μεταφερθεί στο Καπιτώλιο κλεισμένος σε φορείο με παραπέτασμα[13].

   Με σκοπό να επαναπροσδιοριστούν οι αδυναμίες του Κλαυδίου, η σύγχρονη επιστήμη επιχείρησε την προσέγγιση των πιθανών ασθενειών και αδυναμιών από τις οποίες ενδεχομένως έπασχε ο αυτοκράτορας. Οι προτεινόμενες αιτίες της αναπηρίας του κυμαίνονται από μια κληρονομική παραφροσύνη ή επιληψία έως μια ελαφριάς μορφής νευρική ασθένεια, όπως διατυπώθηκε από τον Scramuzza. Πιθανότατα και το γεγονός ότι η μητέρα του, Αντωνία, είχε χάσει κατά τη γέννα αρκετά παιδιά, ίσως αποτελεί ένδειξη ότι αντιμετώπιζε κάποια δυσκολία κατά την κύηση και γέννα. Μάλιστα, άλλες υπάρξουσες αναφορές για την Αντωνία, οι οποίες αναφέρονται ιδιαίτερα στην υγεία της, σημειώνουν πως ο Σκριβωνιανός Λάργος (271) της έδωσε μια ιατρική συνταγή για μια αλοιφή, η οποία θα εχρησιμοποιήτο από την ίδια για την αποτροπή ή τη θεραπεία μυικών πόνων και ακαμψίας των άκρων. Επιπλέον υπέφερε και από διαταραχή στην όραση όπως επίσης και απο ξηροστομία. Οι δύο αυτές τελευταίες καταστάσεις είναι, κανονικά, αποτελέσματα αδενικής ασθένειας ή επιβάρυνσης απο νεύρωση. Μια νευρωτική γυναίκα ή ταλαιπωρημένη από διαταραχές αδενικής λειτουργίας, θα ήταν πολύ περισσότερο πιθανό να αναπτύσσει επιπλοκές κατά τη γέννα. Το μεγάλο μέγεθος της κεφαλής του Κλαυδίου, που τόσο έντονα διακρίνεται στα πορτραίτα του ως ενήλικα, ίσως ήταν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού κατά τη γέννησή του[14].

   Σχετικά με τις προσωπικές του συνήθειες, ο Κλαύδιος συχνά οργάνωνε πλούσια συμπόσια, στα οποία συμμετείχε μεγάλος αριθμός συνδαιτυμόνων, μεταξύ των οποίων, και τα παιδιά του. Σε αυτά τα συμπόσια, ο Κλαύδιος ικανοποιούσε την ακατάπαυστη όρεξή του για φαγητό και ποτό [15]. Η όρεξη αυτή ήταν δυνατόν να οφειλόταν είτε σε αδενικά προβλήματα, που ενδεχομένως είχε ( ίσως τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του), είτε ήταν αποτέλεσμα της πρώιμης κοινωνικής του απομόνωσης. Τη συνήθεια αυτή, ο Κλαύδιος την είχε υιοθετήσει από νεαρή ηλικία, ωστόσο φαίνεται πως δεν απαλλάχτηκε από αυτή ούτε και όταν έγινε αυτοκράτορας [16]. Αξιοσημείωτο επίσης ήταν το πάθος του αυτοκράτορα για τους πεσσους, πάθος το οποίο μοιραζόταν με άλλους ευγενείς [17] και για το οποίο μας πληροφορούν στα έργα τους ο Σουητώνιος και ο Σενέκας.

   Παρόλα αυτά ασχολήθηκε με τις λόγιες σπουδές και έδειξε αμέριστο ενδιαφέρον για την επιστήμη της ιστορίας και σε αυτή του την ενασχόληση είχε οδηγό και συμπαραστάτη τη Λιβία. Παρά την προτροπή της να συγγράψει ένα έργο σχετικό με τον Εμφύλιο Πόλεμο, έχοντας ως αφετηρία το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα, ο Κλαύδιος τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί με μία λιγότερο εριστική περίοδο. Στα έργα του συγκαταλέγονται 41 βιβλία, που καλύπτουν την περίοδο του Αυγούστου, τον οποίο θαύμαζε, μία αυτοβιογραφία του σε 8 βιβλία, De Vita Sua, την οποία ο Σουητώνιος θεωρεί περισσότερο ανούσια παρά άκομψη (Σουητ. , 41. 3), μία υπεράσπιση για τον Κικέρωνα απαντώντας στις κατηγορίες που του είχε προσάψει ο Ασίνιος Γάλλος, μία ιστορία των Ετρούσκων (20 βιβλία  στα ελληνικά) και μία ιστορία των Καρχηδονίων σε 8 βιβλία, έργο επίσης γραμμένο στα ελληνικά [18]. Έτσι λοιπόν, ο Κλαύδιος συγκαταλέγεται στους πολυμαθέστατους άνδρες της εποχής του [19]. Προσωπική του επινόηση αποτελεί και η εισαγωγή τριών νέων γραμμάτων στο λατινικό αλφάβητο, για τα οποία είχε εκδώσει ένα βιβλίο όταν ήταν ακόμη ιδιώτης και των οποίων γενίκευσε τη χρήση όταν έγινε αυτοκράτορας (Σουητ. , 41. 3).

   Εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπιζε στην υγεία του ο Κλαύδιος, ο Αύγουστος, αν και τον θεωρούσε έξυπνο, καθώς επίσης και ο Τιβέριος, δεν πίστευαν στις  ικανότητές του ώστε να αναλάβει μία θέση στη διοίκηση με ιδιαίτερα σημαντικές ευθύνες [20]. Η πρώτη φορά που ο Κλαύδιος αναλαμβάνει κάποιο αξίωμα είναι εκείνο του οιωνοσκόπου ιερέα και του sodalis Augustalis [21], τα οποία του δόθηκαν από τον Αύγουστο[22].  Υπό τον Τιβέριο έλαβε τα υπατικά διακριτικά, χωρίς ωστόσο να του δωθεί κα ουσιαστική εξουσία (Σουητ.,5.1). Ήταν αρκετά διακεκριμμένος στην Ιππάδα τάξη, η οποία τον εξέλεξε δύο φορές πάτρωνά της (Σουητ.,6.1). Μόνο με την κατάληψη της εξουσίας από τον Καλιγούλα, ο Κλαύδιος απέκτησε ουσιαστική εξουσία. Το 37 μ.Χ. διετέλεσε συνύπατος του Καλιγούλα τη χρονική περίοδο από την 1η Ιουλίου έως τις 12 Σεπτεμβρίου:

«…οὕτω δὴ καὶ αὐτὸς ὑπάτευσε, τὸν Κλαύδιον τὸν θεῖον προσλαβών˙»[23]

Ύπατος διετέλεσε και στη συνέχεια κατά τα έτη 42, 43, 47 και 51 μ.Χ. . Αρκετές φορές προήδρευε σε δημόσια θεάματα εκπροσωπώντας τον αυτοκράτορα. Το 47 μ.Χ. ανέλαβε την τιμητεία, η οποία ήταν σε αδράνεια από το 22 π.Χ. , για 18 μήνες με συνάρχοντα τον Λεύκιο Βιτέλλιο [24].

   Μετά τη δολοφονία του Καλιγούλα από τους πραιτοριανούς, η Σύγκλητος άρχισε να συζητά το θέμα της επαναφοράς της Respublica, χωρίς όμως να είναι ο κύριος ρυθμιστής της κατάστασης. Κατά τη διάρκεια της σύγχισης και της ασυδοσίας που επικράτησαν μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα, οι πραιτωριανοί βρήκαν τον Κλαύδιο κρυμμένο πίσω από ένα παραπέτασμα στο παλάτι [25]. Αν και η αρχική τους πρόθεση ήταν να τον σκοτώσουν, σύντομα συνειδητοποίησαν ότι σκοπός τους ήταν η διατήρηση της Ηγεμονίας, πράγμα το οποίο θα μπορούσε καλύτερα να εξυπηρετήσει ο Κλαύδιος [26]. Στις 25 Ιανουαρίου το 51μ.Χ., συνοδευόμενος από πραιτωριανή φρουρά [27] οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου, η οποία τον αναγνώρισε ως αυτοκράτορα  και του απένειμε τους τίτλους του Αυτοκράτορα, του Αυγούστου, του Pontifex Maximus καθώς και τη δικαστική εξουσία.

B. Ο περίγυρος του Κλαυδίου.

   Από τα νεανικά  του χρόνια ο Κλαύδιος υπήρξε η ντροπή και ο περίγελος της οικογένειάς του εξαιτίας των σωματικών του ιδιαιτεροτήτων και αδυναμιών. Η ίδια του η μητέρα, όπως αναφέρει ο Σουητώνιος, τον θεωρούσε «βδέλυγμα ανθρώπου, που η φύση δεν το τελειοποίησε και το άφησε ημιτελές» και όταν ήθελε να αναφερθεί σε κάποιον ανόητο, έλεγε πως ήταν πιο χαζός από το γιο της. Και η γνώμη της αδερφής του, Λιβίλλας, δεν ήταν καλύτερη˙ η τελευταία, όταν άκουσε ότι ο Κλαύδιος θα γινόταν κάποτε αυτοκράτορας, απευχήθηκε μεγαλόφωνα μια τόσο άδικη και ανάξια τύχη για το ρωμαϊκό λαό (Σουητ., 3.2). Η γιαγιά του, Λιβία, ήταν φανερά ένας τύπος ανθρώπου που την απωθούσαν τα φυσικά ελαττώματα. Περιφρονούσε και απέφευγε συστηματικά τον Κλαύδιο, του μιλούσε σπανίως, του έδινε σύντομες και κοφτές οδηγίες και πολλές φορές του έστελνε επικριτικά σημειώματα μέσω αγγελιοφόρων, ακόμα και όταν βρίσκονταν μέσα στο παλάτι. Όσον αφορά τη γνώμη του Αυγούστου, μπορούν να επισημανθούν δύο σημεία, που διακρίνονται από τις επιστολές του στη Λιβία. Από τη μία είναι εμφανές ότι φοβάται τη γελιοποίηση του οίκου του, την οποία θα μπορούσε να επιφέρει η άξεστη και άκομψη συμπεριφορά του Κλαύδίου. Από την άλλη ο Αύγουστος φαίνεται να διακρίνει την ευγένεια της ψυχής του Κλαυδίου και να θαυμάζει τη ρητορική του ικανότητα (Σουητ., 4.1-4). Λαμβάνοντας υπ’ όψην την υπεροχή των Ιουλιο- Κλαυδιανών, καθώς και την όμορφη εμφάνιση των περισσότερων από αυτούς, μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή η αντιπάθεια και η ντροπή που ένιωθαν για τον Κλαύδιο, ένα σαφώς λιγότερο προικισμένο γόνο μιας τέτοιας οικογένειας. Εξαιτίας αυτών, μπορεί να ερμηνευθεί η συχνή διάδοση, οτι ο Κλαύδιος υπέφερε από πυρετό, ως δικαιολογία που δινόταν για την απουσία του όταν οι περιστάσεις απαιτούσαν να είναι παρών[28].

   Η ταπείνωση και η παραμέληση του από το ίδιο το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, έκανε τον Κλαύδιο να επιζητήσει ανθρώπινη συντροφιά σε διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο του παλατιού. Επιπλεόν, η άξεστη, κατά τον Αύγουστο, προφορά των λατινικών δεν ενοχλούσε αυτούς των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν τα λατινικά και έτσι, φίλος του Κλάυδίου στην αυλή του παλατιού ήταν ο Εβραίος φιλοξενούμενος Πρίγκιπας Αγρίππας και άλλοι, ίσως ελληνικής καταγωγής.

   Οι σύγχρονοι στον Κλαύδιο ιστοριογράφοι θεωρούν πως ολόκληρη η διακυβέρνηση του αυτοκράτορα ήταν προϊόν επιρροής που ασκούσαν σ’αυτόν οι απελεύθεροί του και οι σύζυγοι που κάθε φορά είχε στο πλευρό του. Αναμφισβήτητα, ήταν γεγονός ότι ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του, στηριζόταν ακόμα περισσότερο στις συμβουλές τους[29] και όταν οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν φαινόταν περισσότερο σαν πίονι στα χέρια των φιλόδοξων απελευθέρων και γυναικών του[30].  Στην πραγματικότητα ωστόσο, ο ίδιος  ήταν  η αιτία πολλών κατορθωμάτων πολυ μεγαλύτερης σπουδαιότητας σε σχέση με τις δολοπλοκίες του παλατιού, στις οποίες δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία ο Τάκιτος, ο Σουητώνιος και οι άλλοι ιστοριογράφοι της περιόδου. Μάλιστα ο τελευταίος θεωρεί πως ο Κλαύδιος συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως υπηρέτης των συζύγων και των απελευθέρων του, σκορπίζοντας τις τιμές, τη διοίκηση των στρατευμάτων, τις χάρες και τις εκτελέσεις σύμφωνα με τις επιθυμίες του καθενός από αυτούς, χωρίς ο ίδιος να έχει προσωπική αντίληψη και γνώση (Σουητ., 29.1).

   Παρόλα αυτά, ο περίγυρος του Κλαυδίου σίγουρα επηρέασε τη διαμόρφωση των γεγονότων. Ο βαθμός στον οποίο οι απελεύθεροι και οι γυναίκες του αυτοκράτορα επηρέαζαν την αυτοκρατορική πολιτική αμφισβητείται[31], αλλά είναι βέβαιο ότι είχαν στα χέρια τους μεγάλη εξουσία.

   Από τους απελευθέρους του ο Κλαύδιος εκτιμούσε περισσότερο τον Νάρκισσο, τον ισχυρό αρχιγραμματέα του και τον Πάλλαντα, τον οικονομικό του σύμβουλο. Ο Νάρκισσος, με την επιρροή που είχε στον αυτοκράτορα κατόρθωσε να γίνει ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες του κράτους και ένας από τους πλουσιώτερους άνδρες που γνώρισε ποτέ η Ρώμη. Η περιουσία του ανερχόταν σε 400.000.000 σηστερτίους[32], ποσό τόσο μεγάλο ώστε ο ίδιος ο Κλαύδιος όταν παραπιονιόταν για την ένδεια του ταμείου του, πήρε την εύστοχη απάντηση ότι εάν γινόταν συνέταιρος των απελευθέρων του θα πλημμύριζε από χρήματα (Σουητ., 28. 1). Ο Πάλλας ήταν αρχικά δούλος της μητέρας του Κλαυδίου, Αντωνίας και μετά έγινε απελεύθερος του Κλαυδίου που του ανέθεσε, όταν έγινε αυτοκράτορας, τη διαχείριση των οικονομικών της αυτοκρατορίας.

   Το μονοπώλιο των σημαντικότερων θέσεων από αυτοκρατορικούς απελεύθερους δεν ήταν μια καινοτομία με εισηγητή τον Κλαύδιο. Ωστόσο, η αύξηση του συγκεντρωτισμού οδήγησε αυτούς τους απελεύθερους να διαθέτουν περισσότερη εξουσία και να ασκούν επιρροή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το να ήταν στις ίδιες θέσεις επί Αυγούστου και Τιβερίου. Όλοι είχαν αναλάβει σημαντικές θέσεις και ήταν σύμβουλοι του Κλαυδίου, ο οποίος τους λάμβανε συχνά υπόψην του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος τους επέτρεπε να τον εξουσιάζουν. Οι αποφάσεις του και τα καταγεγραμμένα λόγια του φέρουν τη σφραγίδα της δικής του προσωπικότητας και ουσιαστικά το σύστημα που λειτουργούσε, το εξουσίαζε ο ίδιος. Σίγουρα βέβαια η νέα συγκεντρωτική γραφειοκρατία άφηνε περιθώρια για καταχρήσεις και η οργάνωσή της συνοδευόταν πιθανότατα από νεποτισμό, ευνοιοκρατία  και δωροδοκίες[33]. Η εξουσία που διέθεταν οι απελεύθεροι του αυτοκράτορα δυσαρέστησε ιδιαίτερα τη ρωμαϊκή αριστοκρατία και η αξιοπρέπειά της προσβλήθηκε με την πρωτοβουλία του Κλαυδίου να στείλει το Νάρκισσο να καταστείλει μια αρχόμενη ανταρσία μεταξύ των λεγεώνων που συγκεντρώθηκαν για την εισβολή στη Βρεταννία. Όσο όμως προσβλητικοί και αν ήταν οι απελεύθεροι για τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, προσέφεραν καλές υπηρεσίες στον αυτοκράτορα και το κράτος[34].

Δε θα μπορούσε ωστόσο να λεχθεί το ίδιο και για τις δύο τελευτάιες συζύγους του αυτοκράτορα, Μεσσαλίνα και Αγριππίνα. Η Μεσσαλίνα (25μ. Χ. – 48 μ.Χ.), ήταν μια γυναίκα αχαλίνωτη, ακόλαστη και σκληρή[35] και φαίνεται να εκμεταλλεύτηκε τους φόβους του Κλαυδίου για ενδεχόμενες συνομωσίες[36] για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα. Ο Κλαύδιος πρέπει να γνώριζε τον έκλυτο βίο της και τη σκανδαλώδη συμπεριφορά της μέσα το παλάτι, αν και οι αρχαίες πηγές υπονοόυν το αντίθετο. Προφανώς όμως ο αυτοκράτορας ανεχόταν τη συμπεριφορά της ακριβώς για τον ίδιο λόγο για τον οποίο την παντρεύτηκε εξαρχής, επειδή ανήκε στη γενιά των Ιουλίων[37]. Η Μεσσαλίνα με τη βοήθεια του Νάρκισσου σχεδίασε το θάνατο του Άππιου Σιλανού (Σουητ., 37.2), συντελώντας με αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της έντασης ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τη σύγκλητο. Συνέπεια της νέας κατάστασης ήταν η δημιουργία ενός καθεστώτος τρομοκρατίας στα πλαίσια του οποίου εκτελέστηκε πλήθος συγκλητικών και ιππέων[38] κατόπην παροτρύνσεως της Μεσσαλίνας, κυρίως εξαιτίας του φθόνου, του θυμού και της απληστίας της.  Ο Κλαύδιος ανέχτηκε τις απιστίες της συζύγου του μέχρι το 48 μ.Χ., όπου η Μεσσαλίνα, ξεπερνώντας τον ίδιο της τον εαυτό, έφτασε στο σημείο να νυμφευθεί τον εραστή της, Γάιο Σίλιο, μέσα στο παλάτι, ενώ ο Κλαύδιος βρισκόταν σε επίσκεψη στην  Ώστια[39]. Ο Σίλιος, που είχε διοριστεί ύπατος, σχεδίαζε με τη Μεσσαλίνα να αντικαταστήσει τον Κλαύδιο και φαίνεται να είχε κερδίσει την υποστήριξη του Vigilae Prefectus και του επικεφαλής της αυτοκρατορικής σχολής μονομάχων[40]. Ο Νάρκισσος, που αρχικά ήταν σύμμαχος με τη Μεσσαλίνα, φρόντισε μαζί με άλλους απελεύθερους γραμματείς για το θάνατό της, αφού η ίδια επέμενε στα σχέδιά της παρά τις προειδοποιήσεις του. Τελικά ο Νάρκισσος έπεισε τον Κλαύδιο και ο τελευταίος έδωσε διαταγή να εκτελεστεί. Την ίδια τύχη συνάντησε και ο Σίλιος με πολυάριθμος φίλους και συνεργάτες του[41].

   Μετά το θάνατο της Μεσσαλίνας ο Κλαύδίος αποφάσισε να παντρευτεί ξανά. Η διαδοχή αυτή στους γάμους του ενδεχομένως να είχε σχέση με τον οστρακισμό στον οποίο είχε υποβληθεί όταν ήταν ακόμα παιδί και να φανερώνει την ανάγκη του να θεωρείται φυσιολογικό μέλος της κοινωνίας. Προφανώς εξαιτίας αυτού του λόγου δε μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει ενώπιον των πραιτορίανων, ότι δηλαδή εφόσον οι τρεις πρώτοι γάμοι του δεν πήγαν καλά, θα έμενε άγαμος και μάλιστα ο ίδιος θα δεχόταν να τον σκοτώσουν εάν δεν τηρούσε την υπόσχεσή του (Σουητ., 26.2). Για τον τέταρτο γάμο του, ο Κλαύδιος φαίνεται πως ακολούθησε τη συμβουλή του Πάλλαντα και του στενού του φίλου Λεύκιου Βιτέλλιου,οι οποίοι προωθούσαν τις αξιώσεις της Αγριππίνας, παίρνοντας αψήφιστα το γεγονός ότι σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο ο γάμος αυτός θα ήταν αιμομεικτικός[42]. Αντίθετα, ο Νάρκισσος υποστήριξε την επιστροφή της Αίλιας Παιτίνας αν και δεν εισακούστηκε. Σε αντίθεση με αυτά που υποστηρίζουν οι αρχαίες πηγές[43], ο Κλαύδιος δε θα μπορούσε να ξεμυαλιστεί με τη γοητεία της Αγριππίνας [44]και μάλιστα ήταν γνώστης του χαρακτήρα της. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο Γναίος Δομίτιος Αενόβαρβος, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Λούσιο Δομίτιο, περισσότερο γνωστό ως Νέρωνα. Μετά το θάνατο του συζύγου της, αποφάσισε να παραμερίσει όλα τα εμπόδια, ώστε να γίνει η πανίσχυρη κυρία της αυτοκρατορίας. Με σκοπό να βγάλει από τη μέση τον αδερφό της, Καλιγούλα, σύναψε ερωτική σχέση με τον ευνοούμενό του, Λέπιδο. Ωστόσο, όταν ο Καλιγούλας έμαθε ότι σχεδιάζουν οι δυο τους συνωμοσία εναντίον του, ο Λέπιδος εκτελέστηκε και η Αγριππίνα εξορίστηκε στις Ποντικές νήσους.

   Ο γάμος της με τον Κλαύδιο επισημοποιήθηκε στις αρχές του 48μ.Χ. και από τότε και στο εξής η ζωή στο παλάτι άλλαξε τελείως. Σε αντίθεση με τη Μεσσαλίνα, η Αγριππίνα (16μ.Χ.- 59μ.Χ.)  δεν ήταν ούτε επιπόλαιη ούτε αχαλίνωτη στα πάθη της˙ εξωτερικά μάλιστα, ήταν υπόδειγμα ευπρέπειας και καλής συμπεριφοράς, χωρίς βέβαια αυτό να προϋποθέτει ότι ήταν και υπόδειγμα αρετής. Η Αγριππίνα ήταν μια υπερφιλόδοξη γυναίκα με αδάμαστη θέληση, που μοναδική της αγάπη ήταν η εξουσία και ο πλούτος. Αυτό όμως που έδειχνε προς τα έξω ήταν ευπρέπεια και τυπικότητα, συνηθίζοντας να παρεβρίσκεται δίπλα στο σύζυγό της κατά τη διάρκεια δημόσιων τελετών ντυμμένη μεγαλοπρεπώς[45] και να χαιρετίζεται με τον τίτλο Αυγούστα.  Η υπέρμετρη φιλοδοξία της και ο αδίστακτος χαρακτήρας της οδήγησε σε νέο κύμμα τρομοκρατίας, ισχυρότερο από αυτό που είχε δημιουργήσει η Μεσσαλίνα. Η Αγριππίνα δε δίστασε να δηλητηριάσει το δεύτερό της σύζυγο, Κρίσπο Πασσιένο για την περιουσία του αν και γνώριζε ότι θα την άφηνε σε αυτή. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα, η αποφασιστικότητά της να εξασφαλίσει τον εαυτό της και το γιο της, την οδήγησαν στο να καταστρέψει όλους όσους πίστευε πως την ανταγωνίζονταν και των οποίων τον πλούτο φθονούσε. Τα προσχήματα που χρησιμοποιούσε για να απομακρύνει από το περιβάλλον της όσους ένιωθε ότι την απειλούν, ήταν ψεύτικες κατηγορίες για χρήση μαγείας. Για την επίτευξη των σχεδίων της εξασφάλισε τη υποστήριξη του Πάλλαντα, του οποίου έγινε και ερωμένη, και του Σενέκα, τον οποίο ανακάλεσε από την εξορία που βρισκόταν στην Κορσική και επιστρέφοντας στη Ρώμη έγινε παιδαγωγός του Νέρωνα. Επιπλεόν διορίζει τον Αφράνιο Βούρρο, έναν άνθρωπο στον οποίο μπορούσε να βασιστεί, Praetorio Praefectus το 51μ.Χ. Οι καταγγελίες και οι δίκες για προδωσία άρχισαν να αναβιώνουν και οι φόνοι που τις ακολουθούσαν, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα του χαρακτήρα της Αγριππίνας και μερικών απελευθέρων του αυτοκράτορα, ήταν το μελανό σημείο της ηγεμονίας του Κλαυδίου[46].

   Το 50 μ.Χ. η Αγριππίνα, επηρεάζοντας στο έπακρο την κρίση του Κλαυδίου, καταφέρνει να τον κάνει να υιοθετήσει επισήμως το Νέρωνα και να τον αναγνωρίσει ως διάδοχό του, σπρώχνωντας στο περιθώριο τον επίσημο διάδοχό του,  Βρεταννικό. Ο Νέρωνας, αν και μόνο πέντε έτη μαγαλύτερος από το Βρεταννικό ορίστηκε προστάτης του τελευταίου. Η απόφαση αυτή του Κλαυδίου σίγουρα δεν πάρθηκε εξαιτίας της διαφοράς στην ηλικία του Νέρωνα και του Βρεταννικού αλλά μάλλον εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Νέρωνας ανήκε στην οικογένεια των Ιουλίων[47].  Το 51μ.Χ., σε ηλικία μόλις 14 ετών, έφερε την toga virilis και σε ηλικία 20 ετών εκλέχθηκε ύπατος, του παραχωρήθηκε το ανθυπατικό imperium, ενώ ταυτόχρονα είχε και τον τίτλο του Princeps Iuventutis[48]. Το 53μ.Χ. έβγαλε τον πρώτο του λόγο ενώπιον της Συγκλήτου και την ίδια χρονιά παντρέυτηκε την Οκταβία, την κόρη του Κλαυδίου.

   Το 54μ.Χ., παρόλο που η διαδοχή του Κλαυδίου από το Νέρωνα ήταν πλέον σίγουρη, η Αγριππίνα, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, σχεδίασε αριστοτεχνικά το θάνατο του συζύγου της. Ο λόγος για τον οποίο προχώρησε στη δολοφονία του ήταν επειδή φοβόταν μήπως ο Κλάυδιος άλλαζε τελευτάια στιγμή γνώμη έπειτα από τις πιέσεις του Νάρκισσου,  να ορίσει διάδοχό του τον Βρεταννικό. Το ισχυρότερο ωστόσο κίνητρό της πήγαζε ακόμα μια φορά από το φιλόδοξο χαρακτήρα της˙ ο Κλάυδιος τότε ήταν 64 ετών και θα μπορούσε να ζήσει, σύμφωνα με το μέσο όρο ηλικίας άλλα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Τότε όμως ο Νέρωνας θα ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και η εμπειρία που θα είχε αποκομίσει από τα καθήκοντά του θα ήταν αρκετή, ώστε όταν θα έφθανε η ώρα να κυβερνήσει, δε θα χρειαζόταν τις συμβουλές της μητέρας του. Η Αγριππίνα όμως προτιμούσε να γίνει αυτοκράτορας σε μια ηλικία όπου θα μπορούσε η ίδια να τον καθοδηγεί και να τον επηρεάζει, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να συμβεί αφού το 54 που πέθανε ο Κλάυδιος, ο Νέρωνας ήταν μόλις 17 ετών.

   Λίγο πριν πεθάνει ο Κλαύδιος φάνηκε να μετανιώνει για το γάμο του με την Αγριππίνα, για την υιοθεσία του Νέρωνα καθώς και για τον τρόπο που φέρθηκε στον Βρεταννικό, αδικώντας τον με το να του στερήσει τον αυτοκρατορικό θρόνο[49]. Έπειτα συνέταξε τη διαθήκη του, την οποία επισφράγισαν όλοι οι άρχοντες, αλλά προτού προβεί σε άλλες ενέργειες, η Αγρππίνα τον σταμάτησε (Σουητ., 44.1). Η φήμη ότι η σύζυγός του δωροδόκησε μια διάσημη ειδικό στα δηλητήρια, την Λοκούστα, να δηλητηριάσει ένα πιάτο μανιτάρια, δεν πρέπει να ευσταθεί, ωστόσο η Αγριππίνα φαίνεται να ήταν υπεύθυνη  για το θάνατο του Κλαυδίου, ο οποίος προκλήθηκε από δηλητηριασμένα μανιτάρια στις 13 Σεπτεμβρίου του 54μ.Χ.[50]

   «… τῇ τρίτῃ καὶ δεκάτῃ τοῦ Ὀκτωβρίου, ζήσας ἑξήκοντα καὶ τρία ἔτη καὶ μῆνας δύο καὶ ἡμέρας τρεῖς καὶ δέκα, αὐταρχήσας δὲ ἔτη τρία καὶ δέκα καὶ μῆνας ὀκτὼ καὶ ἡμέρας εἴκοσι.» [Δίων, 60.34.2.]

2. Η πολιτική του Κλαυδίου

Α. Εσωτερική πολιτική- Πρώτα μέτρα- Μεταρρυθμίσεις.

   Όταν ο Κλαύδιος ανέλαβε την εξουσία το 41μ.Χ., ήταν ζωτικής σημασίας, μέσω μίας σειράς ενεργειών, να διασφαλιστεί αφενός η σταθερότητα της θέσης του και αφετέρου να εξασφαλιστεί η εικόνα του ως αυτοκράτορα στη συνείδηση του λαού. Τις ενέργειες αυτές θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε πέραν από αναγκαίες, και ενέργειες  «τυπικής» αντίδρασης, και υπό το πρίσμα μίας ευρύτερης σκοπιάς, κατά ένα μέρος ενστικτώδης. Αυτό σημαίνει πως η άμεση δράση του αυτοκράτορα, η μεθόδευση ενεργειών για τη σταθεροποίηση της θέσης του ήταν κοινός τόπος και τρόπος αντίδρασης των νέων αυτοκρατόρων. Όσον αφορά το ενστικτώδες αυτών των αντιδράσεων, δεν υποστηρίζουμε πως δε διέπονταν από λογική και προμελέτη, αλλά πως εν μέρει η επιβίωση του αυτοκράτορα αποτελεί μέρος του ενστίκτου όπως και γενικότερα η επιβίωση του ανθρώπου αποτελεί μέρος αυτού. Άλλωστε η διατήρηση του αυτοκράτορα στο θρόνο και η αναγκαιότητα της ορθής διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας είναι από μόνο του ένα δύσκολο εγχείρημα που εγκυμονεί κινδύνους, οι οποίοι ενεργοποιούν εν μέρει το ένστικτο.

   Από τα πρώτα μέτρα που προώθησε ο Κλαύδιος ήταν όσα σχετίζονταν με τον προκάτοχό του, Καλιγούλα. Παραχώρησε πλήρη αμνηστεία σε όλους όσους είχαν αναλάβει ενεργό δράση στο σχεδιασμό της δολοφονίας του προκατόχου του, με εξαίρεση τον δράστη Χαιρέα, τον οποίο καταδίκασε σε θάνατο. Η παραδειγματική τιμωρία του δολοφόνου ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και την εδραίωση της τάξης. Επιπλέον ακύρωσε τις πράξεις του Καλιγούλα, επανέφερε από την εξορία τους εκδιωγμένους[50] και σταδιακά κατήργησε τους φόρους που είχαν επιβληθεί από  τον ανηψιό του στο λαό. Αν και η μνήμη του Καλιγούλα δεν καταδικάστηκε ποτέ επισήμως, αφού ο Κλαύδιος δεν ενέκρινε την πρόταση της Συγκλήτου για damnatio memoriae, διέταξε την απομάκρυνση των αγαλμάτων του προκατόχου του από τους δημόσιους χώρους καθώς και την αναίρεση του ονόματός του από οποιοδήποτε υλικό γραφής[51].  Θέλοντας να δείξει ακόμα μια φορά το σεβασμό του προς τη Σύγκλητο, επανέφερε σε αυτή το δικαίωμα της διεξαγωγής τον εκλογών, ένα δικαίωμα που ο Καλιγούλας είχε μεταβιβάσει το 37μ.Χ. στο λαό[52]. Αφού σταθεροποίησε την εξουσία του στράφηκε σε πράξεις ευσέβειας προς την οικογένειά του˙ απέδωσε στη γιαγιά του, Λιβία θεϊκές τιμές, καθιέρωσε τον όρκο στο όνομα του Αυγούστου ως τον πιο ιερό, έχτισε μια μαρμάρινη αψίδα δίπλα στο θέατρο του Πομπήιου για τον Τιβέριο και τέλος, ακόμα και για τον Καλιγούλα, απαγόρευσε να εορτάζεται η επέτειος της δολοφονίας του (Σουητ. 11).

   Στον τομέα της διοικητικής οργάνωσης ο Κλαύδιος, ήταν ο πρώτος που ανάπτυξε σε πολύ μεγάλυτερο βαθμό από τους προκατόχους του μια αυτοκρατορική κεντρική διοίκηση, η οποία αποτελούταν από διαφορετικά τμήματα, για το καθένα από τα οποία ήταν υπεύθυνος ένας απελεύθερος του αυτοκράτορα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν επί μέρους «υπουργεία», τα οποία ήταν ανεξάρτητα από τη Σύγκλητο και την Ιππάδα τάξη, τα νήματα των οποίων κινούσε πλεόν μόνο ο αυτοκράτορας. Τα τμήματα αυτά καθόριζαν τις βασικές αρχές της διοίκησης, της δικαιοσύνης και της οικονομίας και ήταν υπεύθυνα για την αποστολή όλων των αυτοκρατορικών εγγράφων. Στο σπουδαιότερο τομέα της διοίκησης, αυτόν της οικονομίας και της περιουσίας του αυτοκράτορα, ο υπεύθυνος, που έφερε τον τίτλο a rationibus (ο επί των καθ’ όλου λόγων), ήταν ο Μ. Αντώνιος Πάλλας. Τη θέση του Γενικού Γραμματέως, ab epistulis (επί των επιστολών), κατείχε ο Νάρκισσος, ο οποίος μαζί με τον Πάλλαντα ήταν οι ισχυρότεροι και οι πλουσιώτεροι από τους υπόλοιπους  απελευθέρους και στων οποίων τις νουθεσίες ήταν περισσότερο επιρρεπής ο Κλαύδιος. Επιπλεόν υπήρχε η υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για τις αιτήσεις με επικεφαλής τον Γάιο Ιούλιο Κάλλιστο, που είχε τον τίτλο a libellis (επί των βιβλιδίων)[53], το δικαστικό τμήμα, προϊστάμενος του οποίου ήταν ο a cognitionibus[54] καθώς και μικρότερης σημασίας τομείς . Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που συναντάμε απελεύθερους, ακόμα και δούλους, να κατέχουν τέτοιες θέσεις˙ επί Αυγούστου, Τιβερίου και Καλιγούλα υπήρχαν απελεύθεροι με αρμοδιότητα την λήψη των επιστολών και των αιτήσεων προς τον αυτοκράτορα αλλά και την επίβλεψη της αυτοκρατορικής περιουσίας. Η καινοτομία του Κλαυδίου είναι ότι ίδρυσε ξεχωριστά τμήματα, επανδρωμένα με προσωπικό που είχε διορίσει ο ίδιος, καθένα από τα οποία είχε τη δική του αρμοδιότητα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η ύψιστη αποδοτικότητα της κρατικής αυτής μηχανής. Η ύπαρξη ωστόσο απελευθέρων σε τόσο μείζονος σημασίας θέσεις, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της παλιάς συγκλητικής αριστοκρατίας ενώ σταδιακά αύξησε την ισχύ του αυτοκράτορα, που έχοντας τους έμπιστούς του στη διοικητική μηχανή που δημιούργησε, δεν είχε ανάγκη την εμπειρία της συγκλητικής αριστοκρατίας[55]. Άλλωστε, κατά την περίοδο των Ιουλιοκλαυδιανών αυτοκρατόρων, οι οποίοι έρχονταν διαρκώς σε σύγκρουση με την ελίτ της συγκλητικής και της ιππάδας τάξης, η ισχύς που δινόταν στους απελεύθερους ήταν συνειδητή ως αντιστάθμισμα της δύναμης των ισχυρών αυτών τάξεων[56].

   Αν και ο Κλαύδιος αποδυνάμωσε μέσω της κεντρικής διοίκησης την ισχύ της Συγκλήτου, θέλησε ταυτόχρονα να συνεργαστεί με αυτή, ακολουθώντας τα βήματα του Αυγούστου. ‘Αλλωστε, οι ίδιες οι αρχαίες πηγές τον παρουσιάζουν να θέλει να αποτελεί μέλος αυτού του σώματος και να τρέφει αισθήματα σεβασμού απέναντι σε αυτό[57].  Έτσι, διατήρησε την κοινωνική θέση των συγκλητικών, αξιοποιώντας τη διάταξη του Αυγούστου για τις ειδικές θέσεις τους στην αρένα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, επανέφερε στη Σύγκλητο το δικαίωμα διεξαγωγής των εκλογών καθώς και τις επαρχίες της Αχαΐας και της Μακεδονίας[58], τις οποίες ο Τιβέριος είχε μετατρέψει σε αυτοκρατορικές. Ακόμα και στον τομέα της νομισματικής πολιτικής του, ο Κλαύδιος έδειξε την επιθυμία να αναγνωρίσει τα δικαιώματα της Συγκλήτου. Ενώ, λοιπόν, ο Αύγουστος περιόρισε το μερίδιο της στο δικαίωμα έκδοσης χάλκινων νομισμάτων για την Ιταλία, την περίοδο της διακυβέρνησης του Κλαυδίου επανεμφανίζεται μεγάλη ποσότητα χάλκινων νομισμάτων που φέρουν τη συγκλητική σφραγίδα[59]. Ο πρωταρχικός σκοπός του αυτοκράτορα ήταν η αποδοτικότητα της διοικητικής του μηχανής και για αυτό το λόγο κατέστησε υποχρεωτική την παρακολούθηση των συνεδριάσεων της Συγκλήτου, κάθε απουσία από αυτές συνεπάγετο τιμωρία και μόνο ο ίδιος είχε το δικαίωμα να παραχωρεί άδεια στους συγκλητικούς να απουσιάζουν από τις συνεδριάσεις. Αν για την προσπάθεια του να αυξήσει την αποδοτικότητα και κατά συνέπεια το κύρος της Συγκλήτου, χρειάστηκε να πάρει κάποια σκληρά μέτρα, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε υποχωρητικός και πρόθυμος απέναντί της. Την υποβόσκουσα εχρότητα κάποιων συγκλητικών προσπάθησε να τη μετατρέψει σε κριτική με διδακτικό χαρακτήρα με σκοπό την ορθρότερη διακυβέρνηση του κράτους του. Επιπλέον, συγχώρεσε και παραχώρησε θέσεις και τιμές σε αυτούς που επιθυμούσαν την παλινόρθωση της Respublica ή που φιλοδοξούσαν να δουν τον εαυτό τους στον αυτοκρατορικό θρόνο. Στα τέκνα όσων συμμετείχαν στη συνωμοσία του Σκριβωνιανού απέδωσε ασυλία, απαλλαγή από τις πράξεις των πατεράδων τους καθώς και χρηματικά δώρα. Ο υιος, μάλιστα, του Σκριβωνιανού έγινε συγκλητικός μετά το θάνατο του πατέρα του[60]. Αναλαμβάνοντας ο Κλαύδιος την τιμητεία το 47μ.Χ. και για διάστημα μόλις 18 μηνών, του δώθηκε η ευκαιρία να επανεξετάσει εξονυχιστικά τη λίστα των μελών της Συγκλήτου με αποτέλεσμα να αποβάλλει κάποια μέλη και στη θέση τους να τοποθετήσει άνδρες με υπόληψη ακόμα και από την επαρχία. Χρησιμοποιώντας την τιμητική του εξουσία, άνοιξε τις πύλες της Συγκλήτου στους ιππείς και τους επαρχιώτες μέσω της ad lectio, δηλαδή κατευθείαν είσοδος στη Σύγκλητο, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν επιβάλλει κριτήρια. Με αυτό τον τρόπο σχεδίαζε να καταστήσει τη Συγκλητο άξια της υψηλής της θέσης και την οποία να απαρτίζουν τα καλύτερα μυαλά της αυτοκρατορίας, από όπου και αν αυτά κατάγονταν[61]. Η κατάληψη συγκλητικών αξιωμάτων από άλλα μέλη είχα σαν αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση της συγκλητικής τάξης, την εξαφάνιση παλαιών συγκλητικών οικογενειών της Ιταλίας και τη δημιουργία μιας ανανεωμένης τάξης πατρικίων, εμποτισμένης με καινούριο αριστοκρατικό αίμα. Η περαιτέρω αφομίωση των κατοίκων των επαρχιών επιτεύχθηκε μετά από ομιλία του Κλαυδίου το 48μ.Χ., στην οποία  υποστήριξε την αναγκαιότητα παραχώρησης του ius honorum στους ευγενείς των Τριών Γαλατιών (Λουγδουνησία, Ακουιτανία και Βελγική[62]). Μετά την ομιλία του, ο λόγος του χαράχθηκε σε μπρούτζινη πινακίδα και αναρτήθηκαν στη Λουγδουνησία (Λυόν)[63].  Ένας επιπλεόν λόγος που εξόργισε αυτή τη φορά τη Σύγκλητο, ήταν η απόφαση του Κλαυδίου να επιτρέψει την εισαγωγή στη συγκλητική τάξη στους γιους των απελευθέρων, όμως μόνο εάν προηγουμένως τους υιοθετούσε ένας Ρωμαίος ιππέας (Σουητ. 24.1). Η συγκλητική αριστοκρατία ης εποχής περιφρονούσε ακόμα και τους ισχυρότατους απελεύθερους του αυτοκράτορα και γενικά το στίγμα της μη ελεύθερης καταγωγής παράμενε ακόμα και έπειτα από γενεές[64]. Όλες οι αλλαγές, τις οποίες έκανε ο Κλαύδιος και που αφορούσαν τη Σύγκλητο, έγιναν αναμφισβήτητα για την καλύτερη απόδοση της διοικητικής μηχανής της αυτοκρατορίας και κατά ένα μέρος, υπεύθυνη για όσα έχασε, ήταν η ίδια η Συγκλητος και η αναποτελεσματικότητά της. Τα μέτρα ωστόσο του Κλαυδίου, όποιες και αν ήταν οι προθέσεις του, αυξησαν ακόμα περισσότερο την δυσκολία για φιλική συνεργασία μεταξύ του ηγεμόνα και της Σηγκλήτου.

   Στον τομέα της οικονομίας δημιούργησε το λεγόμενο Fiscus Caesaris, ένα κεντρικό ταμείο που περιείχε το πλεόνασμα των εσόδων που προέρχονταν από τις επαρχίες και που προηγουμένως πήγαιναν στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο που διαχειριζόταν η Σύγκλητος.  Η προσωπική περιουσία του αυτοκράτορα βρισκόταν επίσης σε αυτό το αυτοκρατορικό ταμείο και τη διαχειριζόταν ο procurator a patrimonio, θέση που πιθανότατα δημιούργησε πρώτος ο Κλαύδιος. Επιπλεόν διόρισε έναν επίσημο procurator vicesimarum hereditatum με καθήκον να διαχειρίζεται το φόρο κληρονομιάς[65] και όσον αφορά  το φόρο χειραφέτησης, φαίνεται πως μεταφέρθηκε στο αυτοκρατορικό ταμείο. Στο κεντρικό ταμείο του κράτους, aerarium Saturni, ο Κλαύδιος απέκτησε περισσότερες δικαιοδοσίες αφού είχε πλεόν το δικαίωμα να διορίζει ο ίδιος όσους το διαχειρίζονταν. Το 44μ.Χ ο αυτοκράτορας μεταβίβασε τον έλεγχο του θησαυροφυλακίου από τους πρώην υπάτους στους ιππείς[66].

Ένα από τα κυριώτερα ενδιαφέροντα του Κλαυδίου ήταν η ενασχόλησή του με τη δικαιοσύνη σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που οι σύγχρονοί του τον χλεύαζαν για τις ώρες που περνούσε καθημερινά στο δικαστήριο. Το ενδιαφέρον του αυτό προφανώς πήγαζε από την γενικότερη επιθυμία του για αμεροληψία, μια επιθυμία που τον οδήγησε να προβεί σε διορθώσεις του δικαστικού συστήματος, το οποίο πολλες φορές εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα. Χάρη της αμεροληψίας αυτής τροποποιούσε μερικές φορές τους νόμους κάνοντάς τους σκληρότερους ή επιεικέστερους, ανάλογα με τη δική του αίσθηση περί δικαίου (Σουητ. 14.2). Ταυτοχρόνως, ο αυτοκράτορας αρχίζει να αποδίδει δικαιοσύνη, εκδικάζοντας ο ίδιος κάποιες εγκληματικές υποθέσεις, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, οι οποίοι θα παρέπεμπαν τέτοιου είδους υποθέσεις στη Σύγκλητο.  Επεξέτεινε τη δικαιοδοσία της ηθικής υποχρέωσης, που ανήκε στο κληρονομικό δίκαιο, του κληρονόμου να εκτελέσει την επιθυμία του διαθέτη, η οποία μπορούσε να αφορά μετεβίβαση ιδιοκτησίας ή εξόφληση κάποιου χρέους[67], και στους άρχοντες των επαρχιών και που προηγουμένως κατείχαν μόνο οι αξιωματούχοι της πόλης (Σουητ. 23.1). Κάποια από τα μέτρα που πήρε ο Κλαύδιος, εκτός από πρακτικά ήταν και ανθρωπιστικού χαρακτήρα, όπως παραδείγματος χάρην η απαγόρευση στους τοκογλύφους να δανείζουν χρήματα στα τέκνα ετοιμοθάνατων και στους κυρίους των δούλων να επαναθέτουν στην κυριότητά τους όσους είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας κάποιας ασθένειας[68]. Ήταν άλλωστε πολλές οι περιπτώσεις που Ρωμαίοι εγκατέλειπαν τους άρρωστους δούλους τους στο νησάκι του Ασκληπιού[69], ώστε να αποφύγουν τη φροντίδα τους. Σε όσους  από αυτούς τους δούλους κατάφερναν να αναρρώσουν,  παραχωρούσε την ελευθερία τους ενώ όρισε να εκδιώκεται για φόνο οποιοσδήποτε προτιμούσε να σκοτώσει έναν άρρωστο ή εξαντλημένο σκλάβο, παρά να τον εγκαταλήψει (Σουητ. 25.2).

   Τα δημόσια έργα που κατασκεύσε, αν και λίγα, ήταν μείζονος σημασίας. Αρχικά, ολοκλήρωσε την κατασκευή δύο υδραγωγείων στη Ρώμη που είχε ξεκινήσει ο Καλιγούλας και έπειτα κατασκεύασε έναν αγωγό εκροής της λίμνης Φουκίνης[70], ενισχύοντας ολόκληρη τη γεωργία της κεντρικής Ιταλίας, με την παραχώρηση αποξηραμένων εκτάσεων σε όσους ανέλαβαν τα έξοδα εκκένωσής της. Ωστόσο, το μεγαλύτερο έργο του θεωρείται το λιμάνι της Όστιας, ένα λιμάνι που χτίστηκε ημικυκλικά και περιελάμβανε δύο μόλους, ένα φάρο και σιταποθήκες. Η χρησιμότητα αυτού του έργου ήταν εξαιρετικά μεγάλη αφού εξασφάλισε την προσέγγιση πλοίων που μετέφεραν σιτηρά και το χειμώνα, λύνοντας έτσι το πρόβλημα ανεφοδιασμού της Ρώμης, που είχε προκληθεί από την αδιαφορία του Καλιγούλα. Το σχέδιό του για διαρκή αποθέματα σιτηρών είχε σαν αποτέλεσμα να ασφαλίσει τα πλοία και τα φορτία τους εξαιτίας του ρίσκου που έπαιρναν οι ιδιοκτήτες μεταφέροντας σιτηρά από την Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του χειμώνα και να παραχωρήσει στους τελευταίους ειδικά προνόμια,όπως απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της lex     Papia Poppaea[71] ή παραχώρηση του διακαιώματος του ρωμαίου πολίτη (Σουητ. 18.2). Εκτός από τον ανεφοδιασμό της Ρώμης, κύριο μέλημα του Κλαυδίου ήταν και η ασφάλειά της. Έτσι, εγκατέστησε στην Όστια και στους Πουτεόλους από μία κοορτή για την καταπολέμηση των πυρκαγιών. Η μεγάλη του φροντίδα πάνω σε αυτό το ζήτημα φαίνεται από ένα περιστατικό, που περιγράφει στο έργο του ο Σουητώνιος, στο οποίο κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς στην Αιμιλιανή συνοικία, πέρασε δύο νύχτες στο Diribitorium[72] παροτρύνοντας τον κόσμο να βοηθήσει στην κατάσβεση και μοιράζοντας χρήματα ανάλογα με τη συμβολή του καθενός(Σουητ. 18.1).

Στη θρησκευτική πολιτική που ακολούθησε ο Κλαύδιος, υπήρξε κατά βάσην συντηριτικός. Προσπάθησε να αναβιώσει παλαιά ήθη και έθιμα αποκαθιστώντας την προγονική θρησκεία και αποβάλοντας ξένες εορτές, τις οποίες είχε εισαγάγει ο Καλιγούλας. Εκδίωξε τους αστρολόγους ενώ ταυτοχρόνως επανάφερε τους παλαιούς ρωμαίους προφήτες και επιπλεόν  σκόπευε να μεταφέρει από την Αττική στη Ρώμη τα Ελευσίνια μυστήρια (Σουητ.25.6). Αποφάσισε την πλήρη καταστολή της θρησκείας των Δρυίδων εξαιτίας του ότι αφενός το σώμα αυτό ασκούσε, σύμφωνα με τις πηγές, έντονη πολιτική επιρροή και αφετέρου, η άσκηση αυτής της θρησκείας ήταν απάνθρωπη  αφού οι ιερείς – μάγοι τελούσαν ανθρωποθυσίες για να μπορέσουν να διαβάσουν το μέλλον[73]. Στους Ιουδαίους συμπεριφέρθηκε με την επιείκεια που επικρατούσε και κατά τη διακυβέρνηση του Καλιγούλα, παραχωρώντας τους, σε ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας, το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας και της εξαίρεσής τους από τη λατρεία του αυτοκράτορα[74]. Ωστόσο, όσον αφορά τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Ρώμη, υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός. Το 41μ.Χ. ο Κλαύδιος τους στέρησε το δικαίωμα να οργανώνουν συγκεντρώσεις, πιθανόν για να τους εμποδίσει να προσηλυτίζουν, μια απαγόρευση που ίσως ήταν αποτέλεσμα αναταραχών που οι Ιουδαίοι είχαν προκαλέσει. Οι αναταραχές αυτές, που πιθανότατα προκλήθηκαν από  την εμφάνιση του χριστιανισμού, κορυφώθηκαν το 49 ή το 50μ.χ. και τελικά οδήγησαν στην εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη (Σουητ. 25.5). Στη γνωστή επιστολή του προς τους Αλεξανδρινούς, αρνείται τη δημιουργία ναού για το πρόσωπό του δηλώνοντας πως δεν επιθυμούσε να φανεί προσβλητικός προς τους συγχρόνους του και πως μόνο οι θεοί είναι σε θέση να επιλέξουν νέους θεούς. Γίνεται έτσι εμφανής η απλότητα και η ευσέβειά του αν και ο ίδιος δεν αρνηθηκε την τοποθέτηση αγαλμάτων του και  δε μπόρεσε να απαγορεύσει τη λατρεία του, ειδικότερα στους κατοίκους της Βρεταννίας, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στις θεοποιήσεις των εκάστοτε κατακτητών τους[75].  Με σκοπό να προσδώσει αίγλη στον αυτοκρατορικό οίκο, γιόρτασε τους ludi saeculares[76] (=εκαντονταέτηρος εορτή), τα 800 χρόνια από κτίσεως Ρώμης, αν και είχαν εορταστεί 63 χρόνια πριν από τον Αύγουστο. Τέλος, κατά τη διακυβέρνηση του Κλαυδίου, ο Ρωμαϊκός λαός δεν στερήθηκε αγώνες και θεάματα˙ οργάνωνε πολύ συχνά ιπποδρομικούς αγώνες στο Βατικανό (πρόκειται για τον ιππόδρομο του Καλιγούλα), κυνηγητικούς αγώνες, μονομαχίες, αναπαραστάσεις αλώσεων πόλεων και ιδιαιτέρως αυτή της Βρετανίας, που υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική επιτυχία του Κλαυδίου.

B. Εξωτερική πολιτική

 (Η εκστρατεία στη Βρετανία -Πολιτική συνόρων)

Η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία του Κλαυδίου είναι η κατάκτηση του νότιου τμήματος της Βρετανίας το 43μ.Χ.[77], η οποία είχε αρχίσει να σχεδιάζεται επί Καλιγούλα. Οι λόγοι που οδήγησαν τον Κλαύδιο να πραγματοποιήσει τα σχέδια του προκατόχου του ήταν ποικίλλοι. Αρχικά επικαλέσθηκε ως πρόφαση εκκίνησης της εκστρατείας την εκπλήρωση μιας πολιτισμικής αποστολής: την καταστολή του δρυιδισμού στη Γαλατία, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί, εαν η πηγή του, που βρισκόταν κατά πλάτος του Πορθμού της Μάγχης, παρέμενε ανεξέλεγκτη. Και πράγματι, η Γαλατία δε θα μπορούσε ποτέ να «λατινοποιηθεί» όσο η Βρετανία ήταν ανεξάρτητη˙ απείθαρχοι Γαλάτες αλλά και Ρωμαίοι λιποτάκτες, μπορούσαν να βρουν εκεί καταφύγιο. Επιπλέον, ο Κλαύδιος θέλησε να αποκαταστήσει το κύρος της Ρώμης, μετά από την αποτυχημένη διαβέρνηση του Καλιγούλα. Ωστόσο, το κυριότερο κίνητρό του ήταν η ανάγκη για μια στρατιωτική επιτυχία, η οποία θα του εξασφάλιζε την εκτίμηση στρατηγών και λεγεωνάριων. Η Πραιτωριανή φρουρά τον ανέβασε στο θρόνο, ο ρωμαϊκός όμως στρατός περίμενε να δει τον απόγονο του κατακτητή Δρούσου στο πεδίο της μάχης, να επεκτείνει την αυτοκρατορία και να αναβιώνει τη πολεμική παράδοση της Ρώμης. Αναμφίβολα, βέβαια, και τα οικονομικά κίνητρα[78] – η επιθυμία για την ασφάλεια των ρωμαίων εμπόρων και η εκμετάλλευση των μεγάλων πηγών μεταλλευμάτων, ξυλείας, κτηνοτροφίας και δουλεμπορίου της Βρετανίας – συνέβαλλαν  στην απόφαση του Κλαυδίου να προχωρήσει στην εφαρμογή του σχεδίου του.

   Το 42μ.Χ. είχαν γίνει όλες οι προετοιμασίες και για πρώτη φορά μετά τον Ιούλιο Καίσαρα το 55/54π.Χ., ο ρωμαϊκός στρατός ήταν έτοιμος να εισβάλει ξανά στη Βρετανία. Το 43μ.Χ. συναθροίστηκαν τέσσερις λεγεώνες[79] υπό τη στρατιωτική διοίκηση του Αΰλου Πλαύτιου[80], οι οποίες μαζί με τις βοηθητικές μονάδες, αποτελούσαν μια δύναμη 40.000 ανδρών. Η πρώτη καθοριστικής σημασίας μάχη δόθηκε στο Μedway σε μια συμπλοκή διάρκειας 2 περίπου ημερών ανάμεσα στα ρωμαϊκά στρατεύματα και στις δυνάμεις του Καράτακου. Η συμβολή του Βεσπασιανού, διοικητή της δεύτερης λεγεώνας, υπήρξε καθοριστική καθώς η παρουσία του στρατεύματός του συνέβαλε στη θετική έκβαση της μάχης για τους ρωμαίους, τρέποντας σε φυγή τον Καράτακο. Έπειτα, κατέφθασε στο νησί ο Κλαύδιος με πρόσθετες δυνάμεις και κατατρόπωσε τα εχθρικά στρατεύματα βόρεια του ποταμού Τάμεση. Κατέλαβε το Camulodunum (σημερινό Colchester), το οποίο κατέστησε πρωτεύουσα της Βρετανίας και δέχθηκε την υποταγή των γειτονικών βρετανικών φύλων. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε την ασφάλεια της πόλης και αναχώρησε για τη Ρώμη (το 44μ.Χ.), όπου εορτάστηκε ο θρίαμβός του  αποδόθηκε στον ίδιο και τον υιό του το επώνυμο «Βρετανικός». Η νίκη στη Βρετανία επιστεύθηκε με την κατασκευή αναμνηστικής αψίδας, απεικόνιση της οποίας σώζεται σε οπισθότυπο νομίσματος του Κλαυδίου. Αναπαριστά πολυτελές κτίσμα που φέρει την επιγραφή DE BRITANN[81]. Ο Καράτακος, ωστόσο, προσπάθησε να συγκεντρώσει δυνάμεις με σκοπό να αντεπιτεθεί και να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Σε αυτή του την προσπάθεια στάθηκαν εμπόδιο οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στα βρετανικά φύλα και οι οποίες αντίθετα διευκόλυναν το έργο των ρωμαϊων[82]. Ο Καράτακος, ένας φοβερός βρετανός οπλαρχηγός, αναγκάστηκε τελικά να παραδωθεί στον Κλαύδιο, ο οποίος του χάρισε τη ζωή επαινόντας την ανδρεία του.

   Οι ιστορικές γνώσεις του Κλαυδίου, ωστόσο, του είχαν διδάξει ότι η Ρώμη μπορούσε να επεκταθεί, αλλά ήταν ικανή και να αφομιώσει τα ξένα στοιχεία. Γι΄ αυτό το λόγο ίδρυσε πολυάριθμες coloniae, ιδιαιτέρως στις αυτοκρατορικές επαρχίες, με σκοπό να τις «ρωμαιοποιήσει», επικρατώντας έτσι των συγκλητικών επαρχιών. Στη Μαυριτανία υπήρχαν τουλάχιστον πέντε τέτοιες αποικίες, αρκετές στις παραδουνάβιες περιοχές, το Camulodunum στη Βρετανία και δύο στη Γερμανία, η Colonia Agrippinensis και η Augusta Treverorum. Έχοντας στα σχέδιά του την αφομίωση των κατοίκων των επαρχιών, ο Κλαύδιος επεξέτεινε τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη σε άτομα ή ομάδες ατόμων που είχαν το κοινωνικό επίπεδο να τα δεχθούν, χωρίς όμως να καταστεί σαφές ο βαθμός στον οποίο μπορούσε ο καθένας να χρησιμοποιήσει αυτά τα δικαιώματα. Αρκετοί από αυτούς έδειξαν ότι μπορούσαν να διαχειριστούν με έξυπνο τρόπο τα δικαιώματα που τους δόθηκαν καταλαμβάνοντας άλλοι θέσεις στην Πραιτωριανή φρουρά και άλλοι στο στρατό ως εκαντόνταρχοι. Η κατοχή της ρωμαϊκής υπηκοότητας έδινε στους επαρχιώτες κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα, ακόμα και το δικαίωμα  κατάληψης κάποιας θέσης στη Σύγκλητο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, αν και ο νόμος ήταν με το μέρος τους, οι προλήψεις που επικρατούσαν στους κόλπους της παλαιάς συγκλητικής αριστοκρατίας, ήταν το βασικό εμπόδιο. Ωστόσο, η ανάγκη για ανανέωση της Συγκλήτου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Κλαύδιος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατάφερε να πείσει τη συγκλητική αριστοκρατία να ανοίξει τις πύλες της στους ευγενείς των Τριών Γαλατιών[83]. Έτσι, η πολιτική του Κλαυδίου, εκτός από το ότι συνέβαλε στην αύξηση των εδαφών της ρωμαϊκης αυτοκρατορίας, συνετέλεσε και σε μια πρώτη προσπάθεια για ισότητα μεταξύ των επαρχιών και της Ιταλίας.

Σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ α

   Στα 13 χρόνια της διακυβέρνησης του Κλαυδίου προωθήθηκε σημαντικά η εύρυθμη λειτουργία του κράτους, παρά τις αντιδράσεις των συγκλητικών, απέναντι στους οποίους στάθηκε ο αυτοκράτορας. Υποστήριξε το συμφέρον του λαού της Ρώμης και αυτή του η ενέργεια συνέβαλλε στο ότι έγινε ιδιαιτέρως αγαπητός σε βαθμό που η δημοτικότητά του άγγιξε αυτή του Αυγούστου. Ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο, που μετά το θάνατό του θεοποιήθηκε.

   Παρά την αρνητική στάση της αρχαίας ιστοριογραφίας για το έργο και το χαρακτήρα του Κλαυδίου, η σύγχρονη ιστοριογραφία αποκατέστησε το όνομά του και θεωρείται πλέον ένας από τους σπουδαιότερους Ιουλιο-κλαυδιανούς  αυτοκράτορες.

   Από τις πολυάριθμες επιγραφές που έχουν σωθεί γίνεται αντιληπτή η συμπάθεια του λαού προς τον Κλαύδιο εξαιτίας της αμερόληπτης διακυβέρνησής του και της προσπάθειάς του να διοικήσει την αυτοκρατορία του με ανθρωπιστικό τρόπο. Φρόντιζε πάντα για την κάλυψη των πνευματικών και υλικών αναγκών του λαού του. Έτσι παρείχε, πέραν από τα απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής υλικά αγαθα, και αγαθά που οδηγούσαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου με τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων και άλλων πνευματικών εκδηλώσεων.

   Ωστόσο η πρόνοια για τον λαό της αυτοκρατορίας δεν περιορίστηκε μόνο σε τέτοιου είδους παροχές. Εφάρμοσε κοινωνική πολιτική επιχειρώντας να εξισώσει τους Ρωμαίους με τους κατοίκους των επαρχιών πιστεύοντας ότι η συμμετοχή στα όργανα διοίκησης  δεν θα έπρεπε να ήταν μονοπώλειο των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών της Ρώμης.

 ______________

[1] Το έργο είναι γνωστό και με τον τίτλο «Ύμνος στο θάνατο του Κλαυδίου».

[2] Λ. Μ Τρομάρας, Σουητώνιος «Η ζωή των Καισάρων:Κλαύδιος», τόμος 5,  εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 1993, σελ. 22

[3] Ο φιλόσοφος Σενέκας εξορίστηκε στην Κορσική το 41 μ.Χ., όπου και παρέμεινε για οκτώ χρόνια.

4 Alföldy Géza, Ιστορία της Ρωμαϊκής Κοινωνίας, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σελ. 187

5 Ο ίδιος ο Κλαύδιος είχε υιοθετήσει το Νέρωνα πράξη που, προς το τέλος της ζωής του, φάνηκε να μετανοιώνει.

6 Λ. Μ Τρομάρας, Σουητώνιος, υποσημ. 57, σελ. 75

7 Ernestine F. Leon, The imbecillitas of the Emperor Claudius, TAPhA 79, 1948, 79-86.

[8] Ernestine F. Leon, The imbecillitas, σελ. 79-86

[9] Ioannis Malalae, Chronographia, [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae],Bonn. : Weber 1831, σελ. 23-496

[10] E.G. Suhr, A portrait of Claudius, Am. Jour. Arch. 59, 1955, 319-322. (Στη γλυπτική τα στοιχεία των φυσικών αδυναμιών του Κλαυδίου δεν αποδίδονται στα πορτραίτα του αυτοκράτορα, αλλά αγνοούνταιι εσκεμμένα από τους γλύπτες, οι οποίοι επιθυμούν να σμιλέψουν τα χαρακτηριστικά του, παρουσιάζοντάς τα ως ιδανικά).

[11] Δίων Κάσσιος, Hist. Rom., 60.2.4

[12] Cambridge Aancient History, τομ. Χ, 1963, σελ. 667

[13] Suhr, A portrait,  319-322

[14]  Leon, The imbecillitas, 79-86.

[15] Σουητ. , De Vita Caesarum, 32. 1 / 33.1

[16] Leon, The imbecillitas, σελ. 79-86

[17] Η. Η Scullard, From the Gracchi to Nero, London 1959, σελ. 299

[18] Αυτόθι, σελ. 299

[19] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 667

[20] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 299

[21] Ίσως κάποιο είδος «εταιρείας» των λατρευτών του Αυγούστου.

[22] Edward T. Salmon, A History Of The Roman World: from 30 B.C to A.D 138,London 1968, σελ. 157

[23] Δίων, Hist. Rom., 59.6.5.

[24] Τρομάρας, Σουητώνιος, υποσημ. 29/ 31, σελ. 71-2

[25] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 667

[26] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 298

[27] Στους πραιτωριανούς ο Κλαύδιος έδωσε το ποσό των 15.οοο σηστερτίων στον καθένα, κάνοντάς τον τον πρώτο Καίσαρα που εξαγόρασε την πίστη των στρατιωτών με χρήμα (Σουητ., 10.4).

[28] Leon, The imbecillitas, σελ. 79-86

[29] Salmon, Roman World, σελ. 171.

[30] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 300.

[31] Ευτυχώς σώζονται επιγραφές και πάπυροι πάνω στους οποίους αναγράφονται αρκετές αυτοκρατορικές νομοθεσίες, οι οποίες φανερώνουν τον τρόπο σκέψης του Κλαυδίου, που όπως φαίνεται διέθετε διοικητικές ικανότητες.

[32]  Alföldy, Ρωμ. Κοιν., σελ. 193.

[33] Salmon, Roman World, σελ. 167.

[34] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 313.

[35] Δίων, Hist. Rom., 60.18.1.

[36] Ο φόβος αυτός του Κλαυδίου οξύνθηκε με το ξέσπασμα μιας συγκλητικής συνωμοσίας το 42 μ.Χ . με επικεφαλής τον Σκριβωνιανό. Ακολούθησε μια δεύτερη συγκλητική συνωμοσία το 47 μ. Χ. και τέλος μια τρίτη συνωμοσία(;) το 48μ. Χ.

[37] Salmon, Roman World, σελ. 171.

[38] Σύμφωνα με τον Σουητώνιο (29.2) καταδικάστηκαν σε θάνατο 35 συγκλητικοί και περισσότεροι από 300 ιπππείς.

[39] Δίων, Hist. Rom., 60.31.3.

[40] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ.313.

[41] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 672.

[42] Salmon, Roman World, σελ. 172.

[43] Ο Σουητώνιος, στο κεφάλαιο 26.3, υποστηρίζει ότι ο Κλαύδιος μαγεύτηκε από τη γοητεία που ασκούσε πάνω του η Αγρππίνα και πως τα θέλγητρά της του ενέπνευσαν τον έρωτα. Και ο Δίων Κάσσιος (60.33.2) γράφει για την ομορφιά της Αγριππίνας, την οποία θαύμαζε και επαινούσε ο Κλαύδιος.

[44] Φαίνεται περισσότερο ισχυρό ως κίνητρο η άμεση συγγένεια της Αγριππίνας με τον οίκο των Ιουλίων, αφού η ίδια ήταν δισέγγονη του Αυγούστου.

[45] Δίων, Hist. Rom., 60.33.3.

[46] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 673.

[47] Salmon, Roman World, σελ. 172.

[48] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ.314.

 [49] Δίων, Hist. Rom., 60.34.1

[50] Η επαναφορά των εξορίστων δεν έγινε με δική του διαταγή, παρά μόνο αφού πήρε πρώτα την έγκριση της Συγκλήτου (Σουητ. 12.1).

[51] Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ενέργεια του Κλαυδίου, της μη επιβολής της damnation memoriae στον Καλιγούλα, ήταν διπλό όφελος για τον αυτοκράτορα. Αφενός η μη καταδίκη της μνήμης του προκατόχου του, βάση νόμου,  είχε επίδραση στο κύρος του Κλαυδίου (παρουσιάστηκε ως άνδρας με συνετό χαρακτήρα και υψηλό επίπεδο) και αφετέρου με την ελεύθερη αναφορά στο όνομα του Καλιγούλα πέτυχε την αναπόφευκτη σύγκριση της δικής του διακυβέρνησης με αυτή του προκατόχου του. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να εξασφαλίσει λαϊκό έρεισμα, κάτι που ήταν βασικό για την εδραίωση της εξουσίας του. Η απόκτηση λαϊκής υποστήριξης προωθήθηκε και με τα υπόλοιπα μέτρα που έλαβε ο Κλαύδιος και που ήδη μερικά από αυτά αναφέρθηκαν.

[52] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 669.

[53] Δίων, Hist. Rom., 60.3.6.

[54] M. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, Αθήνα 1984, σελ. 258-259.

[55] Salmon, Roman World, σελ. 167-8.

[56] Alföldy, Ρωμ. Κοιν., σελ. 194.

[57] Δίων 6.1.3, 11.6, 12.5,  Σουητώνιος, Τακ., Αnn., 27.7.

[58] Ωστόσο, το γεγονός ότι μετέτρεψε τις επαρχίες αυτές από αυτοκρατορικές σε συγκλητικές, δε σήμαινε ταυτόχρονα ότι δε θα επέμβαινε στη διοίκησή τους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, ο ίδιος ο αυτοκράτορας διόριζε τους διοικητές αυτών των  επαρχιών, αποδυναμώνωντας επιπλέον την ισχύ και το κύρος της Συγκλήτου.

[59] C. H. V. Sutherland, Claudius and the Senatorial Mint, Jour.Rom. Stud., 31, 1941,70-2.

[60] D. Mc Alindon, Senatorial opposition to Claudius and Nero, AJPh, 77, 1956, 113-132.

[61] CAH, τομ. Χ, 1963, σελ. 691. Οι συντηρητικοί συγκλητικοί προσβλήθηκαν από τα σχέδια του Κλαυδίου να επιτρέψει την κατάληψη συγκλητικών αξιωμάτων από Γαλάτες αριστοκράτες και εναντιώθηκαν σε αυτά, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα.

[62] Πρόκειται για τις γαλατικές επαρχίες που υπάγονταν απευθείας στον αυτοκράτορα, μετά την αναδιοργάνωσή τους από τον Αύγουστο.

[63] N. Miller, The Claudian tablet and Tacitus: a reconsideration, RhM, 99, 1956, 304-315.

[64] Alföldy, Ρωμ. Κοιν., σελ. 201.

[65] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 303.

[66] Salmon, Roman World, σελ. 166-7.

[67] Τρομάρας, Σουητώνιος, υποσημ. 51, σελ. 74.

[68] Salmon, Roman World, σελ. 170.

[69] Ονομαζόταν έτσι διότι εκεί υπήρχε ένας ναός του Ασκληπιού, αλλά ονομαζόταν και insula Tiberina αφού βρισκόταν πάνω στον Τίβερη.

[70] Επιβλέπων του έργου αυτού υπήρξε ο απελεύθερος Νάρκισσος (Δίων, 60.33.1). Για την ολοκλήρωσή του χρειάστηκαν τριάντα χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι εργάζονταν έντεκα συνεχόμενα χρόνια (Σουητ. 20.2).

[71] Νόμος που θεσπίτηκε από τον Αύγουστο και προωθούσε την ιδέα του γάμου και της τεκνογονίας. Με το νόμο αυτό προβλέπονταν ειδικά προνόμια για τους έγγαμους και τους πολύτεκνους ενώ αντίθετα προέβλεπαν οικονομικές επιβαρύνσεις ή άλλες αρνητικές ρυθμίσεις για τουα άγαμους και άτεκνους.

[72] Τεράστιο οικοδόμημα στο Πεδίον του Άρεως, όπου γινόταν η συγκέντρωση και καταμέτρηση των ψήφων.

[73] Τρομάρας, Σουητώνιος, υποσημ. 58, σελ. 75.

[74] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 305.

[75] Salmon, Roman World, σελ. 165.

[76] Τακ., Ann., 11.11.

[77] Λανθασμένα ο Σουητώνιος (17.1) θεωρεί την εκστρατεία αυτή ασήμαντη, αφού ακόμα και οι σύγχρονοι στο Κλαύδιο συγγραφείς, τη θεωρούν λαμπρό κατόρθωμα, ισάξιο των μεγάλων επιτυχιών του Αυγούστου.

[78] Σύμφωνα με τον Αππιανό, τα οικονομικά οφέλη που προέκυψαν από την κατάκτηση του νότιου τμήματος της Βρετανίας, ήταν ελάχιστα.

[79] Πρόκειται για τις εξής: II Augusta, XIV Gemina, XX Valeria Vitrix (από το Ρήνο) και IX Hispana (από την Παννονία).

[80] Δίων, Hist. Rom., 60.19.1.

[81] R. A. G. Carson, Coins of the Roman Empire,London 1990, σελ. 12.

[82] Salmon, Roman World, σελ. 160.

[83] Scullard, Gracchi to Nero,  σελ. 309.


ΙΑ΄ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

Παραθέτω τον σύνδεσμο, όπου μπορεί κανείς να βρει το πρόγραμμα του συνεδρίου και περιλήψεις των εισηγήσεων:

http://www.iler.gr/index.php?progsinedr


Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας για τη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης

Μοναστηριακά Τυπικά:  

μία κατηγορία εγγράφων πρακτικού χαρακτήρα.

Εργασία που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στα πλαίσια μαθήματος-σεμιναρίου.

Του

Γιάννη Δ. Κηπουρού

Εισαγωγή

 

   Το μοναστικό κίνημα γνώρισε κατά καιρούς ποικίλες διακυμάνσεις. Άλλοτε εξάρσεις και άλλοτε υφέσεις, οι οποίες υπαγορεύονταν από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, χαρακτήριζαν αυτήν την επιλογή της φυγής από τα εγκόσμια και την προσωπική αφιέρωση στην επικοινωνία με το Θεό. Πέραν όμως, της εξόφθαλμης ηθικής πλευράς αυτής της επιλογής, η οποία συνήθως ήταν ενσυνείδητη, υπήρχε και δε θα πρέπει να το παραβλέψουμε, η ανάγκη, η οποία συχνά ωθούσε τους ασθενεστέρους οικονομικά ‒τους μη δυναμένους στην καταβολή της φορολογίας‒ να καταφύγουν στη υιοθέτηση του μοναχικού σχήματος[1].

   Βαθμιαία λοιπόν, το μοναστικό κίνημα, του οποίου οι αρχές ανάγονται στον 1ο μ.Χ αιώνα και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Άνω Αιγύπτου (απ’ όπου και επεκτάθηκε προς τη Δύση), απέκτησε ιδιαίτερη απήχηση˙ άλλοτε είχε την υποστήριξη της αριστοκρατίας και του αυτοκράτορα (κυρίως κατά το διάστημα ανάμεσα στον 10ο‒12ο αιώνα, όπου αρκετοί αυτοκράτορες είναι ιδρυτές μονών) και άλλοτε δέχτηκε τα πυρά των πολεμίων του, ιδιαίτερα δε κατά την πολυτάραχη περίοδο της εικονομαχίας[2].

   Μέσα από τη μακραίωνη πορεία του, το κίνημα απέκτησε διαφορετικές μορφές, των οποίων ωστόσο τα όρια είναι αρκετά ρευστά. Η άποψη της εξέλιξης του μοναστικού κινήματος σε τρία αλληλοδιαδεχόμενα στάδια[3] έχει μάλλον καταρριφθεί και η επιλογή μοναστικού βίου βασιζόταν κυρίως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του καθενός.

   Όσον αφορά τον κοινοβιακό μοναχισμό, ο οποίος είχε ως βασική προϋπόθεση τη συνύπαρξη των μοναχών και την από κοινού συμβίωση των υποκειμένων, δημιούργησε συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν σε συμβάσεις, απαραίτητες για την ομαλή συμβίωση των διαβιούντων μοναχών σε ένα μοναστήρι. Αντίθετα οι μοναχοί, οι οποίοι είτε κατ’ επιλογή είτε από παραίνεση του πνευματικού τους πατέρα αποφάσιζαν να γίνουν αναχωρητές ή ερημίτες[4] , δεν έρχονταν αντιμέτωποι με ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία ενός κοινοβίου, στα πλαίσια του οποίου εύλογο είναι να  υπήρχαν δυσκολίες στη συμβίωση. Πέραν των ρυθμίσεων για την καθημερινή συνύπαρξη, τα κοινόβια χρειάζονταν και νομοθετική κάλυψη, εφόσον, αντίθετα από άλλες μορφές μοναχισμού, ένα κοινόβιο διέθετε περιουσία κινητή και ακίνητη, η οποία συχνά αυξανόταν υπέρμετρα από τις δωρεές των πιστών. Αυτά τα πρακτικά και νομοθετικά ζητήματα, τα οποία προέκυπταν εντός του κοινοβίου, εκαλείτο να ρυθμίσει το κτητορικό τυπικό της μονής, το οποίο διαφέρει από το λειτουργικό τυπικό βάσει του οποίου ρυθμίζονταν θέματα, τα οποία αφορούσαν τις λειτουργίες και  τις ιερές ακολουθίες της μονής.

   Πρόκειται δηλαδή για ιδιαίτερη περίπτωση ιδιωτικών πιστοποιητικών εγγράφων˙ αποτελούν το καταστατικό της λειτουργίας ενός μοναστηριού, το οποίο συντασσόταν είτε από τον ιδρυτή της μονής είτε από ενδεχόμενο ανακαινιστή της˙ το πρόσωπο αυτό ήταν δυνατό να προέρχεται από την αυτοκρατορική οικογένεια ή γενικότερα από τα ανώτερα διοικητικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, οπότε τα συντασσόμενα από αυτούς τυπικά χαρακτηρίζονται ως αριστοκρατικά. Πιθανή ήταν και η ταπεινή καταγωγή του ιδρυτού‒ανακαινιστού, οπότε και τα τυπικά χαρακτηρίζονται ως μη αριστοκρατικά[5] .  Είναι πολύ πιθανό για μία μονή να μη διέθετε περιουσία από τον πρώτο καιρό της ίδρυσής της, όμως σε κάποια δεδομένη στιγμή, όπου θα αποκτούσε, ήταν απαραίτητη η σύνταξη ενός τυπικού, το οποίο θα διευθετούσε όσα ζητήματα σχετίζονταν με την καθημερινή επαφή των μοναχών (συμπεριφορά, πνευματική ζωή, δηλαδή λειτουργίες και έθιμα), την ιεραρχία εντός του μοναστηριού, τις επαφές των μοναχών με τους κοσμικούς, τη διαχείριση των οικονομικών της μονής όπως επίσης και ζητήματα εκλογής και επιλογής των μοναχών στα διακονήματα. Ενδεικτικά και επιγραμματικά ανέφερα τις παραπάνω ρυθμίσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να επεκταθούν κατά πολύ, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες οποιασδήποτε μονής. Τα κτητορικά τυπικά δε διαθέτουν μία συγκεκριμένη μορφολογία ως προς τη δομή και τις διατάξεις[6] , μολονότι συχνά παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους. Αυτές οι ομοιότητες οφείλονται κυρίως στην άντληση στοιχείων από κάποιο πρότυπο, το οποίο κατά το μάλλον ή ήττον επέδρασε στη σύνθεση άλλων μεταγενεστέρων τυπικών. Ανάλογη γνωστή περίπτωση είναι το τυπικό της μονής Θεοτόκου Ευεργέτιδος (πρώτη γραφή 1054/70 και δεύτερη εμπλουτισμένη 1098/1118), το οποίο είτε άμεσα είτε έμμεσα επέδρασε σε άλλα μεταγενέστερα τυπικά. Στοιχεία από το προαναφερθέν τυπικό εντοπίζονται στα τυπικά της μονής Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, του Αγ. Ιωάννου Προδρόμου του Φοβερού, του Χριστού Παντοκράτορος, της Θεοτόκου Κοσμοσωτείρας , της Θεοτόκου Ηλίου Βωμών και στο τυπικό της μονής Αγ. Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη[7] . Οι επιδράσεις που εντοπίζονται είναι σε επίπεδο κειμένου αλλά και σε επίπεδο δομής, αν και θα πρέπει να επισημανθεί πως συχνά το ύφος με το οποίο αποδίδεται ένα τυπικό είναι ανάλογο της μόρφωσης και του γλωσσικού επιπέδου του συντάκτου[8] .

   Ως πηγή, τα κτητορικά τυπικά συγκαταλέγονται στις άμεσες πηγές, στην κατηγορία των εγγράφων και όταν προέρχονται από την κατηγορία των αριστοκρατικών τυπικών, αποτελούν και επίσημη πηγή, η οποία παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες[9], συμβάλλοντας στη γνώση της υπό εξέτασης περιόδου και στην προσωπογραφία.

   Όσον αφορά τις εκδόσεις των μοναστηριακών τυπικών[10], υπάρχουν αρκετές πολύ παλαιές. Τέτοιες είναι η σειρά Anecdota Graeca (Montfaucon, 1688) και η σειρά “Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana”,  έργο των F. Miklosich‒J. Müller. Ο P. Meyer, έχει εκδόσει στο περιοδικό Byzantinische Zeitscrift (BZ 4, 1895) το τυπικό του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου για τη μονή του Αγ. Δημητρίου, το οποίο εκδόθηκε ξανά από τον Gregoire στο Byzantion (1959). Το τυπικό της Κοσμοσωτείρας έχει εκδοθεί από τον L. Petit (Izvestija 13, 1908). Το τυπικό της μονής Αγ. Μάμαντος έχει εκδώσει στα Ελληνικά 1, ο Σ. Ευστρατιάδης. Με την έκδοση των κυπριακών τυπικών ασχολήθηκε ο Ι. Τσικνόπουλος. Σύγχρονο, πολύ σημαντικό έργο είναι το “Αrchives de l’ Athos” με τη σειρά “Αctes”, η οποία περιέχει τα έγγραφα των μονών του Άθως. Πολλά ωστόσο τυπικά, τα οποία  βρίσκουμε σε παλαιές εκδόσεις, εχουν εκδοθεί και από νεώτερους ερευνητές. Σπουδαία είναι η συμβολή του P.Gautier, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έκδοση τυπικών. Στο περιοδικό Revue des Études  Byzantines, o Gautier έχει εκδώσει το τυπικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορος (REB 32, 1974), του Πακουριανού (REB 42,1984) και το τυπικό της μονής της Κεχαριτωμένης (REB 43, 1985). Επίσης, στη Revue 39, το έτος 1981, εξέδωσε τη διάταξη του Μιχαήλ Ατταλειάτου.      

  1. Η μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη

 

   Το γυναικείο μοναστήρι της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης θα πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ του 1107 και 1118 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από την αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκαινα, όπως με σαφήνεια μας ενημερώνει το μοναδικό εύρημα του μοναστηριού, το ιδιαίτερα μακροσκελές και λεπτομερέστατο τυπικό της μονής[11].

   Το τυπικό της μονής της Θεοτόκου της Κεχαριτωμένης, το οποίο σώζεται  στον παρισινό κώδικα Par.gr.384 (παλαιώτερα Regius 3019) αλλά και ένα τμήμα του στο χειρόγραφο του Τιμίου Σταυρού 57(προερχόμενο από τη λαύρα του αγίου Σάββα)  αποτελείται από ένα σύνολο 80 κεφαλαίων, τα οποία διακρίνονται από ισάριθμες κεφαλίδες και αρίθμιση. Τα κεφάλαια 1 έως 78 αποτελούν παλαιότερη γραφή ενώ τα 79 και 80, ύστερη. Το τμήμα από το χειρόγραφο του Τιμίου Σταυρού[12], περιλαμβάνει σύμφωνα με τον εκδότη του τυπικού, το γνήσιο βρέβιο της μονής, όπου αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία της μονής.

   Η ιδρύτρια του μοναστηριού ήταν η πρωτότοκη κόρη του Ανδρονίκου και της Μαρίας, η οποία λίγο πριν το θάνατο του πατέρα της (Οκτ., 1077), αρραβωνιάστηκε με τον Αλέξιο Κομνηνό, μία σαφώς διπλωματική ενέργεια, της οποίας η σύλληψη αποδίδεται στη μητέρα της Ειρήνης. Η  Ειρήνη αν και αρχικώς ήταν αρκετά επισφαλής, σύντομα κατάφερε να αποκτήσει κύρος και επιρροή, ιδιαίτερα μετά τη στέψη της από τον Πατριάρχη Κοσμά, μία εβδομάδα μετά την ανάρρηση του Αλεξίου στο θρόνο. Με τον Αλέξιο απέκτησε εννέα παιδιά, των οποίων τα ονόματα μαθαίνουμε και από το σχετικό με τα μνημόσυνα κεφάλαιο του τυπικού της Κεχαριτωμένης, αλλά και από άλλα διάσπαρτα κεφάλαια,  σχετικά με την πατρώνισσα της μονής και τα εκτεταμένα προνόμια των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας, οι οποίες θα επιθυμούσαν να καρούν μοναχές. Μάλιστα από αυτά τα ιδιαίτερα σημεία του τυπικού επιβεβαιώνεται η συμβολή των μοναστηριακών τυπικών στη γνώση της προσωπογραφίας[13]. Ιδιαίτερα, η αυτοκράτειρα στάθηκε στο πλευρό του συζύγου της, τον φρόντισε στις ασθένειές του και τον ακολούθησε στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Μετά το θάνατο του συζύγου της, αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Κεχαριτωμένης όπου και πέθανε πιθανότατα στις 19 φεβρουαρίου 1123, σε ηλικία περίπου 57 ετών[14].   

   Το μοναστήρι θα πρέπει να ήταν κτισμένο στη βοριοδυτική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στη συνοικία Δεύτερον, σε αυτή την περιοχή μάλιστα το τοποθετεί και ο Janin[15], όχι πολύ μακριά από το μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου, στο οποίο κείτονταν η αυτοκράτειρα Θεοφανώ και το οποίο φαίνεται να συγχέει o διάκονος Ζοσιμάς, με το μοναστήρι του Φιλανθρώπου. Το κεφάλαιο που έπεται του κεφαλαίου π΄ του τυπικού της Κεχαριτωμένης, το οποίο ωστόσο δεν έχει αρίθμηση, αναφέρεται στη συνοικία Δεύτερον, όπως επίσης και στο Πατριαρχικό, γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της μονής της Κεχαριτωμένης και το οποίο ταυτίζεται με τη μονή της Οπαίνης [KIDONOPOULOS, Bauten, 60]. Στο μοναστήρι της Κεχαριτωμένης, το οποίο επισκέφθηκε ο Στέφανος του Novgorod και το οποίο αναφέρει ως μοναστήριο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, φυλάσσονταν τα  ιερά λείψανα του αγίου, κατά του παλαιολόγειους χρόνους[16]. Στο ίδιο μοναστήρι αναφέρεται και ο διάκονος Ζοσιμάς, ο οποίος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 15ο αιώνα. Είναι λοιπόν εμφανές, ότι το μοναστήρι το οποίο ήταν αφιερωμένο στην Κεχαριτωμένη, επέζησε της λατινικής κατακτήσεως το έτος 1204. Ίσως να περιήλθε σε κατάσταση παρακμής ή πιθανότατα να χρησιμοποιήθηκε από τους Βενετούς ως αποθηκευτικός χώρος για πολύτιμα σκεύη, όπως και το μοναστήρι του Χριστού Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, στα χρόνια της λατινικής κυριαρχίας. Πολύ πιθανόν, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το έτος 1261 και μέσα στα πλαίσια ανάκαμψης της πόλης, το μοναστήρι να απέκτησε την παλαιά του ισχύ[17].

   Το μοναστήρι, όπως το ίδιο το τυπικό μας πληροφορεί βρισκόταν σε επαφή, σε γειτνίαση με το ανδρικό μοναστήρι του Χριστού Φιλανθρώπου. Σε τούτο το συμπέρασμα μας οδηγεί με ασφάλεια το κεφάλαιο ξθ΄ του τυπικού[18] ,Περὶ τοῦ ὕδατος, «…διορίζομαι ἀπὸ μὲν τῆς μιᾶς ἀρδεύεσθαι τὸ γυναικεῖον μοναστήριον καὶ τὰ δεσποτικά οἰκήματα ἃπερ ἐποίησεν ἡ βασιλεία μου, ἀπὸ δὲ τῆς ἑτέρας τὸ ἀνδρῷον.», όπως επίσης και το κεφάλαιο οζ΄ [19],Περὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γεγονότων βρεβίων…, «Ἒπεὶ δὲ καὶ τρία τυπικά γεγόνασι σωματῷα…διοριζόμεθα τὰ μὲν δύο τούτων…τῷ θείῳ καὶ ἀσύλῳ καὶ ἱερῳ σκευοφυλακίῳ τῆς τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας ἀποτεθῆναι ὥσπερ καὶ ὅπου καὶ τὰ τῆς ἀνδρῴς μονῆς τοῦ Φιλανθρώπου, ἤγουν τὸ τε τυπικόν καὶ τὸ βρέβιον, ὡς ἀνεξάλειπτα εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἄπαντα…». Πρώτη ωστόσο αναφορά για το μοναστήρι έχουμε σε έναν κολοφώνα χειρογράφου από τη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους[20], όπου αναφέρεται και ο μοναχός της μονής, Σοφρώνιος.

   Αντλώντας πληροφορίες από τη μοναδική άμεση πηγή που μας σώζεται για το μοναστήρι της Κεχαριτωμένης, το τυπικό της, συμπεραίνουμε πως δεν πρέπει να μιλάμε για ένα ιδιαίτερα μεγάλο μοναστήρι εφόσον και περιορισμένο ως προς το ανθρώπινο δυναμικό του ήταν και ιδιαίτερες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας δεν παρείχε. Επί παραδείγματι, η μονή της Κεχαριτωμένης ήταν προορισμένη να φιλοξενεί μόνο 24 μοναχές και όταν μόνο τα οικονομικά της μονής αλλά και οι πόροι της το επέτρεπαν, μόνο τότε ο αριθμός των μοναζουσών μπορούσε να αυξηθεί στις 40[21] μοναχές. Επιπλέον σε κανένα σημείο του τυπικού δεν γίνεται λόγος για την ύπαρξη κάποιου νοσοκομειακού ή έστω ξενοδοχειακού συγκροτήματος, ή κάποιου είδους βιβλιογραφικού εργαστηρίου (scriptorium), το οποίο θα απασχολούσε μεγάλο αριθμό μοναχών. Η βιοτεχνική παραγωγή περιοριζόταν στα εργόχειρα και στην κατασκευή κεριών[22].

   Παρόλα αυτά, καθίσταται σαφές πως πέραν των κελλιών, η μονή διέθεται έναν κοινό θάλαμο για τον ύπνο των μοναχών, μία τραπεζαρία, ένα δωμάτιο γνωστό ως «τροπική» προορισμένο για τις κόρες της αυτοκράτειρας, εάν αυτές εκείροντο μοναχές. Επίσης, πληροφορούμαστε από το τυπικό και ιδιαίτερα από το κεφάλαιο οθ΄, το οποίο όπως ήδη έχω αναφέρει είναι μεταγενέστερη προσθήκη, πως η αυτοκράτειρα προσέθεσε στο μοναστήρι μία σειρά από πολυτελείς οικίες [Περὶ τῶν ἐν τῇ μονῇ νεουργηθέντων παρὰ τῆς βασιλείας μου πολυτελεστέρων οἰκημάτων]. Πέρα από τα κελλιά και τα απαραίτητα κτίσματα, τα οποία θα εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του μοναστηριού, οικοδόμησε πολυτελή κτίσματα, τα οποία κατά την αρχική της επιθυμία θα περιέρχονταν στην θυγατέρα της Ευδοκία[23], όμως εξαιτίας του απρόσμενου θανάτου της, περιήλθαν στην «ποθεινοτάτη, πορφυρογέννητη καὶ καισάρισσα Ἄννα». Επίσης, πληροφορούμαστε την ύπαρξη εσωτερικού και εξωτερικού προαύλιου χώρου, την παρουσία μίας εκκλησίας του αγίου Δημητρίου[24], και την ύπαρξη λουτρών, τα οποία ωστόσο δεν φαίνεται να εκμεταλλευόταν η μονη οικονομικά, παρά μόνο σε περίπτωση που θα εξέλειπε αντιλήπτωρ από το γένος της κόρης της Άννας. Αλλωστε, οι αυστηρές διατάξεις της μονής για την είσοδο των κοσμικών στο μοναστήρι, δεν θα επέτρεπαν τέτοιου είδους εκμετάλλευση, και αν ακόμη συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν περιορισμένη στις λίγες επισκέπτριες που έρχονταν στη μονή. Εδώ θα πρέπει να αναφερθώ στη ρωμαϊκή συνήθεια της κατασκευής δημόσιων λουτρών, η οποία πέρασε και στο Βυζάντιο. Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Δ΄ (1034/41), όταν έκτισε μία εκκλησία αφιερωμένη στους Αναργύρους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, έκτισε και ένα χωριστό οίκημα, λουτρό με πηγές, μία πρακτική που εφάρμοσαν και άλλοι αυτοκράτορες[25], μεταξύ των οποίων, ίσως, και η αυτοκράτειρα Ειρήνη. Το τυπικό επιπρόσθετα μας πληροφορεί για τα μεν οικήματα της έξω αυλής, τα οποία θα μετατρέπονταν σε ενοικικά, και για  τα κτίσματα της εσωτερικής αυλής, τα οποία θα καταστρέφονταν και θα αντικαθίσταντο από περιβόλια, τα έσοδα των οποίων θα καρπωνόταν η μονή[26]. Παρά την περιγραφή αυτών των χώρων, οι οποίοι συναποτελούν τη μονή της Θεοτόκου και παρά την παραχώρηση του δικαιώματος στην καισάρισσα Άννα να κτίσει νέα οικήματα και να μεταβάλλει τα ήδη υπάρχοντα [κεφ. Οθ΄], εκτιμώ πως η μονή πράγματι δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τα όσα αναφέρονται στο κεφάλαιο ο΄, «περὶ τοῦ ταφείου τῶν μοναζουσῶν». Σε αυτό ακριβώς το σημείο η αυτοκράτειρα μας παρέχει μία εξαιρετικά σημαντική πληροφορία, καθώς αναφέρεται στην έλλειψη χώρου για την ανέγερση κοιμητηρίου και στην παραχώρηση από τον Πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό της πατριαρχικής[27] μονής, «Τα Κελλαραίας», προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού[28]

   Περί της γεωγραφικής τοποθετήσεως της μονής της Κεχαριτωμένης ιδιαίτερα συμβάλλει το κεφάλαιο, το οποίο έπεται του κεφαλαίου π΄ και το οποίο δεν φέρει αρίθμηση. Αυτό το κεφάλαιο παρέχει μία λεπτομερή περιγραφή της εκτάσεως, την οποία καταλάμβανε η μονή, οριοθετώντας τα σύνορά της με βάση τοπικά σημεία και ταυτόχρονη μέτρηση αποστάσεων. Ως μονάδα μέτρησης μήκους χρησιμοποιείται ο πήχης και μάλιστα υποθέτω ότι πρόκειται για τον βασιλήιο πήχη, ο οποίος αντιστοιχεί σε 52 εκατοστά του μέτρου έναντι του απλού πήχεως, ο οποίος αντιστοιχεί σε 46 εκατοστά. Ως τοπικά σημεία για το σαφέστερο τοπικό προσδιορισμό της μονής, αναφέρονται η δημόσια οδός, η μονή της αγίας Άννης του Δευτέρου και η πατριαρχική, γυναικεία μονή του αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο, του οποίου η παρουσία εξηγείται από την ανάγκη διασφάλισης των εδαφών και της ακίνητης περιουσίας της μονής. Η επίδειξή του θα αποτελούσε τεκμήριο και ταυτόχρονα εμπόδιο σε οποιαδήποτε πρόθεση καταπάτησης εδαφών που ενδεχομένως ανήκαν στη μονή, και ως εκ τούτου θα ήταν δυνατή η χρήση του σε πιθανά  νομικά ζητήματα, τα οποία τυχόν θα προέκυπταν.  

   2. Η διοίκηση της μονής

       Η ηγουμένη, η αντιλαμβανομένη και ο θεσμός της χαριστικής

 

   Η ωφέλεια, την οποία αποκόμιζαν οι μοναχές που ακολουθούσαν τον μονήρη, κοινοβιακό τρόπο ζωής, συνίστατο στην προσπάθεια υιοθέτησης ενός ασκητικού βίου και στην απόκτηση πνευματικότητας, η οποία θα προέκυπτε ως απόρροια της κοινής διαβίωσης μίας ομάδας ανθρώπων με κοινή επιδίωξη. Μέσα στα όρια μίας «ιερής μάνδρας» η ομάδα των κεκαρμένων μοναζουσών εργαζόταν αρμονικά για την επίτευξη του κοινού στόχου. Ωστόσο, αναφερόμαστε πάντοτε σε μία κοινωνία ανθρώπων, οι οποίοι αν και είχαν δεχτεί το μοναχικό σχήμα, δύσκολα θα απέβαλλαν διά εξάπαντος τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσεως και ιδιαίτερα αυτό του «ὑπερέχειν». Έτσι, η διάκριση και η ιεραρχία ακόμα και στα όρια μίας μοναστικής κοινότητας προβάλλει ως απαραίτητο συστατικό για την ασφαλή και οριοθετημένη, πνευματική πορεία των μοναζουσών και λογικά προκύπτει  το συμπέρασμα, ότι η ισότητα μέσα σε ένα κοινόβιο αποτελεί μία ιδανική κατάσταση, η οποία ωστόσο για ευνόητους λόγους είναι ουτοπική.

   Μία πρώτη διάκριση των ανθρώπων, οι οποίοι συμβιούσαν σε κοινόβιο και η οποία δεν σχετίζεται με την ευγενική ή ταπεινή καταγωγή των μοναζουσών, τους δεσμούς αίματος ή ακόμα πλήρωση θέσεως εντός της μονής μέσω εκλογής ή επιλογής, είναι το κριτήριο της εγγραμματοσύνης. Οι συχνά αυξημένες ανάγκες ενός κοινοβίου απαιτούσαν την παρουσία των μοναζουσών σε ποικίλες διοικητικές και μη θέσεις, για την ομαλή και ορθή διεκπεραίωση των μοναστηριακών υποθέσεων. Ως συνέπεια αυτού, ήταν εύλογη η παρουσία εγγράμματων γυναικών, σε θέσεις που απαιτούσαν σχετική μόρφωση ενώ άλλες που δεν είχαν ιδιαίτερη μόρφωση απασχολούνταν σε χειρονακτικές εργασίες, των οποίων η εκτέλεση εξασφάλιζε την βιωσιμότητα των εγκλείστων μοναζουσών, την ευημερία και επάρκεια σε προμήθειες του κοινοβίου. Ωστόσο, η έλλειψη μόρφωσης εκ μέρους των μοναζουσών δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως πλήρης άγνοια γραφής και ανάγνωσης, στοιχεία απαραίτητα ακόμα και για την πιο ταπεινή μοναχή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να μελετά τις Γραφές και να ψέλνει τους ύμνους κατά τις ιερές ακολουθίες29 αλλά επίσης και για να εκπληρώνει με σχετική επάρκεια τις υποχρεώσεις της, οι οποίες προέκυπταν από την ανάληψη συγκεκριμένων καθηκόντων30 .

   Τα καθήκοντα αυτά αναλάμβαναν οι μοναχές έπειτα από εκλογή ή επιλογή, η οποία γινόταν από την ίδια την ηγουμένη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ποικίλων θέσεων, των οποίων το κενό πλήρωναν οι μοναχές, οι οποίες ήταν όλες ανεξαιρέτως υπόλογες  στη βούληση και την επιθυμία της ηγουμένης. Η ηγουμένη από τη μεριά της, γινόταν η πνευματική μητέρα των μοναζουσών, φροντίζοντας τις πνευματικές θυγατέρες της ώστε να βαδίζουν απρόσκοπτα προς την πνευματική τελειότητα31.

   Πρώτο λοιπόν μέλημα της αυτοκράτειρας και βαρύνουσας σημασίας, ήταν η εκλογή και ο διορισμός χρηστής ηγουμένης από το σύνολο των μοναχών. Και λέω χρηστής, διότι η επιλαχούσες μοναχές από τις οποίες θα εκλεγόταν η ηγουμένη, θα έπρεπε να ήταν γνωστές για τον ηθικό βίο τους και την απρόσκοπτη αφοσίωση στο Θεό (Κεχαριτωμένη, ια΄, 492: «τὰς τῷ βίῳ κεκοσμημένας»). Προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, το τυπικό της μονής Κεχαριτωμένης αφιερώνει το κεφάλαιο ια΄ [Περὶ τοῦ πῶς δεῖ ἐπιλέγεσθαι καὶ προχειρίζεσθαι τὴν καθηγουμένην]32, μία πρόβλεψη, η οποία γίνεται και από άλλα τυπικά, ενδεικτικά αναφέρω το κεφάλαιο ιγ΄ του τυπικού της μονής Θεοτόκου Ευεργέτιδος σχετικά με την εγκατάσταση του ηγουμένου και του οικονόμου της μονής. Η σημασία αυτής της ρύθμισης ήταν εξαιρετικής σημασίας, εφόσον μόνο έτσι θα διασφαλιζόταν η διοίκηση της μονής και η ύπαρξη μίας βασικής ιεραρχίας, η οποία θα ρύθμιζε τα ζητήματα που θα προέκυπταν. Σύμφωνα λοιπόν με τις επιταγές τις Ειρήνης Δούκαινας, ο ορισμός της ηγουμένης θα γινόταν από την ίδια την αυτοκράτειρα, για το διάστημα βέβαια που εκείνη θα ήταν εν ζωή. Μετά θανάτου της η αυτοκράτειρα, και για να μειώσει τις πιθανότητες να ξεσπάσει ανταρσία και αναταραχή στη μονή που η ίδια ίδρυσε33, όρισε ένα συγκεκριμένο τρόπο για την εκλογή της νέας ηγουμένης, ο οποίος έπρεπε να τίθεται σε εφαρμογή είτε όταν η υπάρχουσα ηγουμένη έφθανε στο τέλος της ζωής της, είτε όταν κατά κοινή ομολογία, η ηγουμένη της μονής κρινόταν ακατάλληλη. Πρόκειται για μία ξεχωριστή πρόβλεψη του τυπικού, εκείνη του κεφαλαίου ιγ΄ [Περὶ μετακινήσεως τῆς μὴ ὡς δεῖ ήγουμενευούσης], με την οποία τίθεται τροχοπέδη στις ενδεχόμενες αυθαιρεσίες της ηγουμένης και προφανώς η παρουσία μίας τέτοιου είδους διάταξη, αποδεικνύει πως περιστασιακά διορίζονταν μοναχές στη θέση της ηγουμένης, οι οποίες ήταν ακατάλληλες. Ανάλογους στόχους, έχει και το κεφάλαιο ιβ΄ [Περὶ τοῦ χωρὶς πάθους γίνεσθαι τὴν έπιλογὴν τῆς ἡγουμένης καὶ προχεἰρισιν καὶ τῶν διακονητριῶν]34, από το οποίο φαίνεται πως η αυτοκράτειρα είχε κατά νου πως η εκλογή σε μία «πρόκριτη» θέση συχνά ήταν ζήτημα συμφέροντος, αν και από τα όσα σημειώνονται στο σχετικό χωρίο του τυπικού αποδεικνύεται πως το ενδιαφέρον της έγκειται αποκλειστικά  στη σωστή καθοδήγηση των μοναχών, στα πλαίσια της αγάπης, της ειρήνης και της ομόνοιας. Όταν λοιπόν η ηγουμένη διένυε τις τελευταίες ώρες της ζωής της, και αυτό ήταν γνωστό στις μοναχές, έπρεπε η ίδια η ηγουμένη να φροντίσει την πλήρωση του κενού της θέσεώς της που θα έφερνε ο επικείμενος θάνατός της.  Γι’ αυτό το λόγο καλούσε όλες τις μοναχές να αποφασίσουν από κοινού και να επιλέξουν τρεις μοναχές άριστου βίου, από τις οποίες μία θα γινόταν η ηγουμένη της μονής. Σε περίπτωση που η ηγουμένη πέθαινε αιφνιδίως, τότε την επιλογή των τριών υποψηφίων καλούνταν να κάνουν οι μοναχές παρουσία της «αντιλαμβανομένης», η οποία θα φρόντιζε και τη λύση ενδεχόμενων διαφωνιών και φιλονικιών, εάν αυτές προέκυπταν κατά τη διάρκεια της επιλογής35. Η αντιλαμβανομένη, ήταν η πατρώνισσα της μονής, συνήθως κοσμική, υπεύθυνη για την προστασία του μοναστηριού και συχνά με διευρυμένα καθήκοντα, υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Περισσότερα ωστόσο στοιχεία για την αντιλαμβανομένη θα δούμε παρακάτω, μετά την ολοκλήρωση του τελετουργικού της εκλογής της ηγουμένης. Η επιλογή της μίας και μοναδικής ηγουμένης από τις ήδη τρεις επιλαχούσες γινόταν και με την πρόσθετη συμβολή του πνευματικού πατρός, ο οποίος έπρεπε να είναι ευνούχος , ενάρετος και πεπειραμένος, πείρα που θα προέκυπτε από την άσκηση και την ηλικία36. Τα ονόματα των τριών μοναχών θα γράφονταν σε ισάριθμα και ισομεγέθη χαρτιά, συνοδευόμενα από τα εξής λόγια: «Δέσποτα Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ καρδιογνῶστα, ταῖς πρεσβείες τῆς παναχράντου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, ἀνάδειξον ἡμῖν ταῖς ἀμαρτολαῖς εἰ ἀξίαν ἔκρινας τοῦ τῆς ἡγουμενείας ἡμῶν ἀξιώματος τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν τήνδε». Τα λόγια αυτά ακολουθούσαν τα ονόματα των τριών υποψηφίων και έπειτα, ενώπιον όλων η αντιλαμβανομένη-πατρώνισσα της μονής σφράγιζε και έκλεινε ερμητικά τον κάθε ένα «κλήρο» χωριστά, και τους τρεις μαζί τους εναπόθετε στην αγία Τράπεζα. Αυτή η διαδικασία ελάμβανε χώρα, ημέρα Σάββατο κατά τον εσπερινό και αν συνέπιπτε εορτή του Χριστού ή της Θεοτόκου, γινόταν αγρυπνία κατά την οποία όλοι προσεύχονταν και παρακαλούσαν για την ζωτικής σημασίας εκλογή της ηγουμένης. Την επόμενη ημέρα, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο ιερέας, αφού φορούσε την ιερατική του στολή, τελούσε τρισάγιο ενώ παράλληλα ψέλνονταν τροπάρια. Μία από τις αιτήσεις του ιερέως ήταν και η δέηση για την αποκάλυψη της άξιας ηγουμένης αναφωνώντας: «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ ἀποκαλύψαι ἡμῖν Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν τὴν ἀξίαν τῆς προστασίας ἡμῶν» ενώ το παρευρισκόμενο πλήθος ανταποκρινόταν στα λόγια του ιερέως αναφωνώντας το «Κύριε ἐλέησον», 30 φορές, κάνοντας 15 γονυκλισίες και αναφωνώντας ξανά τα εξής: «Ὁ Θεός ὁ καρδιογνώστης, ἀνάδειξον ἡμῖν ταῖς ἀμαρτωλαῖς τὴν ἀξίαν τῆς προστασίας ἡμῶν». Λίγο πριν την αποκάλυψη της επιλαχούσας, ο ιερέας επιχειρούσε τρεις γονυκλισίες «μέχρι γης» έμπροσθεν της αγίας Τραπέζής και επέλεγε έναν κλήρο, τον οποίο και εκσφράγιζε. Η κορύφωση του τελετουργικού ήταν πια, η παράδοση στη νέα θεοχειροτόνητη37 ηγουμένη, του τυπικού της μονής και της βακτηρίας εφόσον πρώτα αυτή επιχειρούσε τρεις γονυκλισίες. Ακολουθούσε ο ασπασμός της ηγουμένης και μετά από τη συνηθισμένη ευχή του ιερέως, η ἀπόλυσις των μοναχών. Ευχή της αυτοκράτειρας ήταν πάντοτε να υπάρχουν στο μοναστήρι άξιες μοναχές από τις οποίες θα γινόταν η επιλογή τις ηγουμένης. Στην περίπτωση όμως, που δύο αντί τρεις ήταν άξιες για τη θέση της ηγουμένης, τότε η τελετή που μόλις περιέγραψα, ήταν δυνατόν να περατωθεί χωρίς τη συμμετοχή τρίτης μοναχής. Όταν πια μόνο μία βρισκόταν άξια για να διαδεχτεί την ηγουμένη, τότε η πατρώνισσα έπρεπε να εισαγάγει στη μονή «ἐξ’ ἑτέρου μοναστηρίου», μία ικανή μοναχή για να αναλάβει την ηγουμενία της μονής της Κεχαριτωμένης και η προχείριση θα γινόταν από τις δύο πάλι μοναχές έπειτα από τη γνωστή πλέον διαδικασία. Ανάλογα κεφάλαια για την εκλογή του ηγουμένου, υπάρχουν και σε άλλα τυπικά καθώς ήδη έχω τονίσει τη σημασία της πληρώσεως αυτής της θέσης. Έτσι, ενδεικτικά στο τυπικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορως υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες για την εκλογή του ηγουμένου, οι οποίες ωστόσο διαφέρουν από αυτές που δίνονται στις μοναχές της μονής της Κεχαριτωμένης. Στο μοναστήρι, που κτίστηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό, υιό της Ειρήνης και διάδοχο του πατρός του Αλεξίου Α΄, η εκλογή του ηγουμένου γινόταν κατά το ήμισυ από τον υπάρχοντα ηγούμενο, προτού αυτός πεθάνει. Τα ονόματα τριών μοναχών της επιλογής του γράφονταν σε ένα χαρτί το οποίο σφραγιζόταν και ανοιγόταν μετά από το θάνατο του ηγουμένου. Από αυτούς τους τρεις γινόταν η επιλογή εάν και εφόσον υπήρχε ομοφωνία. Εάν δεν υπήρχε, πράγμα διόλου απίθανο καθώς το ίδιο τυπικό αναφέρει πως συχνά υπήρχαν διαφωνίες, τότε μόνο γινόταν μία τελετή ανάλογη με αυτήν που γινόταν στη μονή της Κεχαριτωμένης, η οποία είχε μεν βασικές διαφορές, εξυπηρετούσε δε τον ίδιο σκοπό, την αποκάλυψη από τον Θεό του ενός, άξιου μοναχού, ο οποίος θα γινόταν ηγούμενος38.

   Σπουδαίας σημασίας και επόμενο στην ιεραρχία του μοναστηριού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα κοσμικό κυρίως πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος στα πλαίσια της λειτουργίας της μονής ήταν αρκετά δραστήριος. Πρόκειται για το ρόλο της αντιλαμβανομένης, δηλαδή της πατρώνισσας του μοναστηριού, οι αρμοδιότητες της οποίας ορίζονται στο γ΄ κεφάλαιο του τυπικού, [Περὶ τῶν εἰς ἂντίληψιν τῆς μονῆς τεταγμένων καὶ περὶ τοῦ κρατεῖν καὶ ὄσα ἐν τῇ διαθήκῃ μου περὶ τῆς μονῆς διατάξομαι ἴσα τῷ παρόντι τυπικῷ, ὃ καὶ ὀφείλει ἔχειν τὸ ἀναλλοίωτον καὶ ἄτρεπτον ἐσαεί] και η οποία είχε τη φροντίδα, την προστασία της μονής από αυτούς που επιθυμούσαν να τη βλάψουν. Πέρα από τον ρόλο της προστάτιδας αλλά και της διαχειρίστριας της μονής, συχνά η πατρώνισσα ελάμβανε αποφάσεις για ζητήματα που αφορούσαν τη λύση ενός προβλήματος εκεί που αδυνατούσε να αντεπεξέλθει η ηγουμένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, την απόκτηση ισχύος, την οποία η ηγουμένη φρόντιζε να περιορίζει, όπως φαίνεται από το κεφάλαιο γ΄ του τυπικού (Τῇ προφάσει δὲ ταύτῃ οὐκ ὀφείλει τις τῶν αἷς ἀντιλαμβάνεσθαι τῆς μονῆς (…) ἐγκεχώρειται ἐξουσιάζειν. Ἀρκέσει δὲ αὐταῖς τὸ  μνημονεύεσθαι μὸνον καθεκάστην ἐν τῇ μονῇ καἰ μετὰ θάνατον τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις γράφεσθαι). Υποχρεωτική ήταν και η παρουσία της πατρώνισσας κατά την εκλογή της ηγουμένης, την οποία ωστόσο σε περίπτωση που κρινόταν ακατάλληλη είχε το δικαίωμα να υποβιβάσει σε απλή μοναχή. Η σπουδαιότητα της θέσης της αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι θα έπρεπε να λαμβάνει γνώση για οποιαδήποτε εκποίηση κινητής περιουσίας θα αποφάσιζε το μοναστήρι.

   Αρχικώς σε αυτή τη θέση η Ειρήνη διορίζει την κόρη της, την πορφυρογέννητη μοναχή Ευδοκία, ενώ μετά το θάνατο αυτής, θα υπάρξει σχετική ρύθμιση του θέματος είτε με προσθήκη στο παρόν τυπικό είτε με έγγραφη διαθήκη. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως έγινε απλώς μία μεταγενέστερη προσθήκη στο τυπικό, κεφάλαιο π΄ [Περὶ τῶν ὀφειλουσῶν ἔχειν τὴν ἐφορείαν τῆς μονῆς]η οποία μάλιστα συμπληρώνει το κεφάλαιο γ΄ σημειώνοντας πως «πάντων τῶν ἄλλων τῶν διαλαμβανομένων ἐν τῷ τρίτῳ κεφαλαίῳ τῷ περὶ τῆς ἐφορείας ὀφειλόντων τηρεῖσθαι ἀναλλοιώτων ἐσαεί». Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα το πρόσωπο που θα αναλάμβανε την αντίληψη και την εφορεία της μονής  κυρίως θα προερχόταν από την κοσμική αριστοκρατία και όχι απαραίτητα από τον κλήρο ή τη μοναστική κοινότητα39. Στο μεταγενέστερο μάλιστα τμήμα του τυπικού η αυτοκράτειρα αναφέρεται αναλυτικά στα άτομα, τα οποία θα έπρεπε να αναλάβουν κάποια δεδομένη στιγμή την αντίληψη της μονής και αυτά ήταν αρχικώς η θυγατέρα της Ευδοκία, μετά θανάτου της, η πρωτογενής και πρωτότοκη θυγατέρα της Αννα, έπειτα η δευτερογενής και δευτερότοκη θυγατέρα της Μαρία από κοινού με την εγγονή της και συνονόματη Ειρήνη (θυγατέρα της Άννας) και έπειτα οι άλλες θυγατέρες, εγγονές κ.ε, από τη γενιά της Άννας, και μάλιστα από αυτές η γηραιώτερη. Σε περίπτωση που θα εξέλειπαν αυτές, σειρά θα είχαν οι πορφυρογένητες νύφες της, αν και μόνο αν, αυτές μετά το θάνατο του συζύγου τους δεν παντρεύονταν για δεύτερη φορά. Εάν και αυτές εξέλειπαν κάποια στιγμή, τότε το ρόλο της αντιλαμβανομένης μπορούσε να καταλάβει μία από τις επιφανέστερες γυναίκες της οικογένειας, ποτέ όμως μία τυχαία ή αυτή που θα υπερείχε στην ηλικία αλλά αυτή που θα επιλεγόταν από τις μοναχές και την ηγουμένη που θα διαβιούσαν εκείνη τη στιγμή στο μοναστήρι. Αυτή λοιπόν, η οποία θα αναλάμβανε την ἐφορεία της μονής, θα είχε το δικαίωμα να εισέρχεται στο μοναστήρι μόνο για να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες και μετά τη λήξη αυτών έπρεπε να αποχωρεί. Μόνο όταν έπρεπε να γίνει κάποια συζήτηση για ζητήματα που αφορούσαν το μοναστήρι, τότε ήταν δυνατό να παραμένει για λίγο ακόμη μαζί με δύο ή τρεις γυναίκες. Και αν κάποια από τις συγγενείς της ήταν μαζί, τότε και αυτή θα εισερχόταν στο μοναστήρι. Φαίνεται λοιπόν, πως ο ρόλος του προσώπου το οποίο θα είχε ως υποχρέωση την ἐφορεία της μονής ήταν εξαιρετικά σημαντικός, καθώς σε πολλές περιπτώσεις θα είχε αυξημένες δικαιοδοσίες.

   Η παρουσία της αντιλαμβανομένης στον μηχανισμό της λειτουργίας του μοναστηριού, δύναται να εξηγηθεί εάν λάβουμε υπόψη, πως από νωρίς κοσμικοί εμφανίζονται ως προστάτες και υπερασπιστές των μοναστηριών. Πρόκειται για τον θεσμό της χαριστικής (δωρεάς), η οποία σε ένα πρώιμο στάδιο είχε ως στόχο την ανάκαμψη μοναστηριών, τα οποία είχαν περιέλθει σε κατάσταση παρακμής και βρίσκονταν στα όρια της ερήμωσης40. Μάλιστα, ιδιαίτερα εξαιτίας του αναπαλλοτρίωτου της μοναστηριακής περιουσίας41, αυτά τα μοναστήρια δεν είχαν τη δυνατότητα να ανακάμψουν εκποιώντας μέρος της περιουσίας τους, και διά τούτο  εδίδοντο ως δωρεά υπό όρους, σε κάποιον, ο οποίος διέθεται οικονομική ευχέρεια από την οποία θα ευνοείτο το εκάστοτε μοναστήρι. Το υπό εξέταση τυπικό της μόνης της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, στο κεφάλαιο θ΄και ι΄απαγορεύει την εκποίηση της κινητής και της ακίνητης περιουσίας, επιτρέποντας μόνο την εκποίηση της κινητής περιουσίας εάν κάποια στιγμή οι συνθήκες το επέβάλλαν42. Άρα σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η χαριστική ήταν προς όφελος των μοναστηριών, ενώ αυτοί που επέλεγαν να αναλάβουν μία τέτοια ευθύνη, γνωστοί κυρίως ως χαριστικάριοι αλλά και ως έφοροι, επίτροποι, προστάτες, αντιλαμβανόμενοι κ.ο.κ, προσέφεραν την υπηρεσία τους αφιλοκερδώς, για ψυχική κυρίως ωφέλεια. Ωστόσο η χαριστική εξελίχτηκε, ώστε πλέον να παραχωρούνται στους χαριστικάριους, συχνά μεγαλοϊδιοκτήτες γης, και πλούσια μοναστήρια από τα οποία επωφελούνταν το περίσσευμα των εσόδων αλλά και μέρος των χρημάτων από τη συλλογή των φόρων43, προνόμιο, το οποίο διατηρούσαν για όλη τους τη ζωή και το οποίο μεταβιβαζόταν έως και τρεις γενεές. Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλος ο πλουτισμός των χαριστικαρίων που προέκυπτε από την εκμετάλλευση των πόρων των μοναστηριών, ώστε τα μοναστήρια τα οποία ήταν υπό την υποτιθέμενη προστασία τους εξαντλούνταν οικονομικά και άγγιζαν τα όρια της καταστροφής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μονής του αγίου Μάμαντος, στο τυπικό της οποίας περιγράφεται το μέγεθος της καταστροφής της μονής, ως αποτέλεσμα της απρεπούς συμπεριφοράς των χαριστηκαρίων44. Μπορούμε έτσι να μιλάμε για έναν θεσμό, ο οποίος ξεκίνησε από μία φιλομοναχική βάση και που στην πορεία παρέκκλινε του αρχικού στόχου, χάριν της κερδοσκοπίας των κοσμικών. Ο καθ. Βαρναλίδης παραθέτει ένα σχηματικό πλάνο της εξέλιξης τους θεσμού, ο οποίος όταν πια εξυπηρετούσε τα κέρδη των κοσμικών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ψευδοχαριστική» 45, μία πρακτική που μοιάζει με τον θεσμό της πρόνοιας, όμως διαφέρει από αυτή, καθώς η «ψευδοχαριστική» αναφέρεται αποκλειστικά στη διαχείριση (απομύζηση) της μοναστικής και ουδέποτε της κοσμικής περιουσίας. Ο θεσμός, ο οποίος έλαβε μεγάλες διαστάσεις στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄, συνάντησε την αντίδραση της εκκλησίας και του απλού λαού, η οποία ωστόσο καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα οργανωμένη, δεν κατάφερε να παύσει αυτή την πρακτική, η οποία κατά μία άποψη ίσως αποτελούσε εύρημα της ίδιας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ώστε να παρακαμφθεί το αναπαλλωτρίωτο της μοναστηριακής περιουσίας. Παράλληλα, το γεγονός της εμπλοκής των κοσμικών στα ζητήματα  των μοναστηριών δικαιολογεί απόλυτα την εμμονή των μοναστηριακών τυπικών για την ανεξαρτησία των μονών από οποιαδήποτε αρχή. Από το πρώτο ακόμη κεφάλαιο του τυπικού της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης φαίνεται πως βασικός σκοπός της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας είναι η διατήρηση του αυτοδέσποτου της μονής και μάλιστα τα λόγια της ίδιας της αυτοκράτειρας εντείνουν αυτή την εμμονή: «ἐλευθέραν εἶναι καὶ αὐτοδέσποτον καὶ πάσης χειρός καὶ δεσποτείας ἀποξενομένην (…), παντάπασιν οὖσαν ἐλευθέραν μένειν καθ’ἑαυτὴν καὶ ἐφ’ ἑαυτῆς διοικεῖσθαι (…), μήτε βασιλικοῖς ἢ ἐκκλησιαστικοῖς ἢ προσωπικῆς ὁτεδήποτε ὑποτιθεμένην δικαίοις μήτε κατὰ δωρεάν ἢ ἐπίδοσιν ἢ ἐφορίαν ἢ οἰκονομίαν ἢ ἐπιτήρησιν ἢ ἑτέραν τινά πρόφασιν προσώπῳ οἱῳδήτινι ἢ μονῆ ἢ εὐαγεῖ οἴκῳ ἢ τῷ ὀρφανοτροφείῳ (…) ἀνατιθεμένην, ἀλλ’ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μόνης τῆς Κεχαριτωμένης (…) μένουσαν ἐσαεὶ»46. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση ακόμα και η εμμονή της αυτοκράτειρας  να παραμείνει το τυπικό «ἀναλλοίωτον» και «ἄτρεπτον ἐσαεί» [κεφ Β΄ και Γ΄] , είχε ως σκοπό την προστασία των διατάξεων από εκείνους τους επιτήδειους, οι οποίοι με ενδεχόμενες αλλαγές που θα επέφεραν στα κεφάλαια του τυπικού, θα είχαν πρόσβαση στην περιουσία της μονής, η οποία όπως αποκαλύπτει το βρέβιον (κατάλογος, ο οποίος περιείχε την περιουσία της μονής), όχι μόνο της εν λόγο μονής, ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τους χαριστικαρίους που την εποφθαλμιούσαν και παραμόνευαν. 

   3. Λοιπά διακονήματα

       Δικαιώματα και υποχρεώσεις των μοναζουσών

       (Επιτρεπτές και ανεπίτρεπτες συμπεριφορές)

 

      Καθώς λοιπόν είχε πληρωθεί το κενό των δύο πολύ σημαντικών θέσεων της διοίκησης της μονής, ήταν σημαντική και η τοποθέτηση άλλων μοναχών σε θέσεις, οι οποίες θα εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες εργασίες. Από το κεφάλαιο ι΄, είναι προφανές πως ακόμα και κάτω από την πρόκριτη θέση της ηγουμένης, υπήρχε περαιτέρω ιεραρχία και διάκριση. Χαρακτηριστική είναι η φράση: «…τῆς προεστώσης, τοῦ οἰκονόμου, τῆς ἐκκλησιαρχίσσης, τῆς σκευοφυλακίσσης, καὶ τῶν λοιπῶν προκρίτων διακονητριῶν», η οποία δηλώνει αυτή ακριβώς την ιεραρχία. Από το κεφάλαιο ιδ΄ του τυπικού έως το κεφάλαιο ιθ΄, ορίζονται αυτές ακριβώς οι διακονίες, των οποίων η κατανομή ήταν ευθύνη της ηγουμένης47.

   Μετά την εγκατάσταση μίας μοναχής εξαίρετου βίου στη θέση της ηγουμένης κατά τον τρόπο που ήδη περιέγραψα, σειρά είχε η επιλογή του οικονόμου της μονής. Πρόκειται για τον έναν από τους τέσσερις,   μοναδικούς, άνδρες (όλοι τους ήταν ευνούχοι), οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με αρμοδιότητες στο γυναικείο μοναστήρι της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης48. Από αυτούς τους τέσσερις κατά τις επιταγές του τυπικού, οι δύο ήταν οι ιερείς, των οποίων ίδιον έπρεπε να ήταν η αρετή και η θεοσέβεια αλλά και η καλή γνώση των Θείων Γραφών, των οποίων η ανάγνωση θα οδηγούσε την αδελφότητα προς την αρετή. Ένας τρίτος, οριζόταν ως ο πνευματικός πατέρας των μοναχών, ο οποίος μέσα από την εξομολόγηση θεράπευε τις ψυχές των μοναχών. Σύμφωνα με αυτά, η βασική διαφοροποίηση του οικονόμου από τους άλλους τρεις άνδρες της μονής ήταν ο τομέας δραστηριοποίησής τους, καθώς οι τρεις που μόλις ανέφερα είχαν πνευματικές κυρίως δραστηριότητες σε αντίθεση με τον οικονόμο, ο οποίος είχε αποκλειστικά κοσμικές ενασχολήσεις. Βασική του υποχρέωση, την οποία συνεπαγόταν η ιδιότητά του, ήταν η φροντίδα του μοναστηριού και όσων ανήκαν σε αυτό, σύμφωνα πάντα με τη γνώμη και τις αποφάσεις της ηγουμένης. Οριζόταν σε αυτή τη θέση από την ίδια την αυτοκράτειρα όσο βρισκόταν εν ζωή και έπειτα από την ηγουμένη, ενώ ή επιλογή του γινόταν είτε από τους ήδη υπάρχοντες ιερείς της μονής, εάν αυτοί ήταν άξιοι για τη θέση του οικονόμου, είτε ερχόταν κάποιος άλλος να καλύψει το κενό αυτής της θέσης. Η τελετή της προχειρίσεώς του δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφορές σε σχέση με την τελετή προχειρίσεως των υπόλοιπων μοναζουσών στα διακονήματα και είναι το ίδιο απλή. Εφόσον είχε γνωριστεί με την πατρόνισσα της μονής, εισερχόταν στο ναό για λίγο, και μετά από την τέλεση ενός τρισάγιου και την προσκύνηση της σεπτής εικόνας της Κεχαριτωμένης, αφού ασπαζόταν τον ιερέα και ελάμβανε την ευχή της απολύσεως, αποχωρούσε πια ως οικονόμος της μονής. Μεταξύ των καθηκόντων του συγκαταλέγονταν η επιτήρηση της ακίνητης περιουσίας της μονής εντός και εκτός της Κωνσταντινούπολης, η εποπτεία των λογαριασμών των προνοητών και οικολόγων, οι οποίοι φρόντιζαν την γη που ανήκε στο μοναστήρι, η ευθύνη των επισκευών του μοναστηριού και ιδιαίτερα της στέγης, η ορθή διαχείριση της περιουσίας ώστε να είναι συνεχώς αποδοτική και ωφέλιμη. Μάλιστα οι προνοητές (KONIDARES, 156, με αυτοψία ήλεγχαν την απόδοση των κτημάτων του μοναστηριού και συνέδραμαν τον οικονόμο στη διοίκηση της μοναστηριακής περιουσίας) έπρεπε να αποστέλλουν την παραγωγή και τους λογαριασμούς στη μονή, τα οποία θα παραλάμβανε η ηγουμένη μαζί με τη δοχειαρία τη στιγμή που ο οικονόμος θα ήταν παρών. Όταν αυτός απουσίαζε, υπήρχε ένας βοηθός, ο παροικονόμος, ο οποίος ήταν ένας από τους δύο ιερείς και ο οποίος έπρεπε να είχε γνώση όσων πραγμάτων εισέρχονταν στη μονή, και τα οποία έπρεπε να καταγράφει. Πιθανότατα, η ανάγκη διορισμού του παροικονόμου49, προέκυψε από την υπέρμετρη αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας και την αδυναμία διαχείρισης από μόνο ένα άτομο50. Σε περίπτωση, ωστόσο, ακαταλληλότητας του οικονόμου, ήταν δυνατή η απομάκρυνσή του από τη διακονία αυτή, μόνο εάν είχε γνώση επί του θέματος και η αντιλαμβανομένη, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα τη συμμετοχή της αντιλαμβανομένης στα ζητήματα της μονής51.     

   Στη συνέχεια το τυπικό αναφέρεται στη διακονία της σκευοφυλάκισσας ή εναλλακτικά, της δοχειαρίας των σκευών52, της οποίας η κύρια αρμοδιότητα ήταν η διατήρηση των ιερών σκευών και όλης της υπόλοιπης οικοσκευής του μοναστηρίου, την οποία παραλάμβανε μαζί με έναν αξιόπιστο κατάλογο απογραφών προφανώς για να μην υπάρχει περίπτωση σφετερισμού και υπεξαίρεσης. (…ὁφείλει φυλάττειν τά ἱερὰ σκεύη καὶ ἔπιπλα καὶ παντοίας ἐπιμελείας ἀξιοῦν αὐτά, παραδιδόμενα ταύτῃ δι’ ἐγγράφου καὶ ἀξιοπίστου τῆς παραδόσεως πρακτικού). Αρχικά το αξίωμα ήταν συνδεδεμένο με ναούς και επισκοπές, και ο διορισμός του σκευοφύλακος γινόταν από τον επίσκοπο ή ακόμα και από τον αυτοκράτορα όταν επρόκειτο για την εκκλησία της του Θεού μεγάλης Σοφίας. Το αξίωμα ως μοναστηριακή διακονία απαντά από τις αρχές του 9ου αιώνα ενώ το πρώτο τυπικό που αναφέρει τη συγκεκριμένη διακονία είναι αυτό της μονής Ευεργέτιδος53. Επιπροσθέτως, φαίνεται πως η εργασία της σκευοφυλακίσσης ήταν και πρακτική καθώς έπρεπε να κατασκευάζει εντός της μονής, σε ορισμένο χώρο τα κεριά για την φωταψία του ναού και να τα παραδίδει στην εκκλησιάρχισσα, ενώ ό,τι περίσσευε φυλασσόταν στο σκευοφυλάκιο. Φαίνεται πως, περιστασιακά, η παραγωγή κεριού ήταν αρκετή, ώστε μέρος της προοριζόταν για να πωληθεί. Αρκούσαν πέντε κεντηνάρια, δηλαδή 500 λίτρες, για την κάλυψη των αναγκών της μονής,  τα οποία έπρεπε να φυλαχθούν54. Ωστόσο, η αρμοδιότητά της σκευοφυλακίσσης επεκτεινόταν και στην φύλαξη των εγγράφων, όπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στο κεφάλαιο ιθ΄ αλλά συμπεραίνεται και από το κεφάλαιο οζ΄, το σχετικό με τον αριθμό των βρεβίων και τυπικών, καθώς στο σκευοφυλάκιο της μονής φυλάσσονταν το τυπικό και το βρέβιο. Υποχρέωσή της σκευοφυλακίσσης ήταν επίσης και η παράδοση στην ηγουμένη οποιουδήποτε εγγράφου εκείνη χρειαζόταν, το οποίο θα έπρεπε να θυμηθεί να  ζητήσει πίσω, ώστε να το επαναποθηκεύσει και να το κρατήσει ασφαλές από τη φθορά.

   Συνεργάτης αυτής, κατά μία έννοια δύναται να θεωρηθεί η εκκλησιάρχισσα55, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, παραλάμβανε το κερί από την σκευοφυλάκισσα με σκοπό να επιτελέσει τη δική της διακονία. Η διακονία της συνίστατο στην φροντίδα της εκκλησίας (καθαριότητα, ανάρτηση των εικόνων) αλλά και την φωταψία αυτής, τις καθημερινές ημέρες και της ημέρες εορτασμού56. Παράλληλα, σημαντική ήταν και η συμβολή της στην λειτουργία57 καθώς ήταν υπεύθυνη για τη διατήρηση της τάξης και της εναρμονισμένης γονυκλισίας κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών58. Ήταν επίσης παρούσα κατά την εκποίηση μέρους της κινητής περιουσίας όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν κάτι που προβλέπεται και για τον εκκλησιάρχη της μονής Ευεργέτιδος59.Όσον αφορά την εκτέλεση χρεών χαρτοφυλακίσσης (LEONTARITOU, 218), μάλλον κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν για την εκκλησιάρχισσα της μονής της Κεχαριτωμένης καθώς υπήρχε άλλος αρμόδιος γι’ αυτή τη διακονία, όπως ήδη ανέφερα, η σκευοφυλάκισσα. Ο συνθέτης του τυπικού πιθανότατα γνώριζε πως η εργασία της ορισμένης σε αυτή τη διακονία μοναχής ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, και γι’ αυτό προέβλεψε πως μία άλλη μοναχή, η παρεκκλησιάρχισσα60, θα έπρεπε να την βοηθά στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που συνεπαγόταν η θέση της.

   Μία άλλη διακονία για την οποία υπάρχει πρόβλεψη στο τυπικό της μονής της Κεχαριτωμένης είναι αυτή της κελλάρισσας ή κελλαρίτισσας61, υπεύθυνης για τη διαχείριση των χρειωδών των μοναχών και ιδιαίτερα των τροφίμων62. Η μοναχή που οριζόταν σε αυτή τη θέση, ενδεχομένως κατείχε προηγουμένως τη θέση της τραπεζαρίας, η οποία ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της τάξεως την ώρα του φαγητού63. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, η  θέση της κελλάρισσας της υπαγόρευε τη διατήρηση αναλυτικού λογαριασμού για όσα εφόδια-τρόφιμα εισέρχονταν στη μονή. Τον τρόπο διανομής αποφάσιζε η ίδια ηγουμένη.

   Για την ασφαλή αποθήκευση των τροφίμων και την διατήρησή τους στο κελάρι της μονής, υπεύθυνη ήταν η ωρειαρία ή ωρειαρεία64: «Καὶ ὡρειαρίαν δὲ καταστήσει ἡ καθηγουμένη ὀφειλούσαν τὰ γενήματα πάντα παραλαμβάνειν, ἔτι δὲ καὶ τὰ ὄσπρια, καὶ τὰς ἐξόδους τούτων ποιεῖσθαι προστάξει τῆς καθηγουμένης, ἔτι τε παντοίως ἐπιμελεῖσθαι τούτων, ἴνα μὴ ἐξ’ επιμελείας τυχὸν ἐν τοῖς ὡρείοις ἀπόλλωνται».

   Μία ακόμη διακονία ήταν και η εργασία της οινοχόης, υπεύθυνης για τον εφοδιασμό της μονής με οίνο και για την κατανάλωσή του65. Φαίνεται, πως και η οινοχόη διατηρούσε ένα είδος αρχείου της διακονίας που επιτελούσε, όπως προηγουμένως και η κελλάρισσα66.

   Στο κεφάλαιο κδ΄ του τυπικού, όπως επίσης και στο κη΄, γίνεται λόγος για τις δοχειάριες της μονής, οι οποίες ωστόσο είχαν διαφορετικές αρμοδιότητες. Έτσι στο μοναστήρι υπήρχε η δοχειάρια, η οποία ήταν υπεύθυνη για την καταγραφή των εσόδων και των εξόδων, ήταν δηλαδή επιφορτισμένη με οικονομικά καθήκοντα67, και η δοχειάρια του βεστίου ή και αλλού δοχειάρια των πανίων-ενδυμάτων , η οποία ήταν υπεύθυνη για την διανομή στις μοναχές ενδυμάτων αλλά και για τη φύλαξη αυτών68. Ενίοτε, ο δοχειάριος-δοχειάρια του βεστίου ήταν επιφορτισμένοι και με τη φύλαξη των εργαλείων της μονής, όπως χαρακτηριστικά ορίζεται στην υποτύπωση του οσίου Χριστοδούλου για τη μονή της Πάτμου69, κάτι που ωστόσο δε φαίνεται να ισχύει για τη μονή της Κεχαριτωμένης. Στη συγκεκριμένη μονή οι δύο δοχειάριες συνεργάζονταν με την ηγουμένη για τη φύλαξη των εσόδων της μονής και την πληρωμή των εξόδων. Προβλεπόταν δηλαδή, η ύπαρξη δύο «κιβωτίων», όπου στο ένα αφενός φυλάσσονταν τα νομίσματα από τα έσοδα της μονής (χρυσά ή από ήλεκτρο-εν γένει από πολύτιμο μέταλλο-)70 αλλά και τα νομίσματα για τα έξοδα αυτής. Αυτό ήταν σφραγισμένο από την ηγουμένη και τις δύο δοχειάριες, ενώ ένα δεύτερο προοριζόταν για τη φύλαξη των νομισμάτων παλαιάς κυκλοφορίας, με τα οποία θα πλήρωνε το μοναστήρι τα έξοδά του σε χαλεπούς καιρούς71. Το τελευταίο αυτό κιβώτιο ήταν σφραγισμένο από όσους διατελούσαν στη μονή καθήκοντα οικονομικής φύσεως, οι οποίοι, ως ήδη έχω αναφέρει ήταν η ηγουμένη, ο οικονόμος, η σκευοφυλάκισσα και οι δοχειάριες. Πάντως, οποιαδήποτε μεταβολή στο περιεχόμενο των δύο χρηματοκιβωτίων, έπρεπε να σημειώνεται σε έναν κατάλογο, τον οποίο διατηρούσε η μία εκ των δύο δοχειάρια, ώστε να είναι υπολογίσιμες οι δοσοληψίες του μοναστηριού. Όσον αφορά τη δοχειάρια του βεστίου ή των πανίων, ξεχωριστό κεφάλαιο του τυπικού αφιερώνεται στις αρμοδιότητές της. Αυτό είναι το κεφάλαιο κη΄ , από το οποίο συμπεραίνουμε τη λιτότητα και την πτώχεια, με την οποία ζούσαν οι μοναχές καθώς σε αυτές διένειμαν τα απολύτως αναγκαία και αυτά έπρεπε η δοχειάρια να καταγράφει, ώστε να γνωρίζει απόλυτα τι είχε διανείμει και σε ποιες. Είναι εμφανές πως η συνήθεια της διατήρησης πρακτικών όλων των ενεργειών που ελάμβαναν χώρα στο μοναστήρι, ήταν μία καθιερωμένη πρακτική που συντελούσε στην πλήρη γνώση των όσών συνέβαιναν και στην ενημέρωση της ηγουμένης.

   Η ίδια όριζε και εγκαθιστούσε στη μονή και την επιστημονάρχισσα72, υπεύθυνη για την τήρηση της ευκοσμίας κατά τη διάρκεια των κοινών συνελεύσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ώρας που οι μοναχές συγκεντρώνονταν για να ψάλλουν, αλλά και πάντα έπρεπε να επιτηρεί από κοντά τη συμπεριφορά των μοναχών, ώστε αυτή να είναι προς ωφέλεια της ψυχής τους και όχι «ψυχοβλαβής»73. Το αξίωμα της επιστημοναρχίσσης απαντά στις πηγές από τον 5ο  αιώνα (στο βίο του Μάρκελλου, ηγουμένου της μονής Ακοιμήτων), ως μοναστηριακή διακονία προορισμένη για την διατήρηση και επιβολή της τάξεως.  Ο  πρώτος επιστημονάρχης απαντά στο τυπικό της Λαύρας του Σάββα τον 6ο αιώνα, ενώ τον 7ο και 8ο αιώνα δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για το αξίωμα, το οποίο βρίσκεται πάλι σε χρήση από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα. Αν και σε άλλα μοναστήρια οι αρμοδιότητες του επιστημονάρχη ήταν δυνατό να περιορίζονται είτε στο χώρο του ναού, είτε στο χώρο της τραπεζαρίας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη μονή της Κεχαριτωμένης καθώς δεν υπάρχουν ανάλογοι περιορισμοί. Ανάλογα με το μέγεθος της μονής μπορεί να υπήρχαν περισσότεροι του ενός, επιστημονάρχες, αν και στα τυπικά του 12ου και 13ου αιώνα προβλέπεται μόνο ένας γι’ αυτή τη θέση74. Όσον αφορά τα προσόντα της μοναχής που θα οριζόταν σε αυτή τη θέση, θα έπρεπε να ήταν αδελφική, αγαπητική και να έδινε ωφέλιμες συμβουλές75.

   Μία ακόμη προβλεπόμενη για τη μονή διακονία ήταν αυτή των εργοδοτριών, οι οποίες παρείχαν την ύλη στις εργάτριες μοναχές για την κατασκευή των εργοχείρων. Δύο προβλέπονταν γι’ αυτή τη διακονία μοναχές, οι οποίες μετά την κατασκευή των εργοχείρων έπρεπε να τα μεταφέρουν και να τα παραδώσουν στην δοχειάρια του βεστίου, σημειώνοντας και αυτές οποιαδήποτε συναλλαγή σε κάποιο «πρακτικό».

   Τελευταία σε σειρά διακονία, αναφέρει το τυπικό της μονής Κεχαριτωμένης, εκείνη της πυλωρού76, αξίωμα το οποίο αναφέρεται σε άλλα τυπικά και ως οστιάριος, θυρωρός και πυλεωνάριος. Πρώτη αναφορά του αξιώματος έχουμε τον 3ο αιώνα και μάλλον επρόκειτο για κατώτερο αξιολογικά-ιεραρχικά αξίωμα, το οποίο ενδεχομένως μετά τον 7ο αιώνα έπαψε να είναι βαθμός κατώτερου κληρικού77. Υποχρέωση της πυλωρού, όπως προκύπτει και από το τυπικό της Κεχαριτωμένης ήταν η κατοχή των κλειδιών της μονής και η φύλαξη της εισόδου, από την οποία απαγορευόταν και να εισέλθει αλλά και να εξέλθει οποιοσδήποτε, χωρίς να έχει λάβει γνώση προηγουμένως, η ηγουμένη78. Από τα προσόντα εκείνα, τα οποία θα έπρεπε να συγκεντρώνει ως χαρακτήρας η πυλωρός, είναι μόνο ο «μεμαρτυρημένος», σεμνός βίος ενώ από βιολογικής απόψεως θα έπρεπε να ήταν απλώς ηλικιωμένη79, κάτι που είχε ισχύ και για τα ανδρικά μοναστήρια80.

   Αν και όλα αυτά τα αξιώματα-διακονίες, για τα οποία γίνεται πρόβλεψη και ρύθμιση στο τυπικό σε συγκεκριμένα κεφάλαια, προορίζονταν για άξιες μοναχές σεμνού βίου, θα ήταν δύσκολο να μη λάβουμε υπόψη, πως ίσως είχαν μία προτεραιότητα στην κατάληψη αυτών των θέσεων, μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή κυρίες του άμεσου περιβάλλοντος αυτής, οι οποίες θα επιθυμούσαν να καρούν μοναχές. Αυτό το συμπέρασμα δεν είναι αυθαίρετο αλλά προκύπτει από το παράδειγμα του αυτοκράτορος Ισαάκιου (1057-1059), ο οποίος μετά την παραίτησή του από το θρόνο, εκάρη μοναχός στη μονή του αγίου Ιωάννη Προδρόμου του Στουδίου, όπου και έγινε η προχείρισή του στη θέση του θυρωρού.

   Επίσης, το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από το γεγονός της ξεχωριστής μεταχείρισης των μοναζουσών, οι οποίες προέρχονταν από την αριστοκρατία και έρχονταν να μονάσουν στη μονή της Κεχαριτωμένης. Ελαστικότερες διατάξεις, ρυθμίζουν το βίο των εγγόνων της αυτοκράτειρας σε περίπτωση που αυτές θα επιθυμούσαν να καρούν μοναχές. Εξαιτίας του πρότερου άνετου και τρυφηλού τους βίου πιθανότατα θα αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εφαρμογή του σκληρού, μονήρους βίου. Γι’ αυτό προέβλεψε η αυτοκράτειρα χαλαρότερη εφαρμογή των διατάξεων του τυπικού για την περίπτωσή τους, ιδιαίτερα σε ζητήματα διαίτης, συμμετοχής στις ψαλμωδίες και στην παραχώρηση ιδιωτικής κάμαρας με δύο ελεύθερες ή δούλες, οι οποίες θα ανήκαν στη μονή και θα την υπηρετούσαν. Ανάλογη εξαίρεση, όσον αφορά την ξεχωριστή κάμαρα γίνεται και για τις αριστοκράτισσες, οι οποίες είχαν επίσης τη δυνατότητα να δέχονται τις υπηρεσίες μίας «υπούργισσας»82.

   Ξεχωριστό κεφάλαιο αναφέρεται στη συμβίωση των απλών μοναχών σε έναν κοινό θάλαμο, κάτι που μπορεί να προβλεφθεί προτού αναγνώσουμε το σχετικό κεφάλαιο, από τις προβλέψεις που ήδη έχουν γίνει για τις εγγονές και τις αριστοκράτισσες μοναχές. Ωστόσο το κεφάλαιο στ΄ αποτελεί ξεχωριστή διάταξη για την από κοινού χρήση ενός θαλάμου για τον ύπνο των μοναχών, ώστε οι ενάρετες να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τις λιγότερο πρόθυμες μοναχές83.

   Οι γυναίκες που επιθυμούσαν να καρούν μοναχές είχαν το δικαίωμα να μεταλλάξουν τον κοσμικό τους βίο δωρεάν84, χωρίς καμία υποχρέωση πληρωμής ή μεταβίβασης περιουσιακών τους στοιχείων στη μονή (συνήθεια, προσένεξις, τραπεζιάτικον). Η λεγόμενη αποταγή, γνωστή από τον ιουστινιάνειο κώδικα, δηλαδή η μεταβίβαση στη μονή κυρίως ακίνητης περιουσίας (μέρους, ή ολόκληρης) ως προϋπόθεση για να γίνει κάποια δεκτή στο μοναστήρι, δεν έχει εφαρμογή στη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης85. Οποιαδήποτε προσφορά στο μοναστήρι, έγκειτο στην προαίρεση των μελλοντικών μοναχών και σε καμία περίπτωση δεν συνεπαγόταν ευνοϊκότερη μεταχείριση. Γινόταν για ψυχική ωφέλεια, όπως και στην περίπτωση των δωρεών εκ μέρους των κοσμικών. Η διεκδίκηση της προσφοράς σε περίπτωση που κάποια μοναχή άλλαζε γνώμη και ήθελε να εγκαταλείψει το μοναστήρι, δεν ήταν δυνατή και μία τέτοια πράξη θα χαρακτηριζόταν ιερόσυλη.

    Από τη στιγμή που κάποια θα αποφάσιζε να καρεί μοναχή86, ήταν υποχρεωμένη να υποστεί μία περίοδο δοκιμασίας, η οποία ήταν έξι μήνες. Όταν επρόκειτο για γυναίκα, η οποία ήταν γνωστή για τον ενάρετο κοσμικό βίο της, θα γινόταν μοναχή όταν το έκρινε σωστό η ηγουμένη. Για εκείνες που αν και κοσμικές, ήταν όμως εξοικειωμένες με τον μοναχικό βίο, ίσχυε ο εξαμηνιαίος καιρός. Όσες ωστόσο, δεν ήταν καθόλου γνωστές μετά από μίας εβδομάδας παραμονής στη μονή, μπορούσαν να φορέσουν τον μανδύα, να υπηρετούν τη μονή, όμως δεν θα εκείροντο μοναχές πριν το πέρας μίας τριετίας87.     

   Ένα άλλο δικαίωμα των απλών μοναχών ήταν η άδεια που τους παραχωρούσε το τυπικό να καθαιρούν κάθε φορά την ακατάλληλη ηγουμένη, εκείνη δηλαδή που θα κατέλυε και θα παραβίαζε τους κανονισμούς του τυπικού88. Πέρα από αυτή τη μικρή αναφορά του β΄ κεφαλαίου του τυπικού, υπάρχει εκτενές, αφιερωμένο σε αυτό το ζήτημα κεφάλαιο, το οποίο ήδη έχω αναφέρει με τίτλο «Περὶ τῆς μὴ ὡς δεῖ ἡγουμενευούσης». Κατά τη προσωπική μου άποψη, δεν πιστεύω πως ήταν τόσο εφαρμόσιμες οι σχετικές διατάξεις για την καθαίρεση της ηγουμένης, καθώς η ίδια ήταν η κεφαλή της μονής και ο λόγος της θα είχε προφανώς μεγαλύτερη ισχύ. Επιπλέον είχε και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας, η οποία όσο ζούσε, αποφάσιζε για την ηγουμένη.

   Σχετικά με την επαφή που θα συνέχιζαν να έχουν οι μοναχές με τον «έξω» κόσμο, υπάρχει σχετική διάταξη στο κεφάλαιο ιζ΄89. Είναι σημαντική η φράση «εἰ καὶ πολλαχοῦ τῶν ἀσκητικῶν παραγγελμάτων διηγόρευται τοῖς πατράσι συγγένειαν μοναχοῖς μηδεμίαν εἶναι ἐπὶ γῆς», η οποία αφενός ορίζει πως οι μοναχές από την στιγμή της αποκάρσεώς τους, κόπτουν και τους δεσμούς τους με την επίγεια οικογένεια και αφετέρου μας εισάγει σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, αυτό του ἄβατου των μοναστηριών90. Ο  όρος αυτός προσδιορίζει την απαγόρευση εισόδου στις μονές προσώπων άλλου φύλου και αποκτά ευρύτερη σημασία με την απαγόρευση των επισκέψεων των συγγενών των μοναχών στο μοναστήρι, αλλά και με τον περιορισμό των ελεύθερων εξόδων από τη μονή. Είναι όμως αυτονόητο πως δεν καθίστατο δυνατός ο πλήρης αποκλεισμός της μονής από τον υπόλοιπο κόσμο όσες και αν ήταν οι απαγορεύσεις που είχαν ως στόχο την προστασία της μονής και του ἄβατου. Στο υπό εξέταση τυπικό, επιτρέπεται η είσοδος στη μονή μόνο θηλέων συγγενών των μοναχών και τούτο υπό όρους. Πέραν της μητρός της μοναχής, άμεσες συγγενείς μπορούσαν μία-δύο φορές το χρόνο να επισκέπτονται τη μοναχή και να συνεστιάζουν με αυτή, σύμφωνα με την ορισμένη δίαιτα των μοναχών91. Μόνο σε περίπτωση ασθενείας της μοναχής επιτρεπόταν στη μητέρα της αποκλειστικά να διανυκτερεύσει και να εγκαταλείψει τη μονή την επόμενη εσπέρα92. Δικαίωμα διανυκτέρευσης είχαν και όσες σεμνές κοσμικές ή μοναχές έρχονταν στο μοναστήρι93. Αυτές θα μπορούσαν να διαμένουν στο αρχονταρίκι, το οποίο βρισκόταν κοντά στον πυλώνα. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν η είσοδος στη μονή ανδρών94. Ακόμα και σε περίπτωση που κάποιος συγγενής επιθυμούσε να δει την ασθενή μοναχή, μόνο αν αυτή το επιθυμούσε μεταφερόταν με φορείο στο πυλώνα για να τον συναντήσει95. Κάτω από κανονικές συνθήκες, μπορούσε να συναντήσει τον πατέρα της για λίγο στο πυλώνα με την παρουσία της ηγουμένης ή μίας από τις γηραιές και τίμιες γυναίκες του μοναστηριού96. Με την συνοδεία δύο τέτοιων μοναχών, ήταν δυνατόν και για μία μοναχή να βγει από το μοναστήρι και να επισκεφθεί τους ετοιμοθάνατους γονείς της, για λίγο καθώς θα πρέπει να επιστρέψει την εσπέρα. Όσον αφορά τους υπεύθυνους για την περιουσία της μονής που βρίσκονταν εκτός του μοναστηριού, αυτούς μπορούσε να συναντά η ηγουμένη με την ταυτόχρονη παρουσία δύο-τριών αφοσιωμένων γηραιών γυναικών, μακριά από την εσωτερική είσοδο. Προέκταση της σημασίας του ἄβατου της μονής αποτελεί και η φράση του τυπικού στο κεφάλαιο  οθ΄, «… τὸ μήτε βάρος νέον οἱονδήποτε ἐπιθεῖναι τῷ διαιρέτῃ τοίχῳ τῶν μονῶν, τοῦ τε Φιλανθρώπου δηλαδή καὶ τῆς Κεχαριτωμένης, μήτε μἠν κατοπτείαν ἔχειν κατ’ αὐτῶν». Επίσης σημαντική είναι και η αναφορά του τυπικού, σύμφωνα με την οποία, μετά το θάνατο της κυρᾶς Ἀννης, το διαμέρισμά της που έβλεπε στη γειτονική ανδρική μονή, θα έπρεπε να γκρεμιστεί και στη θέση του να υψωθεί ο διαιρέτης τοίχος κατά δύο πήχεις, αναφορά συναφής και με το κεφάλαιο οδ΄ [Περὶ τοῦ ἀκατόπτευτον διαμένειν πάντη τὴν μονὴν]. Θεωρώ πως αυτές οι ρυθμίσεις εξυπηρετούν τους ίδιους στόχους που εξυπηρετεί και το ἄβατο της μονής, δηλαδή να κρατηθούν μακριά όλοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να αποτραβήξουν τις μοναχές από το σκοπό της αφιέρωσής τους.  Αμεσότερη είναι η πρόβλεψη του κεφαλαίου οε΄, όπου απαγορεύει την υπηρεσία ψαλτών στη μονή97, ενώ η υπηρεσία στη μονή της Κεχαριτωμένης κοσμικού ιερέως και μάλιστα στη μονή «Τα Κελλαραίας» (ταφείο των μοναζουσών), δεν θα πρέπει να μας ξενίζει εφόσον επρόκειτο για πατριαρχική μονή, που είχε παραχωρηθεί στη μονή για συγκεκριμένους λόγους. Άξιον απορίας είναι η απαγόρευση της εισόδου στη μονή και των ευνούχων, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τον προηγούμενο ορισμό ευνούχων στη θέση των κληρικών, του οικονόμου και του εξομολογητή. Αυτό επισημαίνεται και από την Παπαγιάννη98, ωστόσο θεωρώ πως μιας και το τμήμα του τυπικού είναι μεταγενέστερο, ίσως είχαν προκύψει προβλήματα με τους ευνούχους και χρειάστηκε αυτή η νέα ρύθμιση99.

   Πέραν αυτών των διατάξεων το τυπικό της μονής προβλέπει και ρυθμίζει και άλλες πτυχές του βίου των μοναζουσών αναφορικά με περιπτώσεις ασθενών μοναζουσών, περί νηστειών, περί ιερών ακολουθιών, περί μνημοσύνων κ.ο.κ.

   Σχετικά με τις ασθενείς μοναχές υπήρχαν ξεχωριστές προβλέψεις για το διάστημα που θα νοσούσαν. Ένας ιατρός ευνούχος ή γηραιός ήταν απαραίτητο να ενδημήσει στη μονή ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις μοναχές που θα είχαν ανάγκη από νοσηλεία100. Τότε ανάλογα με την βαρύτητα της ασθενείας, η μοναχή μπορούσε να μείνει σε δωμάτιο ξεχωριστό, ορισμένο από την ηγουμένη για ανάλογες περιστάσεις και να δεχθεί κατάλληλη τροφή ώστε να ανακάμψει σύντομα101. Ξεχωριστή ρύθμιση γίνεται και για το λουτρό των ασθενών, οι οποίες αν και όταν έχαιραν άκρας υγείας λούονταν μηνιαίως, όταν όμως νοσούσαν ακολουθούσαν το πρόγραμμα που όριζε ο θεράπων ιατρός102.

   Σχετικά με την τροφή και τις νηστείες, γίνεται μία αναλυτική πρόβλεψη για το τι έπρεπε να καταναλώνουν οι υγιείς μοναχές σε σχέση με τις ημέρες τις εβδομάδας αλλά και τις ημέρες όπου γινόταν νηστεία. Σε πρώτη φάση, οι μοναχές εισέρχονταν μετά το τέλος της ιερής και θείας λειτουργίας, και εφόσον άκουαν το σήμαντρο, στην τραπεζαρία, εβρισκόμενες σε τάξη, χωρίς θόρυβο και ταραχή103 . Για τις άτακτες, οι οποίες κατέστρεφαν την ηρεμία και τη γαλήνη, υπήρχε η νουθεσία από την τραπεζαρία, όσες ωστόσο επέμεναν δέχονταν κάποια ποινή από την ηγουμένη, τα επιτίμια104. Η παρουσία των μοναχών στο κοινό τραπέζι ήταν υποχρεωτική και απόλυτα συνδεμένη με το «κοινοβιακῶς ζεῖν». Εξαιρούμενες ήταν οι ασθενείς, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω.

   Στο κοινό λοιπόν τραπέζι υπήρχε ποικιλία τροφίμων ιδιαίτερα θρεπτικών, αν και υπολογίζεται πως η καθ’ ημέρα κατανάλωση τροφής, κατά κεφαλή στα βυζαντινά μοναστήρια του 11ου  και 12ου  αιώνα ήταν κατά το 1/3 ίσως και πλέον,  λιγότερο πλούσια σε αξία θερμίδων απ’ ότι ήταν η αντίστοιχη κατανάλωση στα μοναστήρια της Δυτικής Ευρώπης τον 9ο αιώνα105, πιθανότατα εξαιτίας της εφαρμογής αυστηρότερων ασκητικών κανόνων στο μοναστήρια του Βυζαντίου. Εν ολίγοις το γεύμα περιλάμβανε ιχθείς, οστρακόδερμα, γαλακτοκομικά, φρέσκα και αποξηραμένα λαχανικά. Κατά τις νηστείες συνήθως κατανάλωναν λαχανικά και ζεστό ζωμό με κύμινο106, ενώ η τήρηση της νηστείας είχε ιδιαίτερη σημασία, γεγονός που προκύπτει από το κεφάλαιο μθ΄, «Περὶ τοῦ μὴ λαθροφαγεῖν».

   Μία άλλη διάταξη του τυπικού όριζε τα ετήσια μνημόσυνα107, διάταξη σημαντική καθώς παρέχει πολλές πληροφορίες για την προσωπογραφία. Αναφέρονται ονόματα της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ οι προσφορές και η διανομή τροφίμων και χρημάτων στον πυλώνα της μονής αποκαλύπτει τη σημασία του κάθε προσώπου. Έτσι επί παραδείγματι, προβλέπεται για τη μνήμη του αυτοκρατορικού ζεύγους η διανομή άρτων δέκα μοδίων, οίνου οκτώ μέτρων και νουμμία νομισμάτων τραχέων δώδεκα108. Αντίθετα για την εγγονή της αυτοκράτειρας, Ειρήνη, θυγατέρα της Άννας, προβλεπόταν η διανομή άρτων τεσσάρων μοδίων και νουμμία  νομισμάτων τραχέων τέσσερα.109. Εκτός από τα μνημόσυνα, σε κάθε λειτουργία προσφέρονταν και από επτά άρτοι για χάρη της Κεχαριτωμένης, του αγίου που γιόρταζε την κάθε ημέρα, προς συγχώρηση των αμαρτιών του αυτοκράτορα, για χάρη των κεκοιμημένων μοναχών/συγγενών αλλά και για χάρη των ζωντανών παιδιών/γαμβρών  και λοιπών συγγενών110.

   Τέλος, θα ήθελα να θίξω το θέμα της ασκήσεως της φιλανθρωπίας στη μονή της Κεχαριτωμένης. Πράγματι, από το τυπικό φαίνεται πως υπήρχαν αρκετές ευκαιρίες όπου μοιράζονταν αγαθά στους μη έχοντες, με αποκορύφωμα το κεφάλαιο ξδ΄ του τυπικού, «Περὶ τοῦ γίνεσθαι μετάδοσιν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐν τῷ πυλῶνι»111. Εντούτοις, η κοινωνική προσφορά της μονής δε θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς δε φαίνεται ουσιαστική συμπαράσταση στο συνάνθρωπο. Δεν υπάρχουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία και ξενοδοχεία προς εξυπηρέτηση του κοινού, κάτι που ίσως δικαιολογούν τα λιγοστά ακίνητα της μονής και τα περιορισμένα έσοδα από τους αμπελώνες και τα ενοίκια οσπητίων112. Πάντως, θεωρώ πως θα πρέπει να επανεξεταστεί η κοινωνική προσφορά της μονής στα πλαίσια της άσκησης της φιλανθρωπίας εκείνης της εποχής, όπου η βοήθεια δεν ήταν ουσιαστική με σκοπό την εξάλειψη του προβλήματος ή τουλάχιστον τη μείωσή του, αλλά ήταν θα έλεγα περισσότερο συνώνυμη με την έννοια της ευκαιριακής ελεημοσύνης.        

 Συμπεράσματα

   Η μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης και το τυπικό αυτής, αποτελούν συμβολή στη γνώση του βίου των μοναχών ενός ιδρυθέντος μοναστηριού από μία αυτοκράτειρα. Παρέχονται πλείστες πληροφορίες ποικίλου περιεχομένου, κυρίως όμως γίνονται γνωστοί οι προβληματισμοί των κτητόρων των μονών του 12ου αιώνα, τότε που ο θεσμός της χαριστικής εξαφάνιζε ακμάζοντα μοναστήρια.

   Έτσι λοιπόν, μπορούμε να δικαιολογήσουμε την εμμονή του συγγραφέως του τυπικού, να παραμείνει η μονή έλεύθερη και αυτοδέσποτη με μόνη εξουσία στην οποία θα υποτασσόταν, αυτή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης.

   Το τυπικό με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, καθώς είναι από τα εκτενέστερα τυπικά που σώζονται, περιγράφει – σκιαγραφεί το μονήρη βίο των βυζαντινών στα χρόνια της ακμής του, καθώς από τον 9ο αιώνα έως τον 12ο παρατηρείται ιδιαίτερη αύξηση των μοναστηριών. Απαγορευτικές και ρυθμιστικές διατάξεις χαρακτηρίζουν τη μονή της Κεχαριτωμένης, όχι ιδιαίτερα αυστηρή εάν βέβαια εξαιρεθεί η επίμονη απαίτηση που εκφράζεται μέσα από το τυπικό, να παραμείνει το μοναστήρι άβατο από το ανδρικό φύλο και ακατόπτευτο. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική διαχείριση της μονής αποτελούν τη βασικές έγνοιες του τυπικού της μονής, αν και δε θα πρέπει να παραβλεφθεί και η σημασία που δίνεται για τη διατήρηση του κοινοβιακού τρόπου ζωής, για την σωστή επιλογή ηγουμένης και προκρίτων μοναζουσών και εν γένει η κατά γράμμα εφαρμογή των κανονισμών του τυπικού. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος της ύπαρξης του ξε΄ κεφαλαίου του τυπικού, «Περὶ τοῦ ἀναγινώσκεσθαι τὸ τυπικόν εἰς ἐπήκοον πασῶν κατὰ μῆνα».

   Ωστόσο, θεωρώ πως η μεγαλύτερη σημασία του υπό εξέταση τυπικού έγκειται στο ότι είναι ένα από τα ελάχιστα μοναστηριακά τυπικά γυναικείων μοναστηριών και μάλιστα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιων εγγράφων. Σίγουρα απηχεί διατάξεις ενός προγενέστερου τυπικού όπως ήδη έχει επισημανθεί, αυτού της μονής της Θεοτόκου Ευεργέτιδος, εντούτοις δεν αρκείται στην αντιγραφή αυτού, αλλά φέρνει και νέες διατάξεις για την ορθότερη διοίκηση της μονής καθώς και διατάξεις που προέκυψαν από τις ιδιαίτερες ανάγκες του υπό εξέταση μοναστηριού. 

 

Βραχυγραφίες -Βιβλιογραφία

CHARANIS, “Monastic Properties”

   P. CHARANIS, “Monastic Properties and the State”, Dumbarton Oaks Papers 4, (1948),

   53- 118

CHARANIS, “The Monk as an Element”,

   P. CHARANIS, “The Monk as an Element of Byzantine Society”, Dumbarton Oaks Papers  

   25, (1971), 63-84

CHRISTOPHILOPOULOU, Ιστορία

   AIK. CHRISTOPHILOPOULOU, Bυζαντινή Ιστορία (1081-1204), Γ΄ 1, Αθήνα 2001

CHRISTOPHILOPOULOU, Το πολίτευμα και οι θεσμοί

   AIK. CHRISTOPHILOPOULOU, To πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής 

  Αυτοκρατορίας (324-1204), κράτος – διοίκηση – οικονομία-κοινωνία, Αθήνα 2004

DEMBIŃSKA, “FOOD CONSUMPTION”

   M. DEMBIŃSKA, “Diet: A Comparison of Food Consumption between some Eastern and 

   Western Monasteries in the 4th-12th Centuries, Byzantion 55, (1985), 431-62

GALATARIOTOU, “Ktetorika typika”

   C. GALATARIOTOU,“Byzantine Ktetorika Typika: A Comparative Study”, REVUE DES

   ÉTUDES BYZANTINES 45, (1987), 77-138

GALATARIOTOU,“Women’ s Monastic Communities”

   C. GALATARIOTOU,“Byzantine Women’ s Monastic Communities: The evidence of the

  Typika, JAHRBUCH DER ÖSTERREICHISCHEN BYZANTINISTIK 38, (1988), 263-290

GAUTIER,“Le typikon”

   P. GAUTIER,“Le typikon de la Théotokos Kécharitôméne”, REVUE DES ÉTUDES

  BYZANTINES 43, (1985), 5-165

HARVEY, Οἰκονομική ἀνάπτυξη

   Α. ΗARVEY, Οἰκονομική ἀνάπτυξη στὸ Βυζάντιο 900-1200, Αθήνα 1977

JANIN, Géographie Ecclésiastique

   R. JANIN, “La Géographie Ecclésiastique de l’empire Byzantin/ Les Églises et le Monastéres”,

   III, Paris 1953

JORDAN,“Evergetis: Typikon”, BMFD

   R. JORDAN,“Evergetis: Typikon of Timothy for the Monastery of the Mother of God  

   Evergetis”, Byzantine Monastic Foundation Documents, Dumbarton Oaks Studies 35, 22,

   (2000), 454-506

JORDAN,“Pantocrator: Typikon”, BMFD

   R. JORDAN,“Pantocrator: Typikon of emperor John II Komnenos for the Monastery of Christ

   Pantocrator in Constantinople”, Byzantine Monastic Foundation Documents, Dumbarton

   Oaks Studies 35, 28, (2000), 725-781

KARAYANNOPULOS-WEISS, Quellenkunde

   J. KARAYANNOPULOS-G. WEISS, Quellenkunde zur Geschichte von Byzanz (324-1453), 1982

KIDONOPOULOS, Bauten

   V. KIDONOPOULOS, Bauten in Konstantinopel (1204-1328), Harrassowitz Verlag- Wiesbaden,

   1994

KONIDARES, Μοναστηριακή Περιουσία

   Ι. Μ. KONIDARES, Το Δίκαιο της Μοναστηριακής Περιουσίας από του 9ου μέχρι & του 12ου

   αιώνος, Αθήναι 1979

KOUKOULÈS, Βυζαντινών Βίος

   PH. KOUKOULÈS, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ΣΤ΄, Αθήναι 1955

LAIOU, “The Role of Women”

   A. E. LAIOU, “The Role of Women in Byz. Society”, AKTEN, XVI. INTERNATIONALER

  BYZANTINISTENKONGRESS, WIEN, 1980, 234-60

LAMPROS, Catalogue of manuscripts

   S. LAMPROS, Catalogue of the greek manuscripts on Mount Athos, I, Cambridge 1895

LEMERLE, The Agrarian History

   P. LEMERLE, The Agrarian History of Byzantium, From the Origins to the 12th Century,

  Galway 1979

LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα

   V. L LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση

   Βυζαντινή περίοδο, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1996

MAJESKA, Russian Travelers

   G. P. MAJESKA, Russian Travelers to Constantinople in the fourteenth and fifteenth

   centuries, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington, 1984

MALAMUT, “LA MONIALE À BYZANCE”

   E. MALAMUT, “LA MONIALE À BYZANCE AUX 8e – 12e SIÈCLES”, Εθνικό Ίδρυμα

   Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

   ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ 9ος – 20ος ΑΙΩΝΕΣ, ΑΘΗΝΑ 1996

MANAPHES, Tυπικά-Διαθήκαι

   K. A. MANAPHES, Μοναστηριακά Τυπικά-Διαθήκαι, Αθήναι 1970

MANGO, Νέα Ρώμη

   C. MANGO, Βυζάντιο: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ, 3η εκδ., Αθήνα 1999

MORRISSON,”Coinage in Typika”

   C. MORRISSON, “Coinage and Money in Byzantine Typika, Dumbarton Oaks Papers 56,  

   (2003), 263-75

NICOL, Οι τελευταίοι αιώνες

   D. M. NICOL, Oι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), 3η εκδ., Αθήνα 2001

PAPACHRYSANTHOU, Μοναχισμός

   D. PAPACHRYSANTHOU, Ο Αθωνικός Μοναχισμός αρχές και οργάνωση, Αθήνα 2004

PACHYMERES, De Andronico Palaeologo

   G. PACHYMERES, Georgii Pachymeris de Michaele de Andronico Palaeologis libri tredecim, vol. II, [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn: Weber 1835, 3-652

PAPADOPOULOSKERAMEUS, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη

   A. PAPADOPOULOS-KERAMEUS, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη ΗΤΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΤΑΙΣ

   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ του ἁγιωτάτου ἀποστολικοῦ τε καὶ καθολικοῦ ὀρθοδόξου πατριαρχικοῦ

   θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης ἀποκειμένων ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ,  

   ΙΙΙ, 1897

PAPAGIANNE, «ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟ»

   E. PAPAGIANNE, «ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟ

   ΑΒΑΤΟ», Βυζαντιακά 6, (1986), 77-93

POLEMIS, The Doukai

   D. I. POLEMIS, The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography, University of 

   London, 1968

RALLES, «Περὶ ἐκκλησιάρχου»

   K. M. RALLES, «Περὶ τοῦ ἀξιώματος τοῦ ἐκκλησιάρχου», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 8ος τόμος, 1933

SCHLUMBERGER, Sigillographie

   G. SCHLUMBERGER, Sigillographie de l’ empire byzantin, Paris 1884

STAVRAKOS, Die byzantinischen Bleisiegel mit Familiennamen

   CHR. STAVRAKOS, Die byzantinischen Bleisiegel mit Familiennamen aus der Sammlung des

   Numismatischen Museums Athen, Harrassowitz Verlag- Wiesbaden, 2000

THEOPHANES, Chronographia, vol I, Leipzig: Teubner , 1883, 3-503

TSOLAKES, H συνέχεια του Σκυλίτζη

   ΕV. TSOLAKES, Η συνέχεια της χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη, Θες/κη 1968, 109 

 

VΑRZOS, Γενεαλογία

   K. BARZOS, Ἡ γενεαλογία τῶν Κομνηνῶν, Α΄-Β΄, Θεσ/κη 1984


[1] MANGO, Νέα Ρώμη, 128‒131

[2] CHARANIS,“The monk as an element”, 53-118. Χαρακτηριστικά είναι τα αντιμοναστικά μέτρα, τα οποία έλαβε ο εικονομάχος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄. Ωστόσο, στο άρθρο του ο Χαράνης, υποστηρίζει πως η στάση του Κωνσταντίνου, ίσως ήταν αποτελέσμα δημογραφικής κρίσης που αντιμετώπιζε στα χρόνια του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία. Βλ. και THEOPHANIS, Chronographia, ed. de Boor, I (Leipzig 1883), 441

[3] PAPACHRYSANTHOU, Mοναχισμός, 54: Ερημιτική περίοδος, λαυριωτική περίοδος, συγκροτημένα μοναστήρια. Θα μπορούσαμε ωστόσο να δεχτούμε πως σε ένα πρώϊμο στάδιο υπήρχε κάποιου είδους εξέλιξη και κατόπιν, όταν πια σχηματοποιήθηκαν εναλλακτικές μορφές άσκησης, η επιλογή εκ μέρους των μοναχών βασιζόταν στην ελεύθερη βούληση. 

[4] Οι αναχωρητές, δίχως περιουσιακά στοιχεία στην κατοχή τους, διαβιούν μακριά από μοναστήρια, σε σπηλιές ή καλύβες. Δεν έχουν σταθερή βάση και περιφέρονται. Ωστόσο, έρχονται σε επικοινωνία με άλλους ασκητές και κοινοβίτες. Αντίθετα οι ερημίτες ζουν για ένα διάστημα της ζωής τους στην απόλυτη ερημία.

[5] GALATARIOTOU, “Ktetorika Typika“, 77‒138. Διεξοδική ανάλυση του θέματος πραγματοποιεί στη διατριβή του ο Κωνσταντίνος Μανάφης, Μοναστηριακά Τυπικά‒Διαθήκαι, Αθήνα, 1970. Ωστόσο κατά την προσωπική μου εκτίμηση, οι επάλληλες υποδιαιρέσεις και ομαδοποιήσεις του θέματος, επιβαρύνουν  το κείμενο.   

[6] KARAYANNOPULOS‒WEISS, Quellenkunde, 111

[7] JORDAN, “Evergetis: Typikon, BMFD,  454‒506

[8] MANAPHES, Τυπικά‒Διαθήκαι, 70‒71. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τυπικού του Μιχαήλ Ατταλειάτου, του οποίου η διατύπωση θυμίζει νομικό κείμενο. 

[9] CHRISTOPHILOPOULOU,  Ιστορία,  34 

[10] Για τους εκδότες των τυπικών συμβουλεύτηκα κυρίως τις χρησιμοποιημένες εκδόσεις  από τo“Byzantine Monastic Foundation Documents”, DOS 35, 2000. Η λίστα των εκδομένων τυπικών δεν είναι βέβαια εξαντλητική. Αρκέστηκα στην παράθεση μερικών εκδόσεων. 

[11] GAUTIER, “Le typikon”, 19 : «Τυπικὸν τῆς σεβασμίας μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κεχαριτωμένης τῆς ἐκ βάθρων νεουργηθείσης καὶ συστάσης παρὰ τῆς εὐσεβεστάτης αὐγούστης κυρᾶς Εἰρήνης τῆς Δουκαίνης κατὰ τὴν αὐτῆς πρόσταξιν καὶ γνώμιν ὑφηγηθέν τε καὶ ἐκτεθέν»

 Ιδιαίτερα το «ἐκ βάθρων», δηλώνει την εκ θεμελίων σύσταση της μονής από την Ειρήνη.

[12] PAPADOPOULOS‒KERAMEUS, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, 114‒116, (ο κώδιξ του Τιμίου Σταυρού, αποτελείται από 186 φύλλα, εκ των οποίων τα 146 είναι περγαμηνά και τα υπόλοιπα, γραμμένα από τον επίσκοπο Καστοριάς, Μολισκού και Ανεσιλίτζης Ιωσήφ το έτος 1481, είναι χαρτώα.Ο κώδιξ εκτός από το μέρος του τυπικού περιλαμβάνει και τις Πράξεις των Αποστόλων, την Αποκάλυψη και κείμενα του Ηλιοδώρου και του Λιβάνιου. Τα περισσότερα φύλλα αυτού του κώδικα είναι παλίμψηστα.

[13]  POLEMIS, The Doukai, 74

[14] POLEMIS, The Doukai, 71, υποσημ. 17: στο τυπικό της μονής Παντοκράτορος, γραμμένο περί το 1136, η Ειρήνη αναφέρεται ως νεκρή. Επίσης, στο τυπικό της μονής Κοσμοσωτείρας (1152 μ.Χ) ο γιος της Ισαάκιος αναφέρόμενος στη μητέρα του, σημειώνει πως εκείνη πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου, στην πρώτη ινδικτιώνα.

[15]  JANIN, Géographie Ecclésiastique, III, 199. Επίσης, MAJESKA, Russian Travelers, 297

[16] MAJESKA, Russian Travelers, 42, υποσημ. 73. Επίσης, ο ιστορικός Παχυμέρης αναφέρει πως τα λείψανα του Αγίου Ιωάνου του Δαμασκηνού φυλάσσονταν σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια που ακολούθησαν τις Σταυροφορίες. 

[17] NICOL, Οι  τελευταίοι  αιώνες, 76

[18] GAUTIER, “Le typikon”, 115

[19] Αυτόθι, 133. Για τη γειτνίαση με το μοναστήρι του Χριστού Φιλανθρώπου: JANIN, Géographie Ecclésiastique, III, 196. Επίσης ΤALBOT, Oxford Dictionary of Byzantium, 1118. Για το  μοναστήρι του Χριστού Φιλανθρώπου και: STAVRAKOS, Die byzantinischen Bleisiegel mit Familiennamen, 394. Το μοναστήρι σχετίζεται με την γνωστή βυζαντινή οικογένεια των Φιλανθρωπινών.

[20] LAMPROS, Catalogue of manuscripts, Ι, 176 : «Συνελέγη ἡ παροῦσα αὕτη βίβλος…ἐν ἔτει τῷ  ,Ϛχιε΄ [6615] ἐπὶ τῆς βασιλεἰας κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ Πατριάρχου τοῦ κυροῦ Νικολάου καὶ ἡγουμενείας τοῦ μοναχοῦ κῦρ Σωφρονίου μονῆς τοῦ Φιλανθρώπου». Εικάζω πως μία σφραγίδα με την επιγραφή ΙC/XY O ΦΗΛΑΝΘΡΩΠΟΣ, ανήκει σε αυτό το μοναστήρι [SCHLUMBERGER, Sigillographie de l’ Empire Byzantin, 140]

[21] GAUTIER, “Le typikon”, 41: «.Ἔσονται μὲν οὖν αἱ μοναχαὶ τῆς Κεχαριτωμένης καὶ ὑπεραχράντου δεσποίνης Θεοτόκου εἰκοσιτέσσαρες τὸν ἀριθμόν, (…). Εἰ δέ γε τῇ τῆς Κεχαριτωμένης Θεοτόκου εὐμενείᾳ …, ὁ τῶν μοναζουσῶν ὅρος … ὁριζέσθω μέχρι τῶν τεσσαράκοντα.»

[22] GAUTIER,”Le typikon”, 65 «Καὶ σκευοφυλάκισσαν εἶναι βούλομαι ἐν τῇ μονῇ (…). Ἡ αὐτὴ δὲ ὀφείλει ἔσωθεν τῆς μονῆς διὰ γυναικῶν κατασκευάζειν τὰ κηρία (…) καὶ παραδιδόναι τῇ ἐκκλησιαρχίσσῃ».

[23] VARZOS, Γενεαλογία, τ. Α’, 254: Η Ευδοκία ήταν εκτογενής αλλά τριτότοκη θυγατέρα του Αλεξίου και της Ειρήνης, γεννημένη στις 14 Ιανουαρίου 1094. Παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Ιασίτη, γιο του κουροπαλάτη Κωνσταντίνου Ιασίτη. Εξαίτίας της απρεπούς του συμπεριφοράς προς τη σύζυγό του και επειδή συγκρούστηκε με την πενθερά του Ειρήνη, εκδιώχθηκε από το παλάτι και η ασθενής Ευδοκία έγινε μοναχή, πριν το έτος 1116

[24] JANIN, Géographie Ecclésiastique, III, 91‒ 198. Στον περίβολο της μονής βρισκόταν μία εκκλησία του αγίου Δημητρίου και δύο λουτρά ανεξάρτητα από τα αυτοκρατορικά διαμερίσματα.

[25]  TALBOT, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος, 209-10

[26] GAUTIER, “Le typikon”, 141  «Εἰ δ΄ ὅπερ ἀπεύχομαι, ἡ συγγένεια ἐπιλείψει ὡς μηδεμίαν ἐκ τῆς πορφυρογεννήτου κυρᾶς Ἄννης σειρᾶς περισῴζεσθαι, τηνικαῦτα διορίζομαι τὰ τοιαῦτα οἰκήματα εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς γυναικείας ταύτης μονῆς ἀποκαθίστασθαι, καὶ τὰ μὲν τῆς ἔξω αὐλῆς οικήματα μετασχηματίζεσθαι εἰς ἐνοικικὰ καὶ τὴν πρόσοδον τούτων καρποῦσθαι τὴν μονήν, τὰ δὲ τῆς ἔσω αὐλῆς περιελεῖν, καὶ τῇ μὲν ὕλῃ χρήσασθαι καθώς αὐτῇ βουλητόν, τῷ δὲ ἐδάφει εἰς περιβόλιά τε καὶ παραδείσους ἐπικερδεῖς,, ὧν τὰς προσόδους ἁπάσας ἡ μονὴ καρπώσεται μετὰ καὶ τῶν λουτρὼν»

[27] KONIDARES, Μοναστηριακή Περιουσία, 21‒29. Τα μοναστήρια ανάλογα με την εξάρτησή τους τα διακρίνουμε σε επισκοπικά ή επαρχειακά όταν βρίσκονται υπό την εξουσία του επιχωρίου επισκόπου, σε μητροπολιτικά όταν υπάγονται απευθείας στο μητροπολίτη και από τον 7ο αιώνα κ.ε, τα πατριαρχικά ή σταυροπηγιακά κατά των οποίων τη θεμελίωση απαιτείται η πήξη σταυρού στα θεμέλια, αποστελλομένου από τον πατριάρχη, πράξη που δηλώνει την από τον πατριάρχη εξάρτηση. Επίσης υπήρχαν τα βασιλικά ή αυτοκρατορικά μοναστήρια μέρος των οποίων είναι τα δημόσια, τα οποία παρείχαν το προνόμιο της εξαιρέσεως από την εποπτεία του επισκόπου. Σήμερα το μοναδικό μοναστήρι που ονομάζεται αυτοκρατορικό είναι η Αυτοκρατορική Μονή της Αγ. Αικατερίνης Σινά. Τέλος, από τα τέλη του 10ου αιώνος, εμφανίζονται τα αυτοδέσποτα ή αυτεξούσια μοναστήρια, τα οποία δεν υπάγονταν σε καμία από τις προαναφερθείσες αρχές. Τέτοιο μοναστήρι ήταν η Θεοτόκος Κεχαριτωμένη της Κωνσταντινούπολης. 

[28] GAUTIER, “Le typikon”, 115: «Ἐπεὶ δὲ καὶ ταφεῖον ἀναγκαῖον ἦν κατασκευασθῆναι (…), τὸ δὲ στενόχωρον τῆς μονῆς οὐ παρεῖχεν ἡμῖν χώραν εἰς τὴν τοῦ τοιούτου ἀνέγερσιν , ἀνελάβετο ἡ βασιλεία μου (…)τὴν μονὴν τὰ Κελλαραίας, πατριαρχικὴν μὲν οὖσαν, ἀφιερωθεῖσαν δὲ τῇ μονῇ τῆς Κεχαριτωμένης (…) χάριν ταφείου». Για τη μονή «Tα Κελλαραίας»  επίσης, JANIN, Géographie Ecclésiastique, III, 197.  

29  CHARANIS, “The monk as an element”, 64‒84  Επίσης, GALATARIOTOU, “Ktetorika Typika”, 77‒138: Η εγγραμματοσύνη των γυναικών ήταν εξαιρετικά περιορισμένη στο Βυζάντιο και απευθυνόταν κυρίως στις γυναίκες της αριστοκρατίας, ενώ το παράδειγμα της Άννας Κομνηνής, φαίνεται να είναι η εξαίρεση στον κανόνα.

30  LAIOU,“The Role of Women”, 233-260

31 GALATARIOTOU, “Women’ s Monastic Communities”, 263-290

32 GAUTIER, “Le typikon”, 47

33 Αυτόθι, 51-52 : «Μὴ χωρήσητε τοίνυν είς διαμάχας καὶ ἀμφιγνωμοσύνας προκρίνουσαι, ἀλλ’ ἐν ὁμογνωμοσύνῃ καὶ εἰρήνῃ καὶ ἀγάπῃ τὴν ἐκλεγμένην ἐκλέγοισθε»

34 Αυτόθι, 51

35 GAUTIER, “Le typikon”, 49:«Διαστάσεως δὲ ἀναφυομένης καὶ φιλονικίας διεγειρομένης ἐν αὐταῖς, ὅπερ ἀπεύχομαι, περὶ τὴν ἐπιλογήν, ἡ τῆς μονῆς ἀντιλαμβανομένη λύσει τὴν ἀμφιβολίαν (…)».

36 Αυτόθι, 59: [κεφ. ΙϚ΄, Περὶ τοῦ πάσας τὰς μοναζούσας ὑφ’ ἕνα εἶναι πνευματικόν πατέρα].

37 Η διαδικασία της εκλογής της ηγουμένης χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερο τελετουργικό και μυστηριακό χαρακτήρα και κατά την τελετή είναι έντονη η διαλεκτική σχέση των μυστών. Το μυστηριακό περιβάλλον με τον αχνό πιθανότατα φωτισμό που θα έδιναν τα κεριά, τα οποία παρασκευάζονταν στη μονή για την κάλυψη των αναγκών της,    και ο ιερός χαρακτήρας της τελετής καθιστούσαν την εκλογή ως θεϊκή και την ηγουμένη ως θεοχειροτόνητη. 

38   JORDAN, “Pantocrator: Typikon”, BMFD, 725-781

39 GALATARIOTOU,“Ktetorika Typika“, 77‒138. Το γεγονός ότι η πρώτη έφορος της μονής, η Ευδοκία κόρη της Ειρήνης ήταν μοναχή, είναι τυχαίο. Δεν υπάρχει καμία απαγόρευση για της κοσμικές γυναίκες, ώστε να μη μπορούν να αναλάβουν την προστασία της μονής.

40 VARNALIDES, Ο θεσμός της χαριστικής, 44

41 CHRISTOPHILOPOULOU, Το πολίτευμα και οι θεσμοί, 456 και της ιδίας, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄ 1, 331‒333

42 GAUTIER, “Le typikon”, 45‒46: «Θέλω δὲ καὶ πάντα τὰ τῇ μονῇ ἀφορισθέντα ἤ ἀφορισθησόμενα ἢ ὁπωσοῦν προσγενησόμενα, οὐκ ἀκίνητα μόνον, ἀλλά καὶ κινητά, ἀκίνητα μένειν καὶ ἀνεκποίητα παρ’αὐτῇ, μὴ δωρούμενα, μὴ ἀνταλλατόμενα, μὴ πωλούμενα (…)». Επίσης: «Ἡ μὲν οὖν τῶν ἀκινήτων ἐκποίησις οὔτως ἔσται κεκωλυμένη παντάπασι˙ τῶν δὲ κινητῶν ἐκ μιᾶς καὶ μόνης αἰτίας εὔλογον ἡγεῖται ἡ βασιλεία μου τὴν ἐκποίησιν, ὁπηνίκα τις βλάβη μεγάλη προσγένηται τῇ μονῇ (…), ἐφίημι ἐκποιεῖσθαί τινα τῶν κινητῶν εἰσ ἐπανόρθωσιν τῶν ἀκινήτων (…)».

43  MORRIS, The Byzantine Aristocracy, 112‒129 και KAZHDAN/EPSTEIN, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό, 104

44 CHARANIS, “Monastic Properties”, 64‒97

45 VARNALIDES, Ο θεσμός της χαριστικής, 133. Για την ομοιότητα της χαριστικής με την πρόνοια, βλ. και LEMERLE,The Agrarian History, 222-223

 46 GAUTIER, “Le typikon”, 29. Η ανεξαρτησία της μονής από οποιαδήποτε αρχή τονίζεται και αλλού, διάσπαρτα μέσα στο τυπικό.

47 GAUTIER, “Le typikon”, 63: «Πασῶν δὲ τῶν τῆς μονῆς διακονητριῶν τὴν πρόκρισιν τε καὶ προχείρισιν ἠ καθηγουμένη ἔσται ποιοῦσα, κατὰ γνώμην οἰκεὶαν καὶ προκρίνουσα καὶ προχειριζομένη».

48  ΚΟNIDARES, Μοναστηριακή Περιουσίa, 150  O οικονόμος έπρεπε να ήταν μοναχός ή κληρικός, σε καμία περίπτωση ωστόσο, λαϊκός.

49 PAPACHRYSANTHOU, Μοναχισμός, 334

50 LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 403

51 GALATARIOTOU,”Women’ s Monastic Communities”, 263-290. Ιδιαίτερα, 280

52 ΚΟNIDARES, Μοναστηριακή Περιουσίa, 154

53 LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 541

54 HARVEY, Οἰκονομική ἀνάπτυξη, 317

55 RALLΕS, «Περὶ ἐκκλησιάρχου», 306-311

56 GAUTIER, “Le typikon”, 67: «…τὰ δ’ἄλλα τὰ ἐν ταῖς γιορταῖς ἤ τῇ καθημερινῇ χρήσει πρόσφορα κατὰ τὸν δέοντα καιρόν, αὕτη φροντιεῖ τοῦ συνήθους κόσμου τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀφωρισμένης ἐν τῷ παρόντι τυπικῷ ἑκάστοτε φωταψίας…».     

57 Αυτόθι, 67: «ποιεῖσθαι δὲ φροντίδα καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ καταστάσεως καθῶς ἔθος ἐστὶ ταῖς ἐκκλησιαρχίσσαις».

58  MALAMUT, “LA MONIALE À BYZANCE”, 64-75

59  LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 217

           60 Αυτόθι, 218: Ο «παρεκκλησιάρχης», απαντά για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα στη μονή του Λαζάρου Γαλησιώτη. Υποχρέωσή του ήταν να δίδει τη θεία κοινωνία και να προμηθεύει το ναό της μονής με άρτο για το αντίδωρο. Στο τυπικό της μονής της Κεχαριτωμένης δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη για τις υποχρεώσεις της παρεκκλησιαρχίσης, παρά μόνη ότι πρέπει να βοηθά την εκκλησιάρχισσα.

61 GALATARIOTOU, “Women’ s Monastic Communities”, 263-290. Ιδιαίτερα, 270

62  MALAMUT, “LA MONIALE À BYZANCE”, 64-75

63  LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 282-283

64  KOUKOULÈS, Bυζαντινών Βίος, 89

65  GALATARIOTOU, “Women’ s Monastic Communities”, 263-290. Ιδιαίτερα, 270

66  GAUTIER, “Le typikon”, 67: «Καὶ οἰνοχόην…ὀφείλουσαν παραλαμβάνειν πάντα τὸν εἰσοδιαζόμενον ἐν τῇ μονῇ οἶνον παλαιόν τε καὶ νέον καὶ προσγράφεσθαι τοῦτον καὶ ἐξοδιάζειν ἔνθα παρὰ τῆς ἡγουμένης προσταχθῇ». 

67  LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 190-191

68  GALATARIOTOU, “Women’ s Monastic Communities”, 263-290. Ιδιαίτερα, 270

69 ΚΟNIDARES, Μοναστηριακή Περιουσίa, 155, υποσημ.: 10. Υποτύπωσιν Χριστοδούλου, κεφ. 21: «…ἀλλὰ καὶ ἕτερον τινα εὐλαβῆ καὶ ἱκανὸν προβαλεῖται ὁ καθηγούμενος, ἐφ’ ὧ παραλαμβάνειν καὶ οἰκονομεῖν τὰ τε εἰσοδιαζόμενα ἤτοι ἐξωνούμενα σίδηρα καὶ ὅσα διὰ σιδήρων ἐργαλεῖα». 

70  MORRISSON, “Coinage in Typika”, 264-275

71 GAUTIER, “Le typikon”, 69: «Ὅτε γοῦν…εὑρίσκεται τῷ τῆς Κεχαριτωμένης ἐλέει περιττεύοντα τινα νομισμάτων παλαιᾶς ποιότητος ὄντα, (…) ἐναποτίθεσθαι ταῦτα τῷ εἰρημένῳ κιβωτίῳ(…)˙ (…)ὤσπερ πάλιν, (…)τυχηροῦ τινος συμβάντος εἰς τὴν μονὴν ὥστε μὴ ἔχειν τὰ πρὀς ἔξοδον ταὺτης ἀλλαχόθεν, ἀποσφραγίζεσθαι τὸ τοιοῦτον κιβώτιον(…) καὶ ἐκβάλλεσθαι ποσότητα νομισμάτων τινὰ δίδοσθαι ταῦτα εἰς τὸ δοχεῖον καὶ προβαίνειν τὰς ἐξόδους καθῶς ἄνωθεν εἴρηται». 

 72  GAUTIER, “Le typikon”, 73

73 Αυτόθι, 73: «…ὀφείλουσαν τῆς μοναδικῆς καταστάσεως καὶ εὐκοσμίας φροντίζειν ἔν τε ταῖς κοιναῖς συνελεύσεσι καὶ ὑμνῳδίαις διαθρεῖν, μη που τινες τῶν ἀδελφῶν τῆς ὑμνῳδίας ἀφέμεναι ἀλληλαις διομηλῶσι(…), ἔν τε ταῖς κοιναῖς πρὸς ἑστῖασιν συνελεύσεσι ταῦτας ἐπισκοπεῖν ὡς ἄν τῇ πρεπούσῃ μοναχαῖς διαμεῖνωσιν ἡσυχίᾳ καὶ κοσμιότητι, ἀλλα μὴν καὶ ἐν ταῖς ὅλαῖς ἀναστροφαῖς τε τούτων καὶ διαγωγαῖς ἀκριβῶς τὰ κατ’ αὐτὰς ἐπιτηρεῖν». Ιδιαίτερα καματερή θα ήταν η επίβλεψη των μοναζουσών κατά τη συγκέντρωσή τους για τις υμνωδίες, αναλυτικές οδηγίες για τις οποίες, παρέχονται κυρίως στα κεφάλαια λβ΄ έως λθ΄ . 

74 LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 237-241

75 GAUTIER, “Le typikon”, 73: «…προσιέναι ταὺταις ἡμέρως καὶ ἀδελφικῶς καὶ πράως καὶ ἀγαπητικῶς εἰσηγεῖσθαι τὰ δέοντα καὶ τὰ συμφέροντα νουθετεῖν».

76 Αυτόθι, 75

77 LEONTARITOU, Εκκλησιαστικά Αξιώματα, 253-261

78 GAUTIER, “Le typikon”, 77: «…τὰς κλεῖς τοῦ πυλῶνος κατέχειν ὀφείλουσαν (…), ᾗ καὶ φροντὶς ἔσται τοῦ μηδόλως γνώμης ἄτερ τῆς ἡγουμένης τὸν πυλῶνα ἀνοίγεσθαι, μήτε μὴν εἰσιέναι ἤ ἐξιέναι τινὰς εἰς τὸ μοναστήριον ἄνευ εἰδήσεως τῆς καθηγουμένης».

79 Αυτόθι, 75: «Γραῦς μέντοι ὀφείλει εἶναι ἡ εἰς ταύτην τὴν διακονίαν προβαλλομένη καὶ βίου σεμνοῦ καὶ μεμαρτυρημένη παρὰ πάσης τῆς ἀδελφότητος…».

80 KOUKOULÈS, Bυζαντινών Βίος, 91

81 TSOLAKES, Η συνέχεια του Σκυλίτζη, 108

82  GAUTIER, “Le typikon”, 37-39: « Εἰ δ’ ἐκ τῆς συνήθους ἴσως ἁβροτέρας διαγωγῆς εἰς τὴν ἄγαν σκληρὰν μεταπεσεῖν μὴ δύναιτο , (…), διαίτῃ δὲ καὶ ψαλμῳδίᾳ χρήσεται τῇ κατὰ δύναμιν ἑαυτῆς ἐν τῷ δοθησομένῳ αὐτῇ κελλίῳ, ἤγουν τῇ ὄπισθεν τοῦ μύακος τῆς τραπέζης τῶν μοναζουσῶν (…)˙ ἐπ΄ αδείας τε ἔσται αὐτῇ ἔχειν καὶ δύο γυναῖκας τὰς ἐκδουλευούσας αὐτῆ ἐλευθέρας εἴτε καὶ δοὐλας(…), (…). Ἀλλὰ καὶ εἴ τις ἑτέρα τῶν ἐκ περιφανεστέρου βίου καὶ καταστάσεως σεμνῆς βουληθείη έν τῇ τοιαύτῃ μονῇ τὴν κοσμικὴν ἀποθέσθαι τρίχα (…) παραδεκτέα έσται καὶ αὔτη. (…). Εἰ δ’ ἴσως πρὸς τὴν κοινὴν κατοικίαν ἀποκνεοῖ, κατὰ τοῦτο μόνον ἔσται διαλλάττουσα (…), ἐκχωρουμένη ἔχειν εἰς ὑπηρεσίαν καὶ μίαν ὑπούργισσαν διοικουμένην ἀπὸ τῶν τῆς μονῆς».

83   Αυτόθι, 41-42

84 Αυτόθι, 43-45: «Δωρεὰν δὲ προσλαμβάνεσθαι καὶ ἀποκείρεσθαι τὰς προσιούσας βουλόμεθα καὶ τῇ ῥηθείσῃ τῶν ἀδελφῶν καταριθμεῖσθαι ποσότητι δόσεως ἄνευ τινός˙οὔτε γὰρ ἀποταγὴν παρέξει τις οὔτε συνήθειαν, οὔτε προσένεξιν (…) οὔτε τὸ λεγόμενον τραπεζιατικόν (…). (…). Εἰ τις δὲ ἐξ’ αὐτῶν οἰκειοθελῶς προσαγαγεῖν βουληθείη τι τῶν ἑαυτῆς , (…) προσδεχθήσεται». 

85  ΚΟNIDARES, Μοναστηριακή Περιουσίa, 87

86 KOUKOULÈS, Bυζαντινών Βίος, 215. Η υιοθέτηση του μονήρους βίου, μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής ή εξαναγκασμού. 

87 GAUTIER, “Le typikon”, 77

88 Αυτόθι, 31-33: «…καὶ αὐτὰς κοινοβιακῶς βουλόμεθα ζῆν καὶ τῷ τῆς διαγωγῆς ταὺτης κανόνι στοιχεῖν˙ κἄν μὲν τῶν ἡγουενῶν τις ἐναντίον βουληθῇ, τὰς μοναχἀς ἀντιλέγειν˙ εἰ δ’ αἱ μοναχαί, τὴν ἡγουμένην ἀντιπίπτειν».

89 GAUTIER, “Le typikon”, 61

90 PAPAGIANNE, «ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟ», 77-93

 91 GAUTIER, “Le typikon”, 61: «…εἴπερ παραβάλλῃ τῇ μονῇ γυνή, μήτηρ τυχόν μοναζούσης ἤ νύμφη ἐπ’ ἀδελφῷ, εἰσελεύσεται εἰς τὸ μοναστήριον (…)ὐποχωρήσῃ πρὸς ἑσπέραν (…) καὶ τοῦτο δράσει ἅπαξ ἤ δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ˙».

92 Αυτόθι, 61: «εἰ δὲ καὶ νοσοῦσαν (…), εί μὲν μήτηρ εἴη, ἐγκαταμενεῖ τῇ μονῆ (…) καὶ κατὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν (…) πρὸς ἑσπέραν ὑποχωρήσει».

93 Αυτόθι, 63: «Εἰ δὲ τις τῶν βίῳ σεμνῷ κεκοσμημένων γυναικῶν κοσμικῶν ἤ μοναχῶν άπὸ τῶν ἔξω διὰ τὴν τῶν ἐν αὐτῇ ἀσκουμένων μοναζουσῶν ἀρετὴν θελήσει παραβαλεῖν τῇ μονῇ, οὐ κωλυθήσεται παντάπασιν, ἀλλ’ εἰσελεύσεται(…) πρὸς ἑσπέραν ὑποχωρήσει. Εἰ δὲ βούλοιτο (…) μεῖναι ἐν τῇ μονῇ, ἐγκαταμενεῖ ἐν αὐτῇ καὶ τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὑποχωρήσει».

94 Αυτόθι, 61-63: «…ἄβατον γὰρ τοῦτο παντάπασιν ἀνδράσιν ἡ βασιλεία μου διορίζεται καὶ κεκλεισμένον διηνεκῶς (…)» και «εἶτ’ αὖθις εἰς τὴν μονὴν ἐλεύσεται, ἄβατον ταύτην φυλάττουσα ἀνδράσι, ὡς εἴρηται».

95 Αυτόθι, 61: «εἰ δὲ βούλοιτο ἡ νοσοῦσα καὶ ἀναγκαῖον ἡγοῖτο τὸν παραβάλοντα ἰδεῖν συγγενῆ, φορείῳ βασταχθεῖσα καὶ πρὸς τῷ πυλῶνι γενομένη, θεασάσθω αὐτὸν ἐκεὶσε καὶ ἐπαναχθήτω». 

96  Αυτόθι, 61: «  Εἰ δὲ ἀνὴρ εἴη ὁ πρὸς θέαν παραβαλών(…), ἡ θεαθῆναι ζητουμένη μονάζουσα κελεύσει ταύτης ἀφίξεται πρὸς τὸν πυλῶνα, συναφίξεται δὲ καὶ ἡ καθηγουμένη, εἴπερ ἐθέλει καὶ δύναιτο, ἢ κελευσάσης αύτῆς μιὰ τῶν γεραλεωτέρων καὶ τιμιωτέρων μοναζουσῶν˙ καὶ τῆς θύρας ἀνοιγείσης πρὸς τῷ πυλῶνι στὰς καὶ βραχύ τι διομιλήσας τῇ μοναχῇ ἀπελεύσεται».  

97 PAPAGIANNE, «ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟ», 77-93. Στο τυπικό, 131: «…οὐδε ψάλτας ἐν ἡμέρᾳ τυχὸν ἑορτῆς εἴτε μνημοσύνων εἰσέρχεσθαι ὅλως βούλομαι ἐν τῇ κατ’ αὐτὸ ἐκκλησίᾳ ποτέ, ἀλλ’ αὐτὰς (…) τὰς μοναζούσας μόνας ὑμνῳδοὺς μετὰ καὶ τῶν τεταγμένων ἐν τῇ μονῇ εὐλαβὼν ἱερέων».

98 Αυτόθι,  77-93

99 GAUTIER, “Le typikon”, 145: «ἀνὴρ δὲ οὐδε εἶς, ὅ,τι ἄβατον εἶναι τὸ μοναστήριον παντάπασιν ἀνδράσι καὶ αὐτοῖς τοῖς εὐνούχοις διοριζόμεθα καὶ κεκλεισμένον διηνεκῶς». Θα πρέπει εδώ να επισημάνω τη λεκτική ομοιότητα με ό,τι ειπώθηκε στο κεφ. Ιζ΄. Βλ. υποσημ. 94

100 Αυτόθι, 107: «Ἀναγκαῖον δὲ ἐστι τῇ μονῇ ἡμῶν ἐκδημεῖν καὶ τινα ἰατρον διὰ τὴν τῶν ἀσθενουσῶν ἀδελφῶν ἐπιμέλειαν καὶ ἐπίσκεψιν, εὐνοῦχον ἢ γηραιόν».

101 Αυτόθι, 107: «Δεῖ δὲ ποεῖσθαι καὶ αὐτὴν τὴν καθηγουμένην τὴν τῶν ἀρρώστων ἐπιμέλειαν οὐχ ἁπλῶς, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἀναγκαῖον καὶ ἐνδεχόμενον ἔν τε βρώσει καὶ πόσει καὶ τοῖς λοιποῖς χρειώδεσιν˙ ἀφορίσαι δὲ κέλλιον ἰδιάζον ἐπὶ τῇ ἀναπαύσει αὐτῶν (…)». Επίσης και κεφ. μδ΄, 93: «Φροντιεῖ ἡ καθηγουμένηκαὶ τῶν νοσουσῶν (…) παρέξει ταύταις τὰ κατάλληλα πρὸς διατροφὴν πρόνοιάν τε καὶ τῆς ἄλλης αύτῶν ἀναπαύσεως».

102 Αυτόθι, 107: «Κελεύομεν οὖν λούεσθαι τὰς ὑγιαινούσας μοναζούσας καθ’ ἕκαστον μῆνα˙ αἱ δὲ νοσοῦσαι ὁσάκις ἂν ὁ (…) ἰατρός (…) εἴποι τὸ λούσασθαι».

103  Αυτόθι, 89 

104  Αυτόθι,91: «Ἐὰν δὲ τις ἐν τῷ ἑστιᾶσθαι ὑμᾶς ταράσσουσα, (…) κατασιγαζέσθω παρὰ τῆς τραπεζαρίας ἡσύχῳ παραινέσει(…) ἐπιμένουσα δὲ ἐξεγειρέσθω τῆς τραπέζης(…) καὶ τὸ τῆς ἀτροφίας ἐπιτίμιον αὐτῇ (ἡ καθηγουμένη) ἐπιθήσει ἢ καὶ ἄλλως, ὡς δοκεῖ, σωφρονίσει».

105 DEMBIŃSKA, “FOOD CONSUMPTION”, 431-462

106 MALAMUT, “LA MONIALE À BYZANCE”, 64-75

107  GAUTIER, “Le typikon”, 119

108 Αυτόθι, 121: «Τελείσθωσαν τὰ μνημόσυνα τοῦ κρατίστου μου βασιλέως(…)˙ διδόσθω δὲ ἐν τῷ πυλῶνι ψωμία δέκα μοδίων, οἴνου μέτρα ὀκτὼ καὶ νουμμία νομισμάτων τραχέων δώδεκα. Καὶ τὰ ἐμά(…), ἀπαραλλάκτως.

109 Αυτόθι, 123: «Τελείσθωσαν τὰ μνημόσυνα τῆς (…) ἐγγόνης(…)μου(…) Εἰρήνης  τῆς Δουκαίνης (…)˙ διδόσθω δὲ καὶ ἐν τῷ πυλῶνι ψωμία μοδίων τεσσάρων καὶ νουμμία νομισμάτων τραχέων τεσσάρων». 

110 Αυτόθι, 83

111 Αυτόθι, 111

112 CHRISTOPHILOPOULOU, Ιστορία, 340


Θεολογικό συνέδριο στη Σαντορίνη

Με αφορμή την εορταστική επέτειο των 300 ΕΤΩΝ από την ημέρα της ανιδρύσεώς της, η Ιερά Μονή Θήρας, αφιερωμένη στον ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ, διοργανώνει συνέδριο με θέμα: Προφήτης Ηλίας, ο Θεσβίτης: ο ζηλωτής υποφήτης του Θεού. Το συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Θήρας, θα λάβει χώρα στη Χριστιανική Εστία  στα Φηρά από τις 17 έως τις 21 Ιουλίου.

ΠΗΓΗ και πληροφορίες για το πρόγραμμα:

http://thesvitis.blogspot.com/p/blog-page_12.html

http://www.topmelodyfm.gr/%CF%83%CE%B1

%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE.html#more-22497

Το πρόγραμμα:


Διεθνές Συνέδριο Γενεαλογίας και Εραλδικής

Το συνέδριο πρόκειται να διεξαχθεί στο Μάαστριχτ από τις 24 έως τις 28 Σεπτεμβρίου του 2012 με γενικό τίτλο: Frontiers in Genealogy and Heraldry.

ΠΗΓΕΣ:

http://www.idtg.org/archive/1505-xxxth-international-congress-of-genealogical-and-heraldic-sciences/

http://en.congress2012.info/